Μου ’ρχεται και μένα καμιά φορά αυτό που οι πιο γνήσιοι από τους φίλους του Χριστού αναφέρουν ως μνήμη θανάτου. Τότε είναι που πιάνω να κάνω –πάντα πρόχειρα και φευγαλέα, ο δειλός– ταμείο. Κι αναρωτιέμαι: άμα τινάξω τα πέταλα και με φέρουν οι Άγγελοι μπροστά στην καθέδρα της Βασιλείας Του, το γένος μου θα το λογαριάσει; Γιατί άλλο πράμα θα ’ναι να πει Θεόφιλος, κι άλλο Θεόφιλος, Έλλην το γένος. Κάθομαι και υπολογίζω τη διαχείριση που έκανα στα τάλαντα που μου ’δωσε· κι αλλιώς τα βρίσκω στην κάθε περίπτωση.
Ακόμα κι εγώ –που σ’ ό,τι έχει να κάνει με λεφτά δεν κόβει το μυαλό μου– το καταλαβαίνω. Στην πρώτη περίπτωση θα παίξω με τα φραγκοδίφραγκα.
Δεν θα ’ναι καθόλου εύκολο, αλλά τουλάχιστον μου φαίνεται κάπως εφικτό να βρεθώ σε θέση να τραυλίσω: Κύριε, δυο τάλαντα μου έδωσες· νά, πάρε τώρα τέσσερα – είναι και δυο που κέρδισα από πάνω.
Αχ… και τι στον κόσμο ν’ ακούσω τότε –λέει– εκείνο το «εύγε» από το άχραντό Του στόμα! «Ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ· επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω· είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου». Τελειώσαμε παιδιά! Νικήσαμε! Κάναμε την καλή! Λήξις, τελεία… Ζήτω! «Οφθήσομαι φαιδρώς πανηγυρίζων», «Δεύτε τας χείρας κροτήσωμεν», «Αναστάσεως ημέρα» και τα ρέστα… Για τέτοια πράγματα μιλάμε. Ε ρε γλέντια και χαρές… ε ρε γλέντια…!
Άμα είναι, όμως, να ειπωθεί εκείνο το «Έλλην το γένος»… Τρόμος με πιάνει και σύγκρυο! «Φέρειν ου δύναμαι» το βάρος. Γιατί αυτό θα σημαίνει πως κοντά στα τάλαντα που μου ’βαλε στο χέρι η πρόνοια κι η αγαθότης Του, προστίθενται κι άλλα· φορτώματα ταλάντων και καραβιές, μπαούλα που ξεχειλίζουν χρυσάφι και θησαυροί αμύθητοι.
Τι έκανα, λοιπόν, για να τ’ αβγατίσω; Τι έκανα για να λαμπρύνω τα πολυτίμητα τζιβαϊρικά; Να τα συντηρήσω έστω… να τα διαφυλάξω; Να τα προστατέψω απ’ τους επίβουλους, τους κλέφτες και τους μαγαριστές;
Πώς κατάφερα τέτοιαν επίδοση; Χειρότερη κι από εκείνη του αποτυχημένου δούλου της παραβολής των ταλάντων! Εκείνος, πονηρός και οκνηρός ων, το ’θαψε το τάλαντο για να το σώσει. Ένα πήρε, ένα απέδωσε, αλλά είδατε τι έπαθε. «Τον αχρείον δούλον εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων». Αν αυτός που ήταν στα πάγιά του, που λένε, είχε τέτοια μαύρη μοίρα, τι θα πάθω εγώ που το ταμείο μου θα βρεθεί στο μείον;
Αντί να πολλαπλασιάσουμε τον πνευματικό θησαυρό τους έθνους για να προικοδοτήσουμε μ’ αυτόν την οικουμένη, όχι απλώς δεν τον διατηρούμε, αλλά τον θάβουμε. Κι ακόμα χειρότερα: τον πετάμε στον βόρβορο. Αποποιούμαστε κληρονομιά χάριτος, σοφίας, δύναμης και σύνεσης πνευματικής. Γι’ αυτό βιώνουμε από τώρα (σε αυτήν τη ζωή) μια μικρή πρόγευση εκείνου του μέρους που έχει πηχτό σκοτάδι, γιατί είναι τόσο –μα τόσο!– μακριά από το Φως, την Αλήθεια και τη Ζωή.
Δεν μιλάω για την ευθύνη αυτών που δεν έχουν μέσα τους (ούτε για δείγμα) φόβο Θεού. Μιλάω για τις ευθύνες όλων των υπολοίπων που λίγο ως πολύ παραδέχονται πως το ελληνικό κι ορθόδοξο ήθος μπορεί να προσφέρει την ποιότητα που τόσο λείπει από τον δημόσιο βίο και (μοιραία) από τη ζωή μας. Είμαστε ευχαριστημένοι απ’ αυτό που ζούμε καθημερινά;
Όσοι είναι ευχαριστημένοι, χαίρομαι γι’ αυτούς και τους συγχαίρω, αλλά καλύτερα να σταματήσουν εδώ να διαβάζουν τούτες τις γραμμές – δεν απευθύνομαι σε αυτούς. Όσοι όμως δεν είναι; Δεν έφτασε ο καιρός να κάνουν κάτι γι’ αυτό;
Δεν οσφραίνεστε την τοξική κι αηδιαστική μυρωδιά στην ατμόσφαιρα; Εσείς που διαβάσατε και λίγο ιστορία, δεν σας μυρίζει όπως μύριζε την εποχή πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή; Δεν βρομάει όπως βρομούσε πριν από τη χούντα των συνταγματαρχών; Δεν βλέπετε τα μαύρα σύννεφα που μαζεύονται τριγύρω; «Απερίτμητοι τη καρδία και τοις ωσίν» και αποχαυνωμένοι, γι’ αυτό που λέγεται πατρίδα κι έθνος δεν νοιάζεστε; Για τα παιδιά μας που θα πρέπει να ζήσουν ως άσωτοι υιοί σκαλίζοντας με τα χέρια τις ακαθαρσίες, μήπως και βρουν κανένα «από των κερατίων ων ήσθιον οι χοίροι» για να μασουλήσουν, δεν νοιάζεστε;
Ήρθε ο καιρός, όλοι εσείς οι αγνοί πατριώτες που ’χετε φτιάξει μικρά κόμματα και κινήματα και οργανώσεις που εμφορούνται στ’ αλήθεια από ήθος ελληνικό κι ορθόδοξο να μαζευτείτε για να συζητήσετε. Εξαιρούνται αυτοί που κάναν τέτοιες οργανώσεις για να κάνουν το βιλαέτι τους και να βγάλουν το κατιτίς τους· εκμεταλλευόμενοι αυτό που θολά ονομάζουν κάποιοι «πατριωτικό χώρο». Αυτούς τους θεομπαίχτες διώξτε τους, όπως τους έδιωξε με το φραγγέλιο ο Κύριός μας.
Αφού λοιπόν συζητήσετε, θα πρέπει να συμπράξετε πολιτικά. Κι ύστερα να τσακωθείτε, γιατί κανένας σας δεν θα θέλει να γίνει αρχηγός, αφού όλοι κανονικά σιχαίνεστε τας πρωτοκαθεδρίας. Μη στενοχωριέστε, υπάρχει λύση! Να πάτε σ’ έναν άγιο παππούλη που δεν θα ’χει ξαναδεί κανέναν σας (αφού δεν ασχολείται με τέτοια)· αυτός θα σας πει ποιος πρέπει να ’βγει μπροστά.
Ποια είναι η κατάλληλη ώρα για να γίνει αυτό; Η απάντηση είναι εύκολη: Τώρα!