Μέσα στη λασπωμένη από τις μικρότητές της καθημερινότητας ζωή του σημερινού Έλληνα πολίτη, η μνήμη του θανάτου ενός δικαίου, νέου στην ηλικία και ιδιοφυούς ποιητή και στοχαστή μάς δίνει κουράγιο να συνεχίσουμε να προσπαθούμε να ζήσουμε με μιαν ελπίδα, την ελπίδα «μιας άλλης χαράς». 25 Φεβρουαρίου 1941. Την ημέρα εκείνη έσβησε το καντήλι του Γιώργου Σαραντάρη. Ασθενικός, καχεκτικός και με αυξημένη μυωπία, ο Σαραντάρης πολέμησε στην πρώτη γραμμή του ελληνοϊταλικού μετώπου. Φυσικό ήταν να λυγίσει σωματικά, υπερασπιζόμενος την πατρίδα. Ετοιμοθάνατο τον άφησαν στην τύχη του. Εκείνος ζούσε κιόλας την «άλλη χαρά». Εγκαταλελειμμένος από το στράτευμα γύρισε και πέθανε σε μια ιδιωτική κλινική των Αθηνών… Η κηδεία του στην εκκλησία του Α΄ Νεκροταφείου, με παρόντες λίγους, συγγενείς και φίλους. Το φέρετρό του σκεπασμένο με την ελληνική σημαία. Η μόνη ηθική ανταμοιβή που έλαβε για όσα προσέφερε στην πατρίδα.
Η «Καθημερινή» ανακοίνωσε, στις 2 Μαρτίου 1941, με ένα σύντομο κείμενο στην πρώτη σελίδα, το θάνατό του:
«Μεταξύ των ηρωικώς πεσόντων εις τον αγώνα κατά της ιταλικής βαρβαρότητος καταλέγεται και ο νέος λόγιος Γεώργιος Σαραντάρης. Ο Γ. Σαραντάρης ήτο από τους αξιολόγους ποιητάς της νέας γενεάς, δημοσιεύσας τρεις ποιητικάς συλλογάς και δύο φιλοσοφικά δοκίμια [σ.σ.: Στην πραγματικότητα ήσαν πέντε οι ποιητικές συλλογές του και τρία τα φιλοσοφικά του δοκίμια]. Υπήρξε συνεργάτης της φιλολογικής σελίδος της Καθημερινής, δημοσιεύσας σημειώματα δι’ άλλους νέους λογοτέχνας, ως και στίχους του. Στρατιώτης εις το αλβανικόν μέτωπον, προσέφερε την ζωήν του υπέρ του αγωνιζομένου Έθνους. Λόγω των πολεμικών ημερών περιοριζόμεθα εις τας ολίγας αυτάς γραμμάς εις μνήμην του εκλιπόντος διανοουμένου».
Ο φίλος του ποιητή, ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, έγραψε στο βιβλίο του Φήμη απόντων (εκδ. Καστανιώτη) για το θάνατο του ποιητή και στοχαστή: «Ας μου επιτραπεί να βεβαιώσω πως είχε ο Σαραντάρης, τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, νικήσει το φόβο του θανάτου…
»Ήταν γαλήνιος ενώπιον του θανάτου και ψιθύριζε προς τους νέους που τον είχαν επισκεφθεί παραινέσεις για εμμονή στο δρόμο της αρετής, υψωμένος ήδη ο ίδιος στην σφαίρα της αγιότητας».
Ο Ανδρέας Καραντώνης, κριτικός και συνεκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού Νέα Γράμματα, σημειώνει αργότερα πως τα τελευταία ποιήματα του Σαραντάρη αντανακλούσαν «μια πνευματική και ψυχική ευδαιμονία, είτε ως ένα τέρμα της πνευματικής του πορείας, είτε ως το θριαμβευτικό εξάγγελμα αυτής της “άλλης χαράς”, που την ένιωθε να ξημερώνει μέσα του, καθώς αγκάλιαζε ολοένα και πιο σφικτά τον Σταυρό του Κυρίου».
H μηδενιστική και ηδονιστική ιντελιγκέντσια απορρίπτει τον Σαραντάρη και τον αγνοεί. Όμως, όπως πάλι γράφει ο Καραντώνης, «για ένα μπορούμε να είμαστε βέβαιοι: ο γνήσιος πνευματικός άνθρωπος, μ’ ό,τι κι αν κάνει, όπου κι αν βρεθεί, ποτέ δεν κινδυνεύει να χαθεί. Και ο Γιώργος Σαραντάρης δεν χάθηκε για την πνευματική Ελλάδα».
Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος