Η ανάπτυξη της οικονομίας, η κοινωνική συνοχή και η αύξηση της αποτροπής είναι τα τρία μεγάλα ζητούμενα για την Ελλάδα τη χρονιά που έρχεται. Σε πραγματικό –και όχι εικονικό– επίπεδο, όμως, ελάχιστα θα επιτευχθούν. Για λόγους εντυπώσεων η κυβέρνηση θα προβάλλει το αφήγημα της εξόδου από τα μνημόνια και της αρχής μιας οικονομικής ανάκαμψης αλλά κανένας σοβαρός οικονομολόγος δεν συμμερίζεται την άποψή της.
Οικονομική ανάκαμψη χωρίς επενδύσεις όχι μόνο δεν μπορεί να επιτευχθεί αλλά και κάποια αριθμητική βελτίωση αν παρουσιαστεί, θα είναι σαν να τρώμε τις σάρκες μας. Για να δώσει μερίσματα η κυβέρνηση έχει εξαντλήσει τις δυνατότητες μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων αλλά και φυσικών προσώπων. Το πλεόνασμα, αν υπάρχει, δεν προέρχεται από αύξηση της πίτας αλλά από ανακύκλωση των κομματιών της. Με λίγα λόγια, η οικονομία –αυτή που κατάφερε να επιβιώσει ως σήμερα από την κρίση– στενάζει. Και στενάζει βαριά.
Μόνο άνθρωποι, όπως πολλά στελέχη της κυβέρνησης που δεν εργάστηκαν ποτέ στη ζωή τους, κάθονται στα γραφεία και λαμβάνουν αποφάσεις έξω από τον πραγματικό κόσμο. Αριστερά χωρίς στοιχειώδη ανάγνωση των συνθηκών που αντιμετώπισε η ρωσική επανάσταση δεν νοείται. Ακόμη και τότε η ισορροπία που επιδιώκονταν μεταξύ των κομμουνιστικών ιδεοληψιών και της πραγματικότητας που αντιμετώπιζε το καθεστώς των μπολσεβίκων, ήταν πιο προσεκτική.
Η κοινωνική συνοχή έχει διαρραγεί και οι ευθύνες της σημερινής κυβέρνησης γι’ αυτήν τη διάρρηξη είναι μεγάλες. Από την αρχή της πορείας του ο Σύριζα είχε έναν διχαστικό λόγο αλλά και όταν έγινε κυβέρνηση ακολούθησε μια πολιτική κοινωνικού αυτοματισμού για να πετύχει τους στόχους του. Έφερνε, με τη χρησιμοποίηση κατάλληλων προπαγανδιστικών μηχανισμών, τη μια κοινωνική κατηγορία σε αντίθεση με την άλλη, καλλιεργώντας τα χειρότερα ανθρώπινα ένστικτα σε μια περίοδο κρίσης όπου κατέρρευσαν όλες οι αντιστάσεις.
Το κοινωνικό χάσμα δύσκολα καλύπτεται και για να γίνει αυτό θα χρειαστούν χρόνια κοινωνικής γαλήνης, που μπορεί να επέλθει μόνο σε συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης.
Η αποτροπή είναι, ίσως, ένα μεγάλο ζητούμενο καθώς το επίπεδο στο οποίο υπάρχει σήμερα δεν είναι πειστικό. Οι παραβιάσεις και οι καταπατήσεις όχι μόνο κυριαρχικών δικαιωμάτων αλλά, ακόμη, και ελληνικής κυριαρχίας είναι συχνό φαινόμενο. Για να μπορέσει να διαδραματίσει έναν ρόλο ήπιας δύναμης, η χώρα χρειάζεται να αυξήσει το επίπεδο σεβασμού και εκτίμησής της, τουλάχιστον στη γεωπολιτική της περιφέρεια. Αυτό, δυστυχώς, σήμερα με την κρίση δεν υπάρχει. Και εξασθενεί καθημερινά από την αδυναμία να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις της Τουρκίας που υπερεξοπλίζεται. Κάτι που το επισήμανε και ο υπουργός Εθνικής Άμυνας.
Ο χώρος από τα Βαλκάνια μέχρι την Ανατολική Μεσόγειο είναι το πεδίο στο οποίο δραστηριοποιείται η Ελλάδα, έστω και με τις περιορισμένες δυνατότητες λόγω της κρίσης. Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει προέρχεται από την γειτονική Τουρκία η οποία αμφισβητεί το σύνολο, σχεδόν, των ζητημάτων που διευθετήθηκαν με τη Συνθήκη της Λοζάνης. Το πιθανότερο είναι ότι η Ελλάδα θα έχει να αντιμετωπίσει και τα επόμενα, αρκετά χρόνια, την πολιτική μιας ερντογανικής Τουρκίας, η οποία έχει σαφή επεκτατικά χαρακτηριστικά με όραμα το νεοοθωμανισμό.
Καθώς ο χρόνος κυλά, έρχονται ολοένα και περισσότερα στοιχεία στο φως της δημοσιότητας περί των επαφών που είχε ο Ταγίπ Ερντογάν με μουσουλμανικές αδελφότητες και προσωπικότητες του μουσουλμανικού κόσμου και στα Βαλκάνια και στις αραβικές χώρες. Ο Ενρτογάν είναι Αδελφός Μουσουλμάνος και συνδεόταν στενά με την εμβληματική μουσουλμανική φυσιογνωμία της Βοσνίας, τον Αλία Ιζεντμπέκοβιτς, ο οποίος λίγο πριν πεθάνει του παρέδωσε το χρίσμα του ηγέτη που θα προωθήσει τα μουσουλμανικά οράματα.
Ήδη από τη χρονιά που διανύουμε η Τουρκία έχει μπει σε προεκλογική περίοδο. Οι εκλογές που θα αλλάξουν το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας (και από κοινοβουλευτική δημοκρατία θα τη μετατρέψουν σε προεδρική) θα διεξαχθούν το Νοέμβριο του 2019 και ο Ερντογάν δεν αντιμετωπίζει μέχρι στιγμής κανένα σοβαρό κίνδυνο. Η μόνη που μπορεί να του αντιπαρατεθεί, αλλά με περιορισμένες δυνατότητες από ό,τι φαίνεται, είναι η Μεράλ Αξενέρ, πρώην υπουργός και πρώην στέλεχος του εθνικιστικού κόμματος MHP.
Πιθανότατα ο Ερντογάν να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές με την κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε ισχύ, για να μπορέσει να ελέγξει και το εκλογικό σώμα και απειλητικούς, πιθανώς, αντιπάλους του.
Δεν το έχει σε τίποτε να φυλακίσει όποιον θεωρεί ότι τον απειλεί. Η κατηγορία δεν είναι καθόλου δύσκολο να κατασκευαστεί. Με τη νοοτροπία που τον διακρίνει και τις εξουσίες που θα περιβληθεί ο Ερντογάν, ο πρόεδρος της Τουρκίας θα γίνει ένας απόλυτος εκλεγμένος δικτάτορας. Το νεοοθωμανικό του όραμα αρχίζει να θολώνει και λόγω των αποτυχιών που συνάντησε στη μέχρι σήμερα πολιτική του και λόγω της περιθωριοποίησης των ανθρώπων με τους οποίους το εμπνεύστηκε. Κανένας, ή ελάχιστοι από την παλιά φρουρά των ηγετικών στελεχών του έχουν απομείνει.
Ο δεύτερος τη τάξει, ο Αμντουλάχ Γκιούλ διαφοροποιήθηκε δημοσίως με την αντίθεσή του σε ένα νομοσχέδιο που απήλλασσε οποιασδήποτε κατηγορίας οπαδούς του Ερντογάν, που επιτέθηκαν σε Τούρκους στρατιώτες κατά την εξέλιξη του πραξικοπήματος και πολλοί είναι εκείνοι που αναμένουν ο κ. Γκιούλ να αναλάβει μια πιο σοβαρή πολιτική πρωτοβουλία. Αλλά, ο κ. Ερντογάν φαίνεται να αντέχει σε σχέση με το κόμμα του. Η δημοφιλία του είναι μεγαλύτερη. Βεβαίως, τα πράγματα στην Τουρκία δεν είναι ρόδινα.
Η εξωτερική πολιτική της χώρας χαρακτηρίζεται από έναν καιροσκοπισμό και τυχοδιωκτισμό. Η προσέγγιση προς τη Ρωσία δεν έχει γίνει λόγω μιας ταύτισης συμφερόντων που προέκυψε ύστερα από ενδελεχή ανάλυση αλλά λόγω της δυσαρέσκειας του Ερντογάν από την πολιτική των ΗΠΑ στο συριακό, στη Μέση Ανατολή και στο κουρδικό ζήτημα. Είναι ζήτημα χρόνου να αναδυθούν οι διαφωνίες της Άγκυρας και με τη Μόσχα και με την Τεχεράνη. Αν και δεν πρόκειται να υπάρξει πλήρης κατάρρευση των σχέσεων της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, λόγω των εκατέρωθεν συμφερόντων, εντάσεις θα εκδηλωθούν.
Το επιχειρηματικό περιβάλλον μετά το πραξικόπημα έγινε αβέβαιο αν και η οικονομία της Τουρκίας συγκρατήθηκε σχετικά καλά, κυρίως χάρη στον διαφοροποιημένο ιδιωτικό, επιχειρηματικό τομέα της χώρας, τα ισχυρά δημόσια οικονομικά της και τον καλά ρυθμισμένο τραπεζικό τομέα.
Ωστόσο, εξακολουθεί να απειλείται από τα προβλήματα της αύξησης του πληθωρισμού και των υψηλών επιτοκίων.
Τα ζητήματα ασφαλείας είναι έντονα και λόγω του PKK, του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος, αλλά και των διάχυτων εστιών του ISIS που πιστεύεται πως υπάρχουν σε ολόκληρη τη χώρα. Ωστόσο, η Τουρκία θα συνεχίσει να είναι μια αναθεωρητική δύναμη προς όλες τις γεωγραφικές κατευθύνσεις και, ιδιαιτέρως, προς την Ελλάδα. Δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα αντιμετώπισής της παρά μόνο αν συντρέξουν οι τρείς προϋποθέσεις με τις οποίες αρχίσαμε. Οικονομική ανάπτυξη, κοινωνική συνοχή και αύξηση της αποτροπής. Είναι όροι, υπαρξιακού χαρακτήρα για τη χώρα.