Οι εξελίξεις στα Ίμια και η εντεινόμενη τουρκική προκλητικότητα καταμαρτυρούν, για μια ακόμη φορά στην ιστορία, την πάγια τακτική του «ανατολίτικου παζαριού» εκ μέρους της τουρκικής διπλωματίας. Η μόνη διαφοροποίηση σε σχέση με παλαιότερα παραδείγματα είναι ίσως ότι το παιχνίδι «χοντραίνει» με γεωμετρική πρόοδο. Κάποτε ζητούσαν είκοσι βραχονησίδες για να πάρουν δέκα. Τώρα ζητούν τη Βόρεια Συρία, την Κύπρο και το Αιγαίο για να τα πάρουν όλα.
Ας σταχυολογήσουμε τα μαθήματα που λαμβάνουν όσοι παρατηρούν το εν λόγω στοιχείο.
Πρώτον, ο κατευνασμός είναι πρόταση αποθράσυνσης του αντιπάλου, και εντέλει αποσταθεροποίησης των διακρατικών σχέσεων. Όποιος διατεινόταν το 1996 ότι «ας πάρει τη σημαία ο αέρας» ή «δεν έγινε και τίποτα για δυο βράχια όπου βόσκουν πρόβατα», σήμερα τίθεται ενώπιον της πλήρους εκτράχυνσης της συμπεριφοράς της Τουρκίας. Όταν κάποιοι υποστήριζαν ότι απουσιάζει η αξιόπιστη αποτρεπτική στρατηγική στο Αιγαίο, χλευάζονταν ως πολεμοχαρείς. Όταν κάποιοι εξέφραζαν την άποψη ότι αρκεί μια ισχυρή δήλωση του Έλληνα πρωθυπουργού σε συνάρτηση με ανάλογη κλιμάκωση σε επιχειρησιακό επίπεδο, κατηγορούνταν ως ανεύθυνοι με αναχρονιστικές αντιλήψεις για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Τώρα, που η ισορροπία ισχύος έχει μεταβληθεί έτι περαιτέρω εις βάρος μας, θερίζουμε θύελλες.
Δεύτερον, οι διακομματικές ισορροπίες δεν αποτελούν την αιτία της επιθετικής συμπεριφοράς της Τουρκίας, παρά μόνο ίσως την αφορμή. Η αιτία βρίσκεται στο ίδιο το περιεχόμενο του αφηγήματος του τεχνητού τουρκικού εθνοκράτους, από το οποίο δεν έχουν αποβληθεί οι αυτοκρατορικές δεσμεύσεις και γι’ αυτό καταλήγει να είναι ηγεμονικό. Στη βάση αυτή εκτυλίσσεται η σύγχρονη τουρκική στρατηγική εν προκειμένω στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η μεγαλύτερη πρόκληση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού ήταν η εσωτερική συνοχή της και προσπαθούσε να την διαχειριστεί μέσω υπερεθνικών ιδεολογημάτων (οθωμανισμός, πανισλαμισμός κτλ.), τα οποία εντέλει εξέφραζαν επεκτατισμό καθώς μοιραία ενέπλεκαν γεωγραφικές ζώνες εκτός των οθωμανικών συνόρων.
Τι συμβαίνει σήμερα με τη διαχείριση του Κουρδικού, τη νεοοθωμανική πρόταση συγκρότησης του τουρκικού κράτους και την επέμβαση στη Συρία;
Τρίτον, η αυτοβοήθεια συνιστά τη μοναδική πρόταση διεξόδου από τα τιθέμενα διλήμματα ασφαλείας για την Ελλάδα και την Κύπρο. Απαιτούνται διεθνείς συμμαχίες οι οποίες θα είναι σταθερές και με υψηλό βαθμό δέσμευσης και αξιοπιστίας επειδή θα θεμελιώνονται επί ενός υψηλού διακυβεύματος, όπως η εκμετάλλευση και εμπόρευση των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου. Είναι απαραίτητη η ισχυροποίηση των δομών του ελλαδικού και του ελληνοκυπριακού κράτους, με την αξιοποίηση των διατιθέμενων πόρων – είτε υλικών είτε ανθρώπινων. Κυρίως, όμως, χρειάζεται η αναγκαία βούληση η οποία θα αποτελέσει τη συγκολλητική ουσία μιας αποτελεσματικής αποτρεπτικής στρατηγικής. Προϋπόθεση για το τελευταίο; Υψηλής επάρκειας πολιτική και στρατιωτική ηγεσία…
Τέταρτον, η χώρα μας είναι μέρος των περιφερειακών συσχετισμών ισχύος, και όποιος διατείνεται ότι «τα καταφέρνουμε και μόνοι μας» απλώς σφάλλει. Η εκκολαπτόμενη κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ίσως μας ωθήσει να ξανασκεφτούμε την πολιτική μας στα Βαλκάνια, δίνοντας βάση στη μεγάλη εικόνα της κατανομής της ισχύος και των ζωνών επιρροής. Έπειτα από πολλές δεκαετίες συνύπαρξης, ο μεγάλος κίνδυνος παραμένει ο «εξ Ανατολών», και μια χώρα οφείλει να αποκωδικοποιεί ορθά τις απειλές, να ορίζει τους σκοπούς και τα μέσα της φθάνοντας εντέλει στο αυτονόητο: να διαθέτει υψηλή στρατηγική.
Οι Τούρκοι συνεχίζουν το «ανατολίτικο παζάρι» και θα το συνεχίζουν εις τους αιώνας των αιώνων. Το θέμα είναι εμείς τι κάνουμε. Από τον ενδοτισμό έως τον «νευρωτικό εθνικισμό», όπως τον ονόμαζε ο Παναγιώτης Κονδύλης, υπάρχουν ενδιάμεσες στάσεις.