Τέλη του 19ου αιώνα, και η πορεία των εξελίξεων στη Νότια Βαλκανική (αλλά και ευρύτερα στην ευρωπαϊκή ήπειρο) είναι προδιαγεγραμμένη. Οι εθνικισμοί και οι αναθεωρητισμοί στην πρώτη περίπτωση, καθώς και η ραγδαία γερμανική ισχυροποίηση στη δεύτερη, είχαν δημιουργήσει ένα όντως εκρηκτικό μίγμα το οποίο οδήγησε αναπόδραστα –ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία– στο αιματοκύλισμα της δεκαετίας του ’10.
Σε προηγούμενο άρθρο είχα περιγράψει συνοπτικά τα διακυβεύματα και τις προκλήσεις του ονοματολογικού της πΓΔΜ, και σήμερα επανέρχομαι με δύο λόγια για τις απαρχές του «Μακεδονικού ζητήματος».
Στο χώρο της Μακεδονίας, η μακραίωνη παρουσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν είχε αφήσει περιθώρια εκκόλαψης «εθνοκρατικών ταυτοποιήσεων», με την έννοια ότι η εθνική συνείδηση μπορεί να υπήρχε αλλά δεν είχε διαδοθεί το πρόταγμα της ένταξης σε ένα νεωτερικό κράτος. Έως τις αρχές του 19ου αιώνα υπήρχαν πληθυσμοί που μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, ακολουθούσαν τα ελληνικά ήθη, ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι, αλλά αδυνατούσαν να αντιληφθούν την αναδυόμενη στην Ευρώπη πραγματικότητα των ομογενοποιημένων εθνών-κρατών και της ένταξης σε συγκεκριμένα εδαφικά όρια. Το ίδιο ίσχυε και για τους πληθυσμούς σλαβικής ή βουλγαρικής καταγωγής, ενώ ούτε λόγος φυσικά για τους μουσουλμάνους και τον όποιον υπόρρητο τουρκικό εθνικισμό, ο οποίος ήταν περίπου ύβρις.
Η ελληνικότητα της Μακεδονίας επαληθεύεται μέσω της γλώσσας, των ηθών, της ιστορίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, με όρους ιστορικής και αρχαιολογικής θέασης, η Μακεδονία είναι ελληνική. Δυστυχώς, όμως, αδυνατούμε να υποστηρίξουμε με θέρμη το ίδιο για την Ανατολική Ρωμυλία, την Κωνσταντινούπολη, τη Μικρά Ασία ή τον Πόντο, παρότι είναι επίσης ελληνικές με ιστορικούς όρους. Γιατί; Στην περίπτωση της Μακεδονίας, η ελληνικότητά της επικυρώθηκε στα πεδία των μαχών και η ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος αποτέλεσε πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίτευγμα, το οποίο επήλθε ως απόρροια και της αποδυνάμωσης της ισχύος της Υψηλής Πύλης και της διαφαινόμενης διάλυσης του οθωμανικού κράτους.
Τα λόγια του Χαρίλαου Τρικούπη, σε συνέντευξή του το 1889, είναι χαρακτηριστικά:
Ο Τούρκος εκλείπει πολύ ταχέως. Όταν έλθει ο μέγας πόλεμος, όπως αναπόφευκτα θα συμβεί μετά από τρία, πέντε ή οκτώ έτη, η Μακεδονία θα γίνει ελληνική ή βουλγαρική αναλόγως με το ποιος θα νικήσει. Αν την λάβουν οι Βούλγαροι, δεν αμφιβάλλω ότι, εντός ολίγων ετών, θα είναι ικανοί να εκσλαβίσουν τον πληθυσμό μέχρι τα θεσσαλικά σύνορα. Αν τη λάβουμε εμείς, θα τους κάνουμε όλους Έλληνες μέχρι την Ανατολική Ρωμυλία. Το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων δεν είναι διακηρυγμένης εθνικότητος, είναι έτοιμοι να δεχθούν ό,τι τους καλλιεργηθεί.
Τα ανωτέρω σημαίνουν ότι στα τέλη του 19ου αιώνα στον μακεδονικό χώρο είχε δημιουργηθεί ένα κενό ισχύος και επιρροής ή, με άλλα λόγια, ένα πεδίο εξαιρετικά ευεπίφορο στην εξάπλωση εθνικισμών και στην εκδήλωση αναθεωρητισμών. Επαναλαμβάνω ότι δεν υπονοώ θέματα ηθικής-ιστορικής νομιμοποίησης και άρα αδιαμφισβήτητης ελληνικότητας, αλλά στέκομαι αποκλειστικά στην πολιτικοστρατηγική πραγματικότητα, η οποία ενίοτε είναι αμείλικτη (για εμάς ή τους άλλους, αναλόγως των αποτελεσμάτων).
Το θέμα του ονοματολογικού, λοιπόν, είναι βαθιά πολιτικοστρατηγικό, και ως εκ τούτου οι προβληματικές και ανησυχητικές όψεις του είναι ο αλυτρωτισμός του γειτονικού κρατιδίου. Τα ιστορικά είναι λυμένα για όσους γνωρίζουν πέντε γράμματα, και πρέπει να μας προβληματίζουν μόνον όσο δημιουργούν πολιτικά αποτελέσματα (συνταγματικές διακηρύξεις, διαζευκτική θέαση της εθνικής ταυτότητας, επίσημες πολιτικές κτλ.).
Γενικώς η μέριμνά μας πρέπει να είναι πολιτικοστρατηγική, προσμέτρησης κόστους-οφέλους, και κατ’ επέκταση ορθολογική, χωρίς να εστιάζει στις επιμέρους γραφικότητες ακραίων κύκλων.
Αν δούμε τα πράγματα κατά τον συγκεκριμένο ορθολογικό τρόπο θα μπορέσουμε να μετρήσουμε και τις αντιδράσεις μας όσον αφορά τις συνολικότερες εξελίξεις στην περιοχή. Θα μπορέσουμε να ιεραρχήσουμε τις ανάγκες, τις προκλήσεις και τους κινδύνους. Για παράδειγμα, θα αντιληφθούμε τη σημασία της εκτυλισσόμενης τουρκικής πολιτικής εναντίον των Κούρδων της Βόρειας Συρίας ή γιατί δεν πρέπει να χαιρόμαστε που ο αλβανικός αναθεωρητισμός έχει στοχοποιήσει τα Σκόπια…