Το ερώτημα αν θέλει πόλεμο η Τουρκία απασχολεί την ελληνική κοινωνία εδώ και καιρό, αλλά έγινε πιο άμεσο μετά την τελευταία πρόκληση των Ιμίων.
Υπάρχουν δύο ερμηνείες για την πρόκληση αυτή:
Η μία υποστηρίζει πως η Τουρκία, επειδή βλέπει όλο το χώρο από τη Μέση Ανατολή ως τα Βαλκάνια και την κεντρική Ασία ως ενιαίο γεωπολιτικό σύμπλοκο, όπως θα έλεγε και ο Ι. Μάζης, ανοίγει όλα τα θέματα που την απασχολούν και θα επιδιώξει το μέγιστο δυνατό όφελος. Και το όφελος αυτό περνά μέσα από την κλιμάκωση των προκλήσεων που είναι άγνωστο μέχρι πού θα φτάσουν. Δεν αποκλείεται να οδηγήσουν και σε κάποιας μορφής σύγκρουση.
Στη Μέση Ανατολή η Τουρκία είναι μπλεγμένη βαθιά, και στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο (με την Ελλάδα και την Κύπρο, δηλαδή), όπου έχει γεωπολιτικά και γεωοικονομικά συμφέροντα, θέτει επί τάπητος δύο μείζονα ζητήματα: Τις «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο και τις γεωτρήσεις στην Κυπριακή ΑΟΖ. Επικαλείται, μάλιστα, τη δυνατότητά της να κάνει πόλεμο και στη Μέση Ανατολή και δυτικά, στη θάλασσα, την οποία δυνατότητα διακήρυξε διά του αρχηγού ΓΕΕΘΑ της.
Είναι, προφανώς, μια προειδοποίηση προς μια χώρα που εξορκίζει τις δυσκολίες. Την Ελλάδα.
Κατά την πρώτη αυτή προσέγγιση, η μόνη επιφύλαξη της Τουρκίας είναι η απασχόληση σημαντικού μέρους των αεροπορικών της δυνάμεων στον πόλεμο της Συρίας.
Πράγματι, η Τουρκία απασχολεί στη Συρία 80 από τα 250 αεροπλάνα που διαθέτει, και το γεγονός αυτό καθιστά προβληματικό το άνοιγμα ενός ακόμη μετώπου στο Αιγαίο με την Ελλάδα, διότι δεν εξασφαλίζεται αεροπορική υπεροχή. Και η Τουρκία πολεμά μόνο όταν είναι σίγουρη ότι θα κερδίσει.
Άρα, με την πρώτη αυτή προσέγγιση η απάντηση στο ερώτημα είναι: ακόμη και αν η Τουρκία θέλει πόλεμο, δεν θα τον επιδιώξει πριν κλείσει το μεσανατολικό μέτωπο, ώστε να απεγκλωβίσει αεροπορικές δυνάμεις από αυτό. Ο πόλεμος όμως στη Μέση Ανατολή όχι μόνο δεν έχει τελειώσει αλλά και δεν διαφαίνεται κάτι τέτοιο στο άμεσο μέλλον.
Συνεπώς, το ζήτημα μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης με την Ελλάδα αναβάλλεται για ευθετότερο χρόνο.
Η δεύτερη προσέγγιση είναι πιο αισιόδοξη και αμφισβητεί ότι η Τουρκία επιδιώκει πολεμική αναμέτρηση με την Ελλάδα.
Θέλει –λέει η προσέγγιση αυτή– να διατηρήσει απλώς σε αμφισβήτηση ό,τι διεκδικεί. Και εκείνο που διεκδικεί, μεταξύ άλλων, είναι οι «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο και οι υδρογονάνθρακες στην Ανατολική Μεσόγειο, έστω και αν χρειάζεται να διαμορφώσει ένα δικό της «δίκαιο» για να υποστηρίξει τις θέσεις της.
Η Τουρκία, κατά την προσέγγιση αυτή, νιώθει, πως καθώς είναι απασχολημένη με τον πόλεμο στη Συρία, η Ελλάδα «στρέφει το πιστόλι» εναντίον της και προσπαθεί να δημιουργήσει τετελεσμένα τόσο στα Ίμια, όσο και στην κυπριακή ΑΟΖ. Βεβαίως η θεωρία αυτή δεν δίνει βάση στο γεγονός ότι δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο και τους χάρτες διαφόρων χωρών, ότι τα Ίμια ανήκουν στην Ελλάδα. Ούτε ότι η κυπριακή ΑΟΖ διευθετήθηκε με όλους τους κανόνες που προβλέπει το Δίκαιο της Θάλασσας. Οπότε, και μόνο αυτές οι αμφισβητήσεις της Τουρκίας παραβιάζουν το Διεθνές Δίκαιο και αποτελούν επαρκή λόγο να θεωρήσουν Ελλάδα και Κύπρος ότι απειλούνται.
Αλλά αν δει κανείς τα πράγματα από την τουρκική ματιά, η ένταση που δημιούργησε η Άγκυρα δεν αποβλέπει σε πολεμική αναμέτρηση αλλά σε κατοχύρωση ντε φακτο των διεκδικήσεών της.
Αυτή όμως η προσπάθεια της Τουρκίας να κατοχυρώσει ντε φάκτο τις αυθαίρετες διεκδικήσεις της δεν είναι που θέτει την Ελλάδα στο δίλημμα: ή παράδοση ή σύγκρουση;
Είτε κατά τη μία είτε κατά την άλλη προσέγγιση, λοιπόν, η Ελλάδα αργά ή γρήγορα θα έρθει στο μοιραίο δίλημμα: παραχώρηση κυριαρχίας ή σύγκρουση με την Τουρκία. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι: είναι έτοιμη η Ελλάδα να αντεπεξέλθει στην πρόκληση; Η απάντηση του καθηγητή Ι. Μάζη είναι «όχι». Η Τουρκία ακολουθεί τακτική και μεθόδους που οδηγούν την Ελλάδα σε παράδοση χωρίς να πέσει τουφεκιά.
Επομένως;
Το «επομένως» είναι δύσκολο να απαντηθεί. Προφανώς ο μόνος δρόμος για την Ελλάδα είναι και να αποφύγει τον πόλεμο και να μην παραδώσει κυριαρχία. Πως θα το επιτύχει αυτό; Με τη διπλωματία, τις συμμαχίες και την αποτροπή.
Αν και οι διπλωματικές κινήσεις μέχρι σήμερα δεν φάνηκε να αποδίδουν, υπάρχουν περιθώρια κινητοποίησης Ελλάδας και Κύπρου και στις τριμερείς σχέσεις που έχουν συνάψει (με Αίγυπτο και Ισραήλ) και στο πλαίσιο του ΟΗΕ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις διμερείς σχέσεις με τις ΗΠΑ.
Παράλληλα, χρειάζεται να κερδηθεί χρόνος για να αναπτυχθεί η αποτροπή. Χωρίς την αποτροπή, η διπλωματία είναι ανίσχυρη. Δεν μπορεί να πετύχει τίποτε ουσιαστικό.
Ακόμη και αν δεχθούμε πως η Τουρκία απλώς προκαλεί για να διατηρεί τις αμφισβητήσεις της και θα αποφύγει στρατιωτική αναμέτρηση με την Ελλάδα –έστω και περιορισμένης κλίμακας–, διακρίνεται ένα άλλο σημαντικό ζήτημα, το οποίο είναι επίσης πολύ επικίνδυνο. Με την εμπλοκή της στη Συρία, η Άγκυρα εκείνο που ουσιαστικά επιδιώκει είναι να βρίσκεται στο τραπέζι των δυνάμεων που θα μοιράσουν μεν τη Μέση Ανατολή, αλλά, παράλληλα, και τον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο (Ανατολική Μεσόγειο, Βαλκάνια κτλ.).
Αν η Τουρκία τα καταφέρει να καθίσει σ’ αυτό το τραπέζι, θα εγείρει ευρύτερα ζητήματα «ζωτικού χώρου», όπως της αναγνώρισε η κυβέρνηση Σημίτη στη Μαδρίτη, και θα προσπαθήσει να υποστηρίξει βαλκανικά κράτη όπως η Αλβανία, τα Σκόπια, το Κόσοβο και η Βοσνία. Να διαμορφώσει, δηλαδή, δορυφορικές συμμαχίες.
Και η εξέλιξη αυτή είναι το ίδιο επικίνδυνη.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, ας σκεφτούν οι κυβερνώντες τη χώρα αλλά και οι αποδομιστές που έχουν εργαστεί πολύ σε ιδεολογικό επίπεδο κατέχοντας καίριες θέσεις του κρατικού μηχανισμού, σε ποια απαξίωση οδήγησαν τη χώρα. Δυστυχώς συνεχίζουν, ακόμη και σήμερα.