Το δημόσιο ταμείο το αδειάζουν συνήθως άφρονες πολιτικές των κυβερνώντων, καμιά φορά όμως και οι διαρρήκτες. Το μεγαλύτερο και μοναδικό ριφιφί σημειώθηκε πριν από 151 χρόνια, το 1867, από πενταμελή συμμορία διαρρηκτών-πολιτών υπεράνω πάσης υποψίας με πρωτοφανή «επιστημονικό» τρόπο! Αρχηγός της ήταν ο μηχανικός Λεύκοβιτς και μέλη πρόσωπα γνωστά στην αθηναϊκή κοινωνία, που ήθελαν να πλουτίσουν χωρίς να ιδρώσουν.
Στόχος τους ήταν το κεντρικό ταμείο του κράτους στην αρχή της οδού Σταδίου.
Αλλά για να αρπάξουν τα χρήματα έπρεπε να το διαρρήξουν. Η σπείρα βρήκε τον υπόνομο της Σταδίου που οδηγούσε στο υπουργείο Οικονομικών και κατέστρωσε το σχέδιο εισόδου στο ταμείο. Εκεί, θα έσκαβαν μια μικρή στοά μέχρι την αίθουσα του ταμείου και θ’ άρπαζαν τα χρήματα.
Ο υπόνομος τότε της Σταδίου είχε εκβολή στην Πλατεία Λαυρίου, δίπλα στην Ομόνοια, στην αρχή της 3ης Σεπτεμβρίου, στην αφετηρία των τρένων. Το τμήμα Βερανζέρου έως τη Χαλκοκονδύλη ήταν τότε σκουπιδότοπος. Ο Λεύκοβιτς, τέρας ιδιοφυΐας, έκανε μετρήσεις, έρευνες εδάφους, προμηθεύτηκαν λοστούς, φτυάρια, κασμάδες και μπήκαν από τον υπόνομο πριν χαράξει, για ν’ αποφύγουν να γεννήσουν υπόνοιες σε περαστικούς.
Εργάζονταν έναν ολόκληρο μήνα, μόνο την ημέρα, με το σκεπτικό ότι οι γδούποι από τα κτυπήματα ακούγονται στον περαστικό πολύ πιο εύκολα στη γαλήνη της νύχτας. Όταν η συμμορία τερμάτισε τη μικρή στοά κάτω από το πάτωμα του ταμείου, έπρεπε να εξακριβωθεί και το σημείο του τετραγωνικού μέτρου όπου έπρεπε να γίνει η διάτρηση. Για να πετύχουν κι αυτό το σκοπό, σοφίστηκαν το εξής τέχνασμα: προμηθεύτηκαν ένα ένταλμα του δημοσίου ταμείου από έναν Πειραιώτη έμπορο, ποσού 3.500 δρχ. πληρωτέο από το κεντρικό ταμείο Αθηνών. Ο έμπορος προεξόφλησε το ένταλμα στη συμμορία.
Ένας από τους ληστές πήρε το ένταλμα, μία χοντρή μεταλλική μαγκούρα, κι εμφανίστηκε στον ταμία για να πληρωθεί. Ο ταμίας αρνήθηκε λέγοντας ότι θα το πλήρωνε αργότερα, αλλά ο «πελάτης» εξοργίστηκε, προκάλεσε σκοπίμως επεισόδιο και κτυπούσε ρυθμικά τη μαγκούρα πάνω στο δάπεδο! Οι άλλοι της συμμορίας, με τον μηχανικό στο υπόγειο που άνοιξαν τη δίοδο, άκουγαν τα κτυπήματα και σημείωναν σε ποιο σημείο θα κάνουν τη διάτρηση για να φτάσουν στο ταμείο.
Ο αγανακτισμένος «πελάτης» αφού πείστηκε ότι με τα κτυπήματα έδωσε το στίγμα πού θα δουλέψουν οι άλλοι μόλις κλείσει το ταμείο, αποχώρησε βρίζοντας το κράτος. Την ίδια νύχτα δούλευαν με τα κλεφτοφάναρα μέχρι τα ξημερώματα χωρίς να τους πάρει κανείς είδηση. Η συμμορία είχε υπολογίσει τη διάτρηση του πατώματος του ταμείου, άνοιξαν συρτάρια πήραν χαρτονομίσματα αργυρά και χρυσά νομίσματα και τα έβαλαν σε σάκους.
Η πολύτιμη λεία ανήρχετο στο ενάμισι εκατ. δραχμές, μυθώδες ποσό την εποχή εκείνη.
Πριν χαράξει, βγήκαν από τον υπόνομο στην Πλατεία Λαυρίου, έκαναν τη μοιρασιά του ποσού δια πέντε και τράβηξαν κατάκοποι πλέον, πλην ευτυχέστατοι και ζάπλουτοι, για τα σπίτια τους. Στις 8 το πρωί, πήγε στο γραφείο του ο ταμίας Κώστας Κυριακός και μόλις διαπίστωσε ότι λείπουν τα χρήματα, έπεσε λιπόθυμος! Όταν συνήλθε έκανε καταμέτρηση και διαπίστωσε πόσα χρήματα εκλάπησαν. Ενημερώθηκε ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, που κάλεσε τον υπουργό Οικονομικών και την Αστυνομία να βρουν τους δράστες!
Μέσα σε λίγη ώρα, όλη η Αθήνα ήξερε τη μεγάλη είδηση. Κινητοποιήθηκε η Αστυνομία, βρήκε τα εργαλεία που εγκατέλειψαν οι δράστες, παλιά υποδήματα και φθαρμένα εργατικά ρούχα, ένα παγούρι και ένα χονδρό βελούδινο παντελόνι που χρησιμοποιούσαν κυρίως Ιταλοί εργάτες. Ένας εργάτης κατέθεσε στην Αστυνομία ότι τις πρωινές ώρες είδε ανθρώπους να εξέρχονται από τον υπόνομο, που απομακρύνονταν με προφύλαξη. Μάλιστα τον έναν τον γνώριζε εξ όψεως γιατί είχε εργασθεί μαζί του όταν φορούσε το βελούδινο παντελόνι. Με βάση την περιγραφή αυτή, η Αστυνομία τον εντόπισε, τον συνέλαβε και μετά όλα τα άλλα μέλη της σπείρας.
Από τα χρήματα που εκλάπησαν, ανευρέθησαν και επεστράφησαν στο ταμείο του κράτους 1.200.000 δρχ. Τα μέλη της συμμορίας δικάστηκαν και καταδικάστηκαν από το κακουργιοδικείο, ο Λεύκοβιτς σε κάθειρξη οκτώ ετών και οι άλλοι από πέντε έως οκτώ χρόνια. Ένας από αυτούς πέθανε στις φυλακές ενώ οι άλλοι αφού εξέτισαν την ποινές τους αφέθησαν ελεύθεροι και έζησαν υποδειγματικό κι έντιμο βίο.
Κείμενο, φωτογραφίες: Τάσος Κ. Κοντογιαννίδης.