Η απάντηση στο ερώτημα του τίτλου είναι: θέλουμε δεν θέλουμε, θα συμβιώσουμε. Ούτε να τους διώξουμε μπορούμε, ούτε κι αυτοί εμάς. Το ζητούμενο είναι να βρούμε τρόπους συμβίωσης. Δυστυχώς η ηγεσία της γειτονικής χώρας, που καθοδηγεί εύκολα την κοινωνία, επιλέγει τους παραδοσιακούς δρόμους. Οι Τούρκοι ποτέ δεν εγκατέλειψαν τον παλιό τρόπο με τον οποίο εμφανίστηκαν στην περιοχή. Πόλεμος, πλιάτσικο, υποδούλωση. Απλώς, τον εκσυγχρόνισαν. Ο πολιτικός τους πολιτισμός απέχει από τη Δυτική αντίληψη.
Όπως όμως και να έχουν τα πράγματα, θα πρέπει να αναζητήσουμε και να βρούμε τρόπους συμβίωσης που δεν θα είναι πολεμικές αναμετρήσεις.
Σε προηγούμενο σχόλιό μας αναφέραμε πως υπάρχουν τρία ήδη ισχύος: Η ήπια (θεσμοί, επιρροή), η οξεία (σύγχρονες τεχνολογίες) και η σκληρή ισχύς (στρατιωτική δύναμη).
Ας δούμε σήμερα την ήπια ισχύ. Δεν σημαίνει ότι με την άσκησή της θα ξεπεράσουμε τα προβλήματα. Αλλά με καμιά εκ των τριών μορφών δεν πρόκειται να έχουμε απόλυτα και ολοκληρωτικά αποτελέσματα. Ένας συνδυασμός τους μπορεί να έχει θετικές επιπτώσεις.
Είναι εντυπωσιακή η απήχηση που συναντά στο κομματικό του ακροατήριο ο Ερντογάν όταν καταφέρεται κατά της Ελλάδας. Αν και το δείγμα της τουρκικής κοινωνίας με το οποίο θα μπορούσαμε να έρθουμε σε επαφή και συνεννόηση δεν είναι το ισλαμικό, δεν μπορεί να μας αφήσει αδιάφορους. Δεν είναι όμως ούτε και το κεμαλικό το τμήμα των Τούρκων με το οποίο θα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε, αν και αναφέρεται ως πιο δυτικόστροφο.
Η κεμαλική ιδεολογία μπορεί να συνιστά στους Τούρκους να στρέψουν τα βλέμματα προς τη Δύση, δεν έχει όμως ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά πολιτικής κουλτούρας και συμπεριφοράς. Είναι μια εθνικιστική ιδεολογία που περιλαμβάνει και φασιστικά χαρακτηριστικά. Η εθνοκάθαρση και η ομοιογενοποίηση διά της βίας είναι τα πιο συνηθισμένα. Έχει διαμορφωθεί ωστόσο και ένα τμήμα της τουρκικής κοινωνίας που δεν είναι ούτε ισλαμιστικό ούτε κεμαλικό. Έχει ήπια χαρακτηριστικά και ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Με το τμήμα αυτό θα μπορούσε η Ελλάδα σε επίπεδο κοινωνικών φορέων να έρθει σε επαφή και συνεννόηση. Και αυτή η προσπάθεια θα έπρεπε να είχε ενθαρρυνθεί.
Είναι εντυπωσιακό το πόσο λίγο την γνωρίζουμε και πόσο λίγο μας γνωρίζει η τουρκική κοινωνία.
Ένας ολιγάριθμος πόλος επαφής μπορεί να αποδειχθούν οι Τούρκοι που κατέφυγαν στην Ελλάδα διωκόμενοι από το καθεστώς Ερντογάν. Με όρους ανθρώπινης αξιοπρέπειας θα πρέπει να προσεγγιστούν από κοινωνικούς φορείς και να βοηθηθούν στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στη χώρα μας. Είναι μοναδική ευκαιρία και θα αποτελέσει υπολογίσιμο καταλύτη να αναπτυχθεί, έστω και μεσοπρόθεσμα, η επαφή και η γνωριμία μεταξύ των δύο λαών – στο βαθμό που μπορεί να επιτευχθεί. Η επιτυχία της πρότασης αυτής θα καταδειχθεί από τις αντιδράσεις που θα συναντήσει σε κρατικό τουρκικό επίπεδο. Την αποξένωση των δύο λαών την επιδιώκει σφόδρα το τουρκικό κατεστημένο, και με διάφορους τρόπους την επιβάλλει.
Ένας άλλος τρόπος ήπιας προσέγγισης είναι η αξιοποίηση των μέσων ενημέρωσης. Όσο και αν φαίνεται δύσκολο, θα πρέπει να επιδιώξουμε το μέρος της μειονότητας που μιλά τουρκικά να αποτελέσει γέφυρα μεταξύ των δύο λαών.
Στην κατεύθυνση αυτή καταλυτικός θα μπορούσε να ήταν ο ρόλος της ΕΡΤ3, η οποία εδώ και καιρό έχει χάσει τον προσανατολισμό της.
Θα πρέπει να τον ξαναβρεί. Η ΕΡΤ3 έχει διαμορφώσει χαρακτηριστικά όπως και τα δύο άλλα κρατικά κανάλια και αυτό θα πρέπει να προβληματίσει και τους εργαζομένους αλλά και φορείς (όπως η Ένωση Συντακτών) για το μέλλον του τρίτου καναλιού. Τίποτα, πια, δεν αντέχει στη ζωή αν δεν έχει κάποια πρακτική σημασία. Η διαφοροποίησή της από τα άλλα δύο κρατικά κανάλια είναι όρος επιβίωσής της.
Όταν δημιουργήθηκε το τρίτο κανάλι της Ελληνικής Τηλεόρασης είχε ως στόχο να υποστηρίξει τις παραγωγικές και πνευματικές δυνάμεις της Βόρειας Ελλάδας, να προβάλλει τις ελληνικές θέσεις σε ζητήματα που αφορούν τους γειτονικούς λαούς και να μεταφέρει στην ελληνική κοινωνία εικόνες και γεγονότα από τους γείτονές μας. Σε σημαντικό βαθμό το πέτυχε. Γι αυτό και καταξιώθηκε.
Σήμερα, δεν φαίνεται να έχει στόχους και η έλλειψη αυτή και δεν βοηθάει τη χώρα και υπονομεύει το μέλλον του τρίτου καναλιού.
Ίσως είναι ευκαιρία να αναζητήσει νέους στόχους.
Αν και μερικά από αυτά που θα αναφέρω σε σχέση με την Τουρκία θα μπορούσαν να ισχύσουν και για άλλες γειτονικές χώρες, θα εστιάσω κυρίως στο θέμα που μας αφορά. Την ήπια πολιτική απέναντι στην εξ Ανατολών γείτονα.
Υπάρχουν αρκετοί και σημαντικοί δημοσιογράφοι στη Θράκη που μιλούν τουρκικά και θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σε μια σειρά εκπομπών που θα απευθύνονταν και στο τουρκόφωνο εσωτερικό ακροατήριο και στη γειτονική χώρα. Αλλά οι εκπομπές αυτές που θα ξεκινούσαν από τη διδασκαλία της ελληνικής στα τουρκικά και θα κατέληγαν στην προβολή ενημερωτικών και ψυχαγωγικών εκπομπών θα είχαν ποιότητα που θα τις έκανε ελκυστικές στους τηλεθεατές της γειτονικής χώρας. Δεν θα ήταν κάτι να περάσει η ώρα. Και αυτό προϋποθέτει ότι θα γίνονται από ανθρώπους με μεράκι για τη δουλειά.
Θα ήταν μια καταλυτική παρέμβαση που θα έσπαγε και πάγους και σε πολιτικό επίπεδο μεταξύ των δύο χωρών.
Κατά τη διάρκεια των χρόνων που εργάστηκα στην ΕΡΤ3 συνεργάστηκα με δημοσιογράφο που προέρχεται από τη μειονότητα. Επισκέφθηκα μαζί του, μάλιστα, και την Τουρκία και την Κύπρο. Μπορώ να σας βεβαιώσω πως έκανε εντύπωση στους Τούρκους πολιτικούς με τους οποίους συναντηθήκαμε το γεγονός ότι η κρατική τηλεόραση στην Ελλάδα απασχολεί μέλος της μειονότητας.
Αντί να σκεφτεί η ελληνική πλευρά να κάνει ένα πολιτιστικό και κοινωνικό άνοιγμα στη γειτονική χώρα, το κάνει σε κάποιο βαθμό και με διαφορετικά χαρακτηριστικά –αλλά πάντως με σημαντική επιρροή– η Τουρκία.
Τα τουρκικά σίριαλ έχουν μεγάλη τηλεθέαση στην ελληνική κοινωνία, και όπως είναι γνωστό μέσα από τη διαδικασία αυτή μπορείς να περάσεις σε έναν λαό τον πολιτισμό σου αλλά και την πολιτική σου.
Εκπομπή ή εκπομπές στην τουρκική, εκμάθηση της ελληνικής στα τουρκικά, εκπομπές για αγροτικά θέματα ή ό,τι άλλο θα μπορούσε να ενδιαφέρει τους τουρκόφωνους κατοίκους της ελληνικής επικράτειας και να έχουν και εμβέλεια στη γειτονική χώρα, ειδήσεις ή πολιτικές συζητήσεις, προσκλήσεις δημοσιογράφων, αναλυτών, πολιτιστικών παραγόντων, ακόμη και πολιτικών παραγόντων από τη γειτονική χώρα για να συμμετάσχουν σε εκπομπές που θα τις έβλεπαν και στην Τουρκία, ακόμη και συμπαραγωγές, θα αποτελούσαν την αρχή μιας προσπάθειας αλληλογνωριμίας.
Δεν έχουμε την ψευδαίσθηση πως η πολιτική αυτή θα οδηγούσε σε υπέρβαση των προβλημάτων μεταξύ των δύο κρατών (δεδομένης της εμμονής του τουρκικού πολιτικού κατεστημένου σε αναθεωρητική πολιτική), αλλά θα μπορούσε να αποτελέσει έναν πρώτο πυρήνα πίεσης για να αποφευχθούν οι εντάσεις.
Ανέφερα ελάχιστες από τις πολιτικές που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν προς τη γειτονική χώρα, και αυτές σε κοινωνικό επίπεδο.
Στην ήπια ισχύ περιλαμβάνεται η συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς θεσμούς όπως είναι η ΕΕ, το ΝΑΤΟ, οι συμμαχίες της χώρας, η εικόνα της στο εξωτερικό, ο πολιτισμός της, ο τρόπος ζωής της και πολλά άλλα. Αυτά όμως είναι γνωστά. Σε σχέση με την Τουρκία θα πρέπει να προχωρήσουμε σε κάποια συγκεκριμένα μέτρα. Παραπάνω πρότεινα μερικά.