Η επέτειος της Εθνικής Ανεξαρτησίας θέτει το ερώτημα πού οδηγείται το κράτος που δημιουργήθηκε 197 χρόνια πριν. Για ορισμένους το ερώτημα είναι ακόμη πιο διαλυτικό. Χρειάζεται το κράτος αυτό; Οι συμπολίτες που θέτουν το τελευταίο ερώτημα –αν και κατέχουν εξέχουσες θέσεις στον δημόσιο βίο και οι αντιλήψεις τους ως ένα βαθμό κυριάρχησαν ιδεολογικά στα στρώματα των διανοουμένων–, παρόλο που αποβλέπουν σε μια αποσύνθεση του ελληνικού εθνικού κράτους δεν προτείνουν τίποτε για να το αντικαταστήσει.
Αν είχαν πειστική εναλλακτική πρόταση ενδεχομένως να γινόταν αποδεκτή.
Οι μορφές των κρατών αλλάζουν στην Ιστορία. Τα εθνικά κράτη είναι σχετικά πρόσφατα φαινόμενα. Εκείνο που διατρέχει την Ιστορία είναι τα έθνη και οι εθνότητες. Οι επιβιώσεις τους είναι μακρόχρονες, και όποιος τόλμησε να τις αμφισβητήσει χάθηκε από τον ορίζοντα των γεγονότων λες και τον κατάπιε μια μαύρη τρύπα.
Δυστυχώς τα πρωταρχικά ερωτήματα της δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους υπάρχουν και σήμερα και περιστρέφονται γύρω από την αγωνία: Ποιο είναι το κράτος που θέλουμε; Και πώς διασφαλίζουμε την ύπαρξή του; Η απάντηση στις λεπτομέρειες της φαίνεται να είναι περίπλοκη για έναν λαό όπως ο ελληνικός που αρνείται να υποταγεί στους νόμους μιας συντεταγμένης πολιτείας, ίσως γιατί, παρά τη χρησιμότητά του, το ελληνικό κράτος ποτέ δεν απέκτησε την αποδοχή του. Και δεν την απέκτησε διότι οι νομοθέτες του ακόμη και σήμερα δεν νομοθετούν με βάση το κοινό καλό αλλά το ημέτερο συμφέρον. Και στις περιπτώσεις αυτές είναι δύσκολο να απαντήσεις στο εάν η υπακοή στους νόμους είναι πολιτική αρετή.
Η μορφή, λοιπόν, του κράτους, ακόμη αναζητείται. Αναζητείται, όμως, και ο τρόπος διασφάλισης της ύπαρξής του. Η παγκόσμια Ιστορία (αλλά και η ελληνική) έχει αποδείξει ότι τα κράτη και οι λαοί παραμένουν ελεύθεροι και ανεξάρτητοι βασιζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις. Εμείς ακόμα ζητούμε από τους συμμάχους να διασφαλίσουν την ύπαρξή μας. Ίσως και να λειτουργεί γενετικά μέσα μας η Ναυμαχία του Ναβαρίνου. Αλλά από τότε μέχρι σήμερα υπήρξε πληθώρα περιπτώσεων που έπρεπε να μας οδηγήσουν σε μια αναθεώρηση των συμμαχικών μας ιδεοληψιών.
Η επιμονή και η αντοχή μας τα πρώτα δύο χρόνια της Επανάστασης μας βοήθησαν ώστε να προστρέξουν οι δυνάμεις της εποχής σε συμπαράσταση. Το ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε από τη συμμαχική τότε βοήθεια, αλλά οι Έλληνες αν δεν ήταν αποφασισμένοι να αποκτήσουν το δικό τους κράτος και αν δεν αγωνίζονταν γι’ αυτό κανείς δεν θα τους συμπαραστεκόταν.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Αγγλία η οποία ήταν αντίθετη με την Επανάσταση. Όταν, όμως, είδε ότι οι Έλληνες εξεγέρθηκαν και ότι η δημιουργία ελληνικού κράτους ξέφυγε από τη σφαίρα της φαντασίας, τους βοήθησε. Όχι από καλοσύνη. Αλλά απαντώντας στο εξής: αφού θα δημιουργήσουν που θα δημιουργήσουν κράτος γιατί να μην το ελέγχω εγώ.
Όμως, παρόλα όσα έχουν συμβεί, ακόμη αιωρείται η ψευδαίσθηση ότι υπάρχουν διεθνείς δυνάμεις που σε αντίθεση και με τα συμφέροντά τους θα βοηθούσαν τους επαναστατημένους Έλληνες. Και η ψευδαίσθηση αυτή διατηρείται και σήμερα σε ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού που πιστεύει πως το «ξανθό γένος» εν ονόματι της θρησκείας θα συνδράμει στους Έλληνες. Οι διαψεύσεις πολλές.
Αλλά και η επιμονή στην ψευδαίσθηση αμείωτη. Τι ακριβώς συντελείται στη λαϊκή ψυχή;
Η Ρωσία απογοήτευσε τους επαναστατημένους Έλληνες με τα Ορλωφικά (1770) όταν έδωσε υποσχέσεις για την περίπτωση εξέγερσης αλλά αργότερα τους εγκατέλειψε στις οθωμανικές ορδές. Τέσσερα χρόνια μετά με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή δημιούργησε τον καταλύτη για τις προϋποθέσεις που θα διευκόλυναν την Επανάσταση. Σύμφωνα με τη Συνθήκη οι Έλληνες είχαν το δικαίωμα να κάνουν εμπόριο με τα πλοία τους αν ύψωναν τη ρωσική σημαία. Το γεγονός αυτό ήταν πολύ σημαντικό για τη διαμόρφωση μιας, ας την πούμε, αστικής τάξης με τα δεδομένα της εποχής. Μερικά χρόνια αργότερα τη διαμόρφωση αυτής της αστικής τάξης διευκόλυναν και οι Ναπολεόντιοι Πόλεμοι.
Οι πόλεμοι του Ναπολέοντα ανέτρεψαν τους συσχετισμούς δυνάμεων στην ανατολική Μεσόγειο σε εμπορικό επίπεδο. Λόγω των εκατέρωθεν αποκλεισμών, της απειλής των κουρσάρων και της πειρατείας οι ναυτιλίες των εμπόλεμων χωρών αποσύρθηκαν. Η ελληνική ναυτιλία δεν ανήκε σε εμπόλεμη χώρα, και έτσι ανέλαβε να τροφοδοτήσει τις στερεμένες αγορές της Ευρώπης με τρόφιμα και δημητριακά κατά απόλυτη προτεραιότητα. Έχουμε, λοιπόν, τις πρώτες συσσωρεύσεις κεφαλαίων τα οποία απέβησαν πολύ χρήσιμα για την Επανάσταση.
Όταν οι Ναπολεόντιοι πόλεμοι τελείωσαν και η τάξη αποκαταστάθηκε στην περιοχή οι δυτικοί απέκλεισαν τους Έλληνες πλοιοκτήτες και εμπόρους οι οποίοι έχασαν τις δουλειές τους αλλά έμειναν με τα πλοία τους αλλά και με έναν συσσωρευμένο πλούτο. Από τη μία οι Οθωμανοί δεν ενδιαφέρονταν για τα οικονομικά των υπηκόων τους παρά μόνο για την καταβολή των φόρων, και από την άλλη η διαμορφούμενη ελληνική αστική τάξη αναζητούσε την κρατική ομπρέλα που θα την προστάτευε. Η δημιουργία ελληνικού κράτους άρχισε να τους απασχολεί. Αλλά το κράτος αυτό μπορούσε να δημιουργηθεί μόνο με επανάσταση.
Την τελευταία εικοσαετία πριν από την έκρηξη της Επανάσταση ο παροικιακός και ντόπιος ελληνισμός βρέθηκαν να συμπορεύονται, να συγκροτούν το καινούργιο, ψάχνοντας το ίδιο, ένα ελεύθερο, ανεξάρτητο ελληνικό αστικό κράτος κατά τα γαλλικά πρότυπα. Αποκλείεται να την πεις αλλιώς την Ελληνική Επανάσταση, «ευρωπαϊκή επανάσταση θα την πεις», γράφει ο Βασίλης Κρεμμυδάς, και προσθέτει: «Το τέλος του 18ου αιώνα θα σφραγίσει η κίνηση του Ρήγα. Είναι ο απόηχος, το τέλος της “αυτονομίας” του παροικιακού ελληνισμού. Αυτό που ζήτησε ο Ρήγας δεν θα συγκινήσει τον υπόδουλο ελληνισμό. Είναι της εποχής των αυτοκρατοριών, όχι των εθνικών κρατών. Μπαίνουμε στην εποχή της έγερσης των εθνικισμών. Όχι των θρησκευτικών διαχωρισμών».
Η κύρια αντίθεση ανάμεσα στον κατακτητή και στον κατακτημένο δεν ήταν η πίστη, ήταν το έθνος. Από θρησκευτική η αντίθεση έγινε εθνική.
Η θρησκεία βοήθησε στη διατήρηση της εθνικής συνείδησης και στον ξεσηκωμό των Ελλήνων. Αλλά το κράτος που ήθελαν να δημιουργήσουν οι Έλληνες δεν ήταν θρησκευτικό. Ήταν εθνικό. Επιπλέον, αν και για μια επανάσταση το οικονομικό στοιχείο είναι απαραίτητο, δεν αρκεί από μόνο του. Χρειάζονται και το πνεύμα ελευθερίας, ο σκοπός ζωής, μια ιδεολογία. Οι Έλληνες στράφηκαν, κυρίως, στη δική τους αρχαιότητα αλλά πρόσεξαν το Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση. «Ήρθε και η Γαλλική επανάσταση το 1789. Μας άνοιξε τα μάτια. Μας έκανε να σκεφτούμε αλλιώτικα», θα πει ο Κολοκοτρώνης. Άλλωστε πριν από το 1789 είχαν κυκλοφορήσει καταιγιστικά τα μηνύματα του Διαφωτισμού, ο οποίος έβαλε την κοινωνία και όχι το άτομο στο κέντρο των εξελίξεων.
Αν θεωρήσουμε ως γενεσιουργό πράξη του νέου κράτους τον Καποδίστρια ως κυβερνήτη, η πράξη αυτή περιείχε όλη τη μοίρα του κράτους και του έθνους μέχρι σήμερα. Ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε εν ονόματι μιας διχαστικής λογικής. Δολοφονήθηκε από τον Μαυρομιχάλη, έναν κοτζαμπάση της παλιάς Ελλάδας. Ο κοτζαμπασισμός και ο παλαιοελλαδισμός διατρέχουν μέχρι σήμερα το ελληνικό κράτος.
Τον Καποδίστρια τον διαδέχθηκε ο Όθωνας με τους Βαυαρούς του που επέβαλαν μια αυταρχική και συγκεντρωτική διοίκηση. Και αυτά ήταν γνωρίσματα του ελληνικού κράτους. Ο συγκεντρωτισμός παραμένει και σήμερα, ο αυταρχισμός άρχισε να χαλαρώνει μετά την Μεταπολίτευση και έφτασε στο άλλο άκρο. Τη διάλυση.
Εκείνο, πάντως, που δεν μπόρεσε να συνειδητοποιήσει ο νεότερος ελληνισμός είναι ότι η ελευθερία και η ανεξαρτησία ούτε δεδομένα είναι ούτε χαρίζονται. Κατακτιόνται και διατηρούνται με εγρήγορση και θυσίες. Μέρες που ζούμε ας τα έχουμε υπόψη μας.