Η κοινή γνώμη περιμένει με αγωνία την έκβαση στην υπόθεση της κράτησης των Ελλήνων αξιωματικών από το τουρκικό κράτος στις φυλακές της Αδριανούπολης… Η ευθύνη των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας είναι μεγάλη. Για κάθε κράτος ο θεσμός των στρατιωτικών δυνάμεων είναι πολύ σημαντικός. Συνδέεται με το αρχαίο αίτημα της υπεράσπισης των βωμών και των εστιών.
Οι θεσμοί είναι αναγκαίοι εφόσον εξυπηρετούν το γενικό όφελος και το κοινωνικό αγαθό.
Τέτοιοι ήταν ανέκαθεν οι θεσμοί της χώρας μας που συνδέονται με τη διαφύλαξη της ειρήνης, την αποκατάσταση της τάξης και της νομιμότητας, δηλαδή οι στρατιωτικές και οι αστυνομικές δυνάμεις. Όταν η συλλογική μνήμη δεν ξεχνά τα παιδιά της τότε ξεπηδούν οι αναμνήσεις μιας γενιάς Ελλήνων που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου για να υπερασπιστεί τα ιερά και όσια της πατρίδας της.
Τον Μάρτιο του 1941 έγινε η μεγάλη Εαρινή Επίθεση των Ιταλών στη στενωπό της Κλεισούρας και συγκεκριμένα στο ύψωμα 731 στα όρη της Τρεμπεσίνας και στο Μοναστήρι της Βορείου Ηπείρου. Οι Έλληνες άντεξαν σαν ένα ζωντανό ατσάλινο τείχος τη μεγάλη επίθεση και απώθησαν τους Ιταλούς για άλλη μια φορά στο έπος του 1940.
Υπό την αρχιστρατηγία του στρατηγού Αλέξανδρου Παπάγου οι ελληνικές δυνάμεις εξαπέλυσαν γενική αντεπίθεση με την 8η Μεραρχία του Κατσιμήτρου και σάρωσαν τους Ιταλούς.
Ο ιταλικός στρατός είχε παράδοση σε αμυντική τακτική, αντίθετα με τον ελληνικό στρατό που είχε επιθετική φιλοσοφία λόγω των Βαλκανικών Πολέμων και της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Στις 22 Νοεμβρίου ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την Κορυτσά, μέσα στο αλβανικό έδαφος, και στη συνέχεια την Μοσχόπολη, το Πόγραδετς, την Πρεμετή, τους Αγίους Σαράντα, το Αργυρόκαστρο, τη Χειμάρρα, την Κλεισούρα, και έφτασε ως το Τεπελένι. Με τις απανωτές κατακτήσεις των Ελλήνων στο έδαφος της Βορείου Ηπείρου ο Μουσολίνι ένιωθε απόλυτα ντροπιασμένος και ήθελε να πάρει τη ρεβάνς. Αφού αντικατέστησε τον διοικητή του ιταλικού στρατού στην Αλβανία Σοντού με τον Ούγκο Καβαλέρο, αποφάσισε την μεγάλη αντεπίθεση τον Μάρτιο του 1941.
Ο στρατηγός Ιωάννης Πιτσίκας σε διαταγή του (14 Μάρτιου 1941) τόνιζε: «Έλληνες στρατιώτες, δεν έρχομαι να σας θυμίσω το καθήκον σας, για το οποίο έχετε πλήρη συναίσθηση, όπως μαρτυρούν τα περίλαμπρα κατορθώματά σας, έρχομαι να εκφράσω τον θαυμασμό μου και την ευγνωμοσύνη της πατρίδας για το ψυχικό σθένος και για το Σινικό Τείχος που προβάλλετε υπερασπιζόμενοι τα δίκαια της πατρίδας…».
Ο Ιταλός δημοσιογράφος Μάριο Τσέρβι στο έργο του Ελληνοϊταλικός πόλεμος διηγείται πως το σύνθημα του Ντούτσε στους στρατηγούς του ήταν «επίθεση, επίθεση, επίθεση»! Στις 2 Μαρτίου έφτασε ο ίδιος από το Μπάρι στην Αλβανία. Το παρατηρητήριο του Κομαρίτ είχε θέα το σημείο της επίθεσης.
Στις 9 Μαρτίου ξεκίνησε η επίθεση των Ιταλών.
Ο Μ. Τσέρβι γράφει: «Εκατό χιλιάδες κανονιές ακούστηκαν μέσα σε δύο ώρες. Ενώ τα βλήματα ανασκάβανε τη γη, δείξανε στον Μουσολίνι μια ανώμαλη εξοχή του εδάφους, έναν λόφο κατάξερο, και τον διαβεβαιώσανε πως η ανακατάληψή του κρίνεται επωφελής για την προστασία του Μπερατίου. Η περιοχή ήταν γνωστή με το όνομα Μοναστήρι, από τα χαμηλά οικοδομήματα ενός ερειπωμένου μοναστηριού. Ο Μουσολίνι παρακολουθούσε επισταμένως με τα κιάλια ενώ άκουγε τις εξηγήσεις του Γκαμπάρα…
»Στις 11 Μαρτίου η ιταλική επίθεση κατάντησε μια ρουτίνα γεμάτη αίμα και ηρωισμό αλλά απελπιστικά ρουτίνα, ένα συνεχές βρόντημα σε μια πόρτα που μένει πεισματικά κλειστή, όσο περισσότερο κινδυνεύουν τα προστατευτικά τείχη να γκρεμιστούν από τα κονταροχτυπήματα».
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία οι Έλληνες πεσόντες αξιωματικοί και στρατιώτες του πολέμου 1940-1941 ανέρχονται στους 14.000, από τους οποίους οι 8.000 έπεσαν στη Βόρειο Ήπειρο και ελάχιστοι είναι σήμερα ενταφιασμένοι στα οργανωμένα Ελληνικά Στρατιωτικά Κοιμητήρια που υπάρχουν στους Βουλιαράτες και την Κλεισούρα. Τετραπλάσιες και παραπάνω ήταν οι απώλειες των Ιταλών.