Στυλιανός Κοσμίδης (Ιστύλ Αγάς) Γεννήθηκε το 1886 στο χωριό Κοβτζέ Πουγάρ της Αμισού (Σαμψούντας) και ήταν ο ξακουστότερος πολέμαρχος στο θρυλικό αντάρτικο του δυτικού Πόντου. Έχασε τον αδελφό του Ηλία σε μάχη στην Όξε της ίδιας περιοχής και η μαχητικότητά του εναντίον των Τούρκων ξεπέρασε πολλές φορές τα ανθρώπινα και ανήλθε στα όρια του θρύλου. Με τη βοήθεια των υπαρχηγών του Παπουλίδη Τσακαλή, του Γιαγκούλα, του Παντέλ Αγά και άλλων, έγινε ο φόβος και ο τρόμος του Τοπάλ Οσμάν και ο μόνιμος κεφαλόπονος του Μουσταφά Κεμάλ, μετά την εγκατάστασή του στη Σαμψούντα στις 19 Μαΐου 1919.
Στη Δράμα, την οποία επέλεξε ως τόπο κατοικίας μετά την Ανταλλαγή, ο Ιστύλ Αγάς αγωνίστηκε πάλι σκληρά για να πάρει το τουρκικό χάνι στη σημερινή οδό 19ης Μαΐου, αριθ. 104, απέναντι από τον άλλοτε πετρελαιοκίνητο μύλο του Βωλακιώτη Μαυρίκα. Και λέω αγωνίστηκε, γιατί όταν αποσύρθηκε η ΕΑΠ, την κινητή περιουσία που περιήλθε στο Δημόσιο την πήρε η νεοϊδρυθείσα το 1929 Εθνική Τράπεζα. Και αυτό φαίνεται λογικό. Το παράλογο είναι ότι ενώ οι πρόσφυγες είναι άστεγοι, η Τράπεζα πουλάει με πλειοδοτικούς διαγωνισμούς στους εύπορους τα τουρκικά κτήματα που προορίζονται για τη στέγαση των προσφύγων, αντί να τα παραχωρήσει σ’ αυτούς σε λογικές τιμές έναντι των αποζημιώσεων τις οποίες τους οφείλει.
(Φωτ.: terra-pontus.blogspot.gr)
Ο Ιστύλ Αγάς πέθανε το 1940 και ο τάφος του βρίσκεται στα κοιμητήρια Δράμας. Τον σκεπάζουν η γη που λάτρεψε, η εγκατάλειψη που δεν συγχωρείται και η λησμονιά που δεν του άξιζε. Κείται εκεί το μνήμα του ανθρώπου που έσωσε, μόνο σε μια συγκυρία, τουλάχιστον 6.000 ψυχές από τα ξίφη και τα όπλα του Κεμάλ.
Ιορδάνης Χασαρής Γεννήθηκε στη Σαμψούντα του Πόντου τη δεκαετία του 1890 και εγκαταστάθηκε στην Καλλίφυτο Δράμας. Έλαβε μέρος στο κίνημα της Δράμας στις 28/9/1941 και καταδικάστηκε σε θάνατο από το καθεστώς του Βόρι. Διέφυγε όμως πέρα από τον Στρυμόνα και εντάχθηκε στην ΠΑΟ. Έλαβε μέρος στην αιματηρή μάχη του Κιλκίς τον Νοέμβριο 1944, όπου αναμετρήθηκαν ΕΛΑΣ-ΠΑΟ και διαλύθηκε η δεύτερη. Ο Χασαρής αιχμαλωτίστηκε, βασανίστηκε και εκτελέστηκε.
Ο Ιορδάνης Χασαρής, δεύτερος από αριστερά
Καραΐσκος Χρυσόστομος Από την Οινόη του Πόντου. Έφεδρος υπολοχαγός των βαλκανικών πολέμων. Με εντολή της ελληνικής κυβέρνησης επισκέφτηκε με διπλωματικό διαβατήριο του Ερυθρού Σταυρού τον Ιστύλ Αγά στην Σαμψούντα1 και άλλους οπλαρχηγούς και άλλους εκπροσώπους των Ποντίων. Ασχολήθηκε με την οργάνωση του αντάρτικου και την περίπτωση αυτονομίας του Πόντου ή της δημιουργίας ποντοαρμενικού κράτους, σύμφωνα με πρόταση του Ελευθέριου Βενιζέλου την οποία δεν δέχτηκαν οι Αρμένιοι.
Ο Καραΐσκος αναφέρει σε σχετική έκθεσή του ότι βρήκε 4.000 αντάρτες.
Συζήτησε –δυστυχώς όχι με άκρα μυστικότητα2– με οπλαρχηγούς και παράγοντες του ελληνισμού και ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση οικονομική ενίσχυση. Παράλληλα ανέπτυξε κι ένα σχέδιο αποστολής ελληνικού στρατού στην περιοχή, που θα απασχολούσε τουρκικές δυνάμεις στον Πόντο, ώστε να μειωθεί η πολεμική ισχύς των Τούρκων στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Όμως η ελληνική κυβέρνηση ή δεν ήταν έτοιμη για κάτι παρόμοιο ή είχε αντίθετη άποψη. Μάλλον συμβαίνει το δεύτερο, αν σκεφτούμε ότι όταν μετά από ένα χρόνο και πλέον οι διώξεις ανέβασαν στα βουνά περισσότερους από 20.000 άνδρες και δεκάδες χιλιάδες γυναικόπαιδα, ο Βενιζέλος αγνόησε τις σχετικές εκκλήσεις της Επιτροπής Ποντίων της Αθήνας για την τύχη του ελληνισμού του Πόντου.
Από την αναφορά του σχετικά με τις εντυπώσεις του από τη συνάντηση προκύπτει, κατά τη γνώμη του, η ανάγκη οργάνωσης και ενίσχυσης του αντάρτικου με οπλισμό και άλλα μέσα. Γράφει: «Μου έγινε τότε πρότασις να αναλάβω εγώ την αρχηγίαν και την διαχείρισιν του αγώνος, εις μίαν συνεδρίασιν εις την οποίαν παρευρέθησαν περί τα επτά πρόσωπα εκ των εγκριτοτέρων και πλουσιωτέρων ομογενών της πόλεως. Έφθασαν εις την απόφασιν αυτήν, αφού διεπίστωσαν την ακαταλληλότητα του Επισκόπου [εννοεί τον Ζήλων] … και εξέφρασαν την επιθυμίαν όπως ζητήσουν την αποστολήν κατ’ ευθείαν εκ της Ελλάδος δύο καταλήλων Ελλήνων αξιωματικών. … Τότε ηναγκάσθη ο Ν. Μακρής3 να κάνη γνωστόν εις τους υπολοίπους την αληθή ιδιότητά μου και ότι ηρχόμην εκ μέρους της εν Αθήναις Επιτροπείας των Ποντίων».
Στη Δράμα τον καταξίωσαν στο χώρο του αντάρτικου η αποστολή του στον Πόντο και η εκλογή του στο Δ. Συμβούλιο των οπλαρχηγών.
- Απόσπασμα από το Βασίλης Χατζηθεοδωρίδης, «Οπλαρχηγοί του Πόντου στο νομό Δράμας», εισήγηση στο 1ο Επιστημονικό Συνέδριο για τον Πόντο με θέμα «Η δράση των ανταρτών στον Πόντο και η μετέπειτα πορεία τους στην Ελλάδα» που διοργάνωσε η Ένωση Ποντίων Χορευτών Δράμας «Πυρρίχιος» (σε συνεργασία με το Δήμο Δράμας και τη Δημοτική Επιχείρηση Κοινωνικής, Πολιτιστικής και Τουριστικής Ανάπτυξης Δήμου Δράμας) τον περασμένο Νοέμβριο.
_______
1. Κατά τον Θωμά Αλεξιάδη (Η Αμισός, εκδ. Κυριακίδη 2009, σ. 207), αναχώρησε τον Ιανουάριο του 1920 από την Αθήνα, ενώ κατά το santeos.blogspot.gr/2012/10/blog-post τον Νοέμβριο του 1919. Στο υπόμνημα που υπέβαλε η Επιτροπή ή Επιτροπεία Ποντίων Αθηνών στις 24/1/1920 προς το Γενικό Επιτελείο (Γραφείο 31) αναφέρθηκε «Αποσταλείς εκεί προ μηνών υπό της Επιτροπείας Έλλην αξιωματικός, Πόντιος», προφανώς αναφέρεται στον Καραΐσκο (βλ. Γ. Ν. Λαμψίδη, Τοπάλ Οσμάν, εκδ. Ελληνική Φωνή, 1969, σ. 208).
2. Ο Καραΐσκος γράφει στην έκθεσή του για τον Επίσκοπο Ζήλων ότι «Ουδεμία προφύλαξις ελαμβάνετο παρά του εξαιρέτου αυτού Επισκόπου, όπως η γενομένη εργασία τηρήται ΜΥΣΤΙΚΗ. Οι οπλαρχηγοί εισήρχοντο ημέρας τε και νυχτός εις την Μητρόπολιν άνευ της στοιχειώδους προφυλάξεως και ήτο πλέον κοινόν μυστικόν, ότι κέντρον ανεφοδιασμού τούτων ήτο η Μητρόπολις» (βλ. Λαμψίδης, ό.π., σ. 211).
3. Γιατρός και προεδρεύων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Αμισού.