Το φαινόμενο του διχασμού, της απαξίας οποιονδήποτε παλαιών αξιών συγκροτούσαν μια κοινωνία και της έλλειψης νέων, της ανόδου των δεξιών αντιλήψεων και του κατακερματισμού της κοινωνίας, δεν είναι μόνο ελληνικό.
Δοκιμάζεται αύριο και στις ιταλικές εκλογές και όλα δείχνουν πως μια δεξιά στροφή θα αναδειχθεί από τις κάλπες.
Η στροφή αυτή δεν αφορά μόνο στην Ιταλία. Η Ιταλία αποτελεί το κοινωνικό και πολιτικό εργαστήριο που θα μας δείξει ποιες θα είναι οι τάσεις που θα επικρατήσουν στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Μια έντονη αντίθεση προς τους μετανάστες και αυτό που σήμερα είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα κυριαρχήσουν ως πολιτικές αντιλήψεις. Όσον αφορά στο οικονομικό μέλλον των χωρών, αυτό φαίνεται να εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τους επιμέρους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και όπως φαίνεται, το παιχνίδι εδώ γίνεται από τις μεγαλύτερες, ή μάλλον την οικονομικά ισχυρότερη χώρα της Ένωσης, τη Γερμανία.
Σε αυτό το παιχνίδι θα υπάρξουν αντιδράσεις αλλά είναι δύσκολο να ελεγχθεί από τις αδύναμες οικονομικά χώρες. Και η Ιταλία, παρά το οικονομικό της μέγεθος, συμπεριλαμβάνεται στις αδύναμες χώρες της Ένωσης, όχι μόνο λόγω του μεγάλου δημοσίου χρέους της αλλά και της έλλειψης παραγωγικότητας στην οικονομία της.
Ανεξαρτήτως του αυριανού εκλογικού αποτελέσματος, το οικονομικό παιχνίδι θα διαμορφώνεται στις Βρυξέλλες. Οι Ιταλοί θα περιοριστούν να δείξουν τη δυσαρέσκειά τους στα κόμματα και τις πολιτικές τάσεις που διαχειρίστηκαν μέχρι τώρα τις υποθέσεις τους και να αναδείξουν τις κοινωνικές και πολιτικές φοβίες τους. Οι μετανάστες και οι συνεχιζόμενες μεταναστευτικές αφίξεις είναι ένας από αυτούς.
Όπως στην Ελλάδα πιστεύουμε πως ο Θεός είναι Έλληνας και παρεμβαίνει την τελευταία στιγμή στις άσχημες εξελίξεις μας, έτσι και στην Ιταλία πιστεύουν στο Stellone Italiano, το ιταλικό τυχερό αστέρι, που θα τους σώσει και αυτούς την τελευταία στιγμή.
Η μεταφυσική αναζήτηση είναι πάντοτε αναγκαία όταν οι πολιτικοί σηκώνουν τα χέρια ψηλά.
Μια πολύ επιγραμματική προσέγγιση της μεταπολεμικής Ιταλίας: στις δεκαετίες ’50 και ’60 η ιταλική οικονομία είχε πολύ υψηλή παραγωγικότητας που οδήγησε στο «ιταλικό θαύμα». Στη δεκαετία του ’70 παρά τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα, με κυρίαρχο την τρομοκρατία, η υψηλή παραγωγικότητα συνεχίστηκε και η Ιταλία απολάμβανε ένα υψηλότατο επίπεδο οικονομικής και πολιτισμικής διαβίωσης. Τα προβλήματα άρχισαν να εμφανίζονται από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90.
Αν και σήμερα ακόμη οι ιταλικές εξαγωγές έχουν ένα υψηλό ποιοτικό επίπεδο, υπάρχουν τέσσερα προβλήματα, ο συνδυασμός των οποίων καθιστά προβληματική την ιταλική οικονομία: χαμηλή παραγωγικότητα, αρνητική δημογραφική προοπτική, υψηλό δημόσιο χρέος, πολιτικό αδιέξοδο στην Ευρωζώνη. Οι κεφαλαιακές επενδύσεις είναι χαμηλές και υπάρχει μια ερμηνεύσιμη αδυναμία εκμετάλλευσης των νέων τεχνολογιών.
Στην Ιταλία είναι κυρίαρχα δύο φαινόμενα που τα γνωρίζουμε καλά και στην Ελλάδα. Η αναγκαστική φυγή νέων επιστημόνων στο εξωτερικό σε αναζήτηση απασχόλησης και η λειτουργία του πολιτικού συστήματος στη λογική των ημετέρων. Και στην Ιταλία δεν έχει σημασία τι ξέρεις αλλά ποιον ξέρεις. Έτσι, το θέμα της αξιοκρατίας είναι ένα μεγάλο πρόβλημα που κρατά καθηλωμένη και την κοινωνία και την οικονομία. Ο συνδυασμός λοιπόν των πολιτικών, των κοινωνικών και των οικονομικών προβλημάτων της Ιταλίας καθιστά τις εκλογές περιττές, δημιουργώντας μια αίσθηση απώλειας κυριαρχίας που τροφοδοτεί τον εθνικισμό και τον λαϊκισμό.
Στο πολιτικό μέτωπο, το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα του πρώην πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι, το οποίο έχει κυβερνήσει την Ιταλία – και όχι άσχημα – τα τελευταία πέντε χρόνια, αναμένεται να πάρει μόνο το 22% των ψήφων, όχι αρκετό για να σχηματίσει κυβέρνηση, φαινόμενο που προέρχεται από τις εσωτερικές αδυναμίες του κόμματος αλλά έχει πολύ μεγαλύτερες επιπτώσεις.
Η «Λέγκα του Βορρά», που ιδρύθηκε το 1989 είναι το παλαιότερο κόμμα της Ιταλίας αλλά, πλέον, έχει μετονομαστεί σε «Λέγκα» και έχει γίνει κόμμα εθνικής εμβέλειας. Υποστηρίζει την παραμελημένη εργατική τάξη της Ιταλίας, θέλει να στείλει πίσω τους μετανάστες και να ξαναγράψει τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Σύνθημά της είναι το «Πρώτα η Ιταλία» και αν δεν θέλει στους κόλπους της, πάντως δεν αρνείται την υποστήριξη που δήλωσαν ότι θα της παράσχουν οι φασίστες. Στις συγκεντρώσεις της τα μέλη της πρώην «Λέγκας του Βορρά» σηκώνουν αποσχιστικές σημαίες από τις πλούσιες περιοχές της Βόρειας Ιταλίας της Λομβαρδίας και του Βένετο, από την Καταλονία και τη Σαρδηνία.
Ηγέτης της είναι ο 44χρονος χαρισματικός πολιτικός Ματέο Σαλβίνι που έχει ανεβάσει τα ποσοστά της από το 4% στις εκλογές του 2013 σε περισσότερο από 13% σήμερα, σύμφωνα με τις συχνά αναξιόπιστες δημοσκοπήσεις της Ιταλίας. Εάν ξεπεράσει την απόδοση του άλλου κόμματος της δεξιάς, της Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο Σαλβίνι θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει ο επόμενος πρωθυπουργός της Ιταλίας.
Η Forza Italia έχει τώρα ποσοστά γύρω στο 16%, από 21% στις εκλογές του 2013.
Το αντικαθεστωτικό «Κίνημα των Πέντε Αστέρων» αναμένεται να έρθει πρώτο στην ψηφοφορία της Κυριακής. Έχει πει ότι δεν θα συμμετάσχει σε συμμαχίες αλλά οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στο ότι θα αλλάξει γνώμη και θα σχηματίσει συνασπισμό με την «Λέγκα». Αυτό το σενάριο – ο εφιάλτης των Βρυξελλών και του Ρέντσι – θα έδινε στην Ιταλία την πρώτη λαϊκιστική κυβέρνηση στην καρδιά της Ευρώπης.
Και βεβαίως, εκείνος που αναμένεται να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο μετεκλογικό τοπίο είναι ο 81χρονος Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ο ίδιος δεν συμμετέχει στις εκλογές επειδή καταδικάστηκε το 2013 και του στερήθηκαν τα πολιτικά δικαιώματα ως το 2019, αλλά η παρουσία του και στο παρασκήνιο και στο προσκήνιο είναι έντονη.
Μπροστά σε αυτήν την μεγάλη δεξιά παρουσία, θα πίστευε κανείς ότι η ιταλική αριστερά θα μπορούσε να παρουσιάσει ένα σαφές δημοκρατικό όραμα, το οποίο θα αντικατοπτρίζει τις αξιοσέβαστες προσπάθειες της κυβέρνησης. Αλλά θα έκανε λάθος. Στην εκλογική συζήτηση, η πολιτική ατζέντα υπαγορεύτηκε από τη Δεξιά. Οι θέσεις της Δεξιάς στην Ιταλία μπορεί να αμφισβητούνται αλλά υπάρχουν. Η ιταλική Δεξιά έχει θέσεις. Το πρόβλημα είναι με την ιταλική αριστερά η οποία δεν έχει ούτε καν θέσεις.
«Θα αλλάξουν κάτι οι εκλογές»; αναρωτήθηκε ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου Λουίτζι Τζινκάλες.
Και απάντησε: «Δεν το νομίζω, ούτε και η αγορά. Η ιταλική παρακμή είναι πιθανό να συνεχιστεί αργά και αμείλικτα, επιταχυνόμενη σταδιακά με αποφάσεις που έχουν ληφθεί αλλού. Για να δανειστώ από τον Φρανκλίνο Ρούσβελτ, το μόνο πράγμα που πρέπει να φοβόμαστε για την Ιταλία είναι η έλλειψη φόβου».