Η Κωστακίτσαινα είναι μια λαμπρή, ανιδιοτελής και σεμνή ηρωίδα της Ηπείρου. Έδρασε ως οπλαρχηγός εθελοντικού σώματος του χωριού Γεωργάνοι Ιωαννίνων στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Τιμήθηκε με μετάλλια από το ελληνικό κράτος αλλά απολύθηκε όταν διορίστηκε επιστάτρια σε σχολείο, γιατί οι καρεκλοκένταυροι των γραφείων διαπίστωσαν εκ των υστέρων ότι η μπαρουτοκαπνισμένη καπετάνισσα… δεν είχε τα τυπικά προσόντα!
Το 1913 υπολογίζεται ότι είχε ηλικία ανάμεσα σε 45 έως 48 ετών. Το οικογενειακό της όνομα ήταν Μαρία Ναστούλη και κατάγονταν από τα Δερβίζιανα.
Μάλλον ψηλή, εύρωστη και ζωσμένη με φυσεκλίκια. Κορμοστασιά ευζωνική θα έλεγε όποιος την συναντούσε για πρώτη φορά. Είχε μαζί της και ένα σπαθί καθώς και ένα τυφέκιο Μάουζερ, που ήταν λάφυρα από μάχη με Τούρκους. Φωνή μάλλον βραχνή και πρόσωπο σκληρό. Κάπνιζε πολύ και στο απανώχειλό της υπήρχε ένα χνούδι, όπως στους εφήβους.
Σε νεανική ηλικία αγάπησε στο χωριό Γεωργάνοι (ανάμεσα στα Ιωάννινα και το Σούλι) έναν νέο, τον Κώστα Κιτσόπουλο, από τον οποία πήρε το όνομα Κωστακίτσαινα. Ο έρωτας αυτός κατέληξε σε γάμο, από τον οποίο η Μαρία έγινε μητέρα δύο αγοριών. Η ηρωική της ιστορία άρχισε το 1897, όταν σε εκείνο τον ατυχή πόλεμο για την Ελλάδα, ο σύζυγός της πήρε όπλο και πολέμησε κατά των Τούρκων, αλλά προδόθηκε από κάποιον Οθωμανό, συνελήφθη σε ενέδρα που του έστησαν και τον θανάτωσαν επιτόπου. Η Κωστακίτσαινα ορκίστηκε να εκδικηθεί το θάνατο του αγαπημένου συζύγου της. Χωρίς να καθυστερήσει άρχισε να εκδηλώνει το μίσος της κατά των Τούρκων. Η ευκαιρία της δόθηκε όταν έφτασε στο χωριό Γεωργάνοι ένα απόσπασμα για να πλιατσικολογήσει το χωριό και να κλέψει άλογα.
Η πονεμένη χήρα ζητούσε αφορμή. Έτσι άρπαξε το περίστροφο του συζύγου και επιτέθηκε εναντίον μιας ομάδας 15 Τούρκων πλιατσικολόγων. Σκότωσε τον ένα και έτρεψε σε φυγή τους άλλους.
Έκτοτε η Κωστακίτσαινα έγινε ο οιονεί αρχηγός του χωριού, ουσιαστικά λειτουργώντας ως κράτος εν κράτει. Λίγο αργότερα τσάκισε στο ξύλο Τούρκους ανακριτικούς υπαλλήλους που πήγαν στο χωριό της για ανάκριση. Η οργή της οφειλόταν στο ότι οι ανακριτικοί υπάλληλοι προηγουμένως είχαν δείρει τον μουχτάρη (κοινοτικός πάρεδρος) του χωριού Δημήτριο Νάτση. Οι Οθωμανοί είδαν ότι τα πράγματα εκτραχύνονταν και έστειλαν στο χωριό δύναμη να την συλλάβει. Εκείνη όμως κατόρθωσε να εξαφανιστεί, αλλά δεν παρέλειψε να εμφανιστεί έγκαιρα στον Χαϊρίν Μπέη στα Ιωάννινα και να τον πείσει για το δίκιο της σχετικά με την αδικοπραγία των ανακριτικών υπαλλήλων. Αλλά δεν σταμάτησε… Αργότερα τραυμάτισε δικαστικό κλητήρα που πήρε στο χωριό να κατασχέσει την περιουσία του συγγενούς της Σπύρου Κίτση. Και φυσικά συνέχισε να δρα, υπερασπιζόμενη του συγχωριανούς της από τις αδικίες των Τούρκων.
Η συνάντηση με τον δημοσιογράφο Νικόλαο Σιμόπουλο
Τον Ιανουάριο του 1913 τη συνάντησε τυχαία στη Φιλιππιάδα, ο απεσταλμένος των «Καιρών» Ν. Σιμόπουλος και με κόπο την έπεισε να του μιλήσει.
– Πες μου καπετάνισσα…
– Τι να τα κάνεις ωρέ, να τα βάλεις στη «χουμερίδα»; Εγώ δεν είμαι κυρία…
– Μα πρέπει να γραφούν.
– Τι να τα κάμεις, για ρεκλάμα; Δεν θέλω.
Η Κωστακίτσαινα ήταν ανένδοτη. Δεν ήθελε να μιλήσει. Τελικά την έπεισαν οι στρατιώτες που την συνόδευαν, Ιωάννης Ροντήρης και Ιωάννης Κουμπίου από τη Ναύπακτο.
– Μόλις κηρύχτηκε ο πόλεμος, πήρα το τουφέκι, έμασα 15 παιδιά από το χωριό και βγήκα να πολεμήσω τους Τούρκους. Στην αρχή ακολούθησα το σώμα του Μπότσαρη, ύστερα αφού με δοκίμασαν με αναγνώρισαν ως καπετάνισσα. Τους Τούρκους συνάντησα στην αρχή στη ράχη του χωριού Γεωργάνοι. Είχα μαζί μου τα 15 παιδιά και το σώμα του καπετάν Τσέγκου. Το τουφεκίδι έπεφτε με λύσσα και κράτησε τρεις ώρες. Οι Τούρκοι το έβαλαν στα πόδια, αφήνοντας 20 σκοτωμένους. Αυτή τη μάχη θα τη θυμάμαι γιατί βαφτίστηκα με τα σωστά στη φωτιά και είδα και την ωφέλειά της.
Όταν τέλειωσε το τσιγάρο της η καπετάνισσα έβγαλε το κομπολόι της και συνέχισε την αφήγηση:
– Πήρα μέρος μετά με τα παλικάρια μου στη μάχη στο Σπαρτίτσι. Ήμουνα με άλλους καπεταναίους. Και η μάχη αυτή ήταν φοβερή γιατί άρχισε στο Σπαρτίτσι και τελείωσε στο χωριό Κοπάνη. Σκοτώσαμε τότε πάνω από 150 Τούρκους και τους πήραμε 100 άλογα. Το καλύτερο το κράτησα εγώ! Τουφέκι με τους Τούρκους ανοίξαμε και στα Πλέσσια. Ήμουνα μονάχη με τα παλικάρια μου. Η μάχη κράτησε όλη τη νύχτα. Το πρωί οι Τούρκοι έφυγαν αφήνοντας 15 σκοτωμένους. Ακόμα και σήμερα εγώ κατέχω τα Πλέσσια.
– Οι Τούρκοι είναι μακριά;
– Όχι. Λίγα μέτρα και κάθε βράδυ κουβεντιάζουμε.
– Και σαν τι λέτε καπετάνισσα;
– Δεν καταλαβαίνεις; Βρισιές. Εγώ τους λέω πως θα τους σκοτώσω όλους και εκείνοι πως άμα με πιάσουνε θα με τουφεκίσουνε. Ρε γουρνομύτες, τους λέω, εμένα ρε θα πιάκετε; Και τους κοπανάω μια τουφεκιά. Αρχίζει τότε το τουφεκίδι και τελειώνει το πρωί. Το άλλο βράδυ πάλι τα ίδια.
Το αντάρτικο σώμα της είχε δομή οικογενειακή. Όλα τα παλικάρια της είναι συγγενείς. Κάτω από τις διαταγές της βρίσκονται τα τρία αδέλφια της, οι δύο γιοι της, ο Παναγιώτης και ο Βασίλης, και πολλά εξαδέλφια της.
Εκείνες τις μέρες παρουσιάσθηκε μια επιτροπή γυναικών από το χωριό Γεωργάνοι και την παρακάλεσαν να καταρτίσει και ένα σώμα από γυναίκες. Η Κωστακίτσαινα συμφώνησε να το καταρτίσει και να τεθεί επικεφαλής ενός… αμαζονικού σώματος!
– Κωστακίτσαινα, πώς σου φαίνεται η καινούργια ζωή σου; Ρώτησε ο Σιμόπουλος.
– Τι ήθελες; Όλο πιάτα να πλένω ή να παίζω πιάνο; Οι αληθινές γυναίκες δεν κουνάνε μόνο μωρά, πιάνουνε και το τουφέκι.
– Και έχεις κουράγιο να τρυπήσεις με το σπαθί σου Τούρκο;
– Αμή… Τι με περνάς, για κυρία Αθηνιώτισσα; Εμένα μυρουδιά μου είναι το μπαρούτι και χαρά μου το αίμα.
Ο δημοσιογράφος Βασ. Κατωπόδης σε ρεπορτάζ του στην εφημερίδα Πατρίς αναφέρεται στη συμμετοχή της Κωστακίτσαινας στη μάχη στο Κοπάνι γράφοντας ότι «επέδειξε θάρρος και ανδρείαν πολεμούσα ορθία επί ώρας». Στη δράση της καπετάνισσας αναφέρεται τον Δεκέμβριο του 1912 και η Εσπερινή, επισημαίνοντας και τη δράση άλλων γυναικών-οπλαρχηγών, όπως η Λάμπω, η Πανάγιω και η Βασιλική. Για την Κωστακίτσαινα που θεωρεί ότι ήταν τότε 48 ετών, γράφει ότι ήταν η πιο γενναία από όλες.
Όπως λέγεται, όταν έγινε η παρέλαση του Ελληνικού Στρατού στα ελεύθερα πλέον Γιάννινα, τον Φεβρουάριο του 1913, έλαβε μέρος με τα παλικάρια της.
Όταν εγκαταστάθηκε το ελληνικό κράτος ρώτησαν την καπετάνισσα τι θέλει, κι αυτή απάντησε πως θέλει τρία στρέμματα στο βουνό για να κάνει στάνη ο γιος της…
Το 1930 παρασημοφορήθηκε από την πολιτεία με δύο μετάλλια τα οποία δεν φόρεσε ποτέ δημόσια, γιατί δεν της άρεσε η επίδειξη. Το τοποθέτησε μόνιμα στο εικονοστάσι της. […]
Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
sitalkisking.blogspot.gr
_____
Πηγές: Αρχεία εφημερίδων Καιροί, Πατρίς και Εσπερινή από τη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων.