Ταξίδι στον κόσμο της φαντασίας αποτέλεσε για πενήντα επίδοξους συγγραφείς από κάθε γωνιά της Ελλάδας αλλά και το εξωτερικό ο 1ος Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός του Σωματείου «Εστία Ρουμλουκιωτών» με θέμα «Ένα βράδυ δίπλα στο τζάκι, ο παππούς μου κι η γιαγιά μου μού είχαν πει…».
Η κριτική επιτροπή έχοντας δύσκολο έργο κατάφερε να ξεχωρίσει εννέα έργα τα οποία και διακρίθηκαν.
Ωστόσο, συνολικά τριανταέξι διηγήματα βρήκαν θέση στο καλαίσθητο βιβλίο Κόκκινη κλωστή δεμένη στων παππούδων την ανέμη…, των εκδόσεων Ινφογνώμων. Οι αφηγήσεις που συμπεριλαμβάνονται σε αυτό το βιβλίο, αποτελούν ένα σημαντικό “λαογραφικό” τεκμήριο της ελληνικής κοινωνίας των παλαιοτέρων χρόνων. Πόλεμοι, προσφυγιά, θρύλοι, προλήψεις, προκαταλήψεις, άγνωστα ιστορικά γεγονότα, εκφάνσεις της θρησκευτικής μας πίστης. Διηγήματα που τονίζουν την αξία του θεσμού της οικογένειας αλλά και τη σημασία της αλληλεγγύης μεταξύ ανθρώπων, οι οποίοι συμβιώνουν κάτω από τις ίδιες ηθικές αρχές και τις ίδιες κοινωνικές συνισταμένες.
Το pontos-news.gr φιλοξενεί σήμερα το παραμύθι «Το γλυκό βραδάκι» της Άννας Ζανιδάκη.
Ένα βράδυ δίπλα στο τζάκι, ο παππούς και η γιαγιά μου μου ’χαν πει μια όμορφη ιστορία για να κοιμηθώ, κι εγώ και η μικρή μου αδερφή, που γκρίνιαζε και δεν έλεγε να ησυχάσει.
Τα πάντα διαδραματίζονταν χρόνια πριν, σε ένα παλιό κάστρο της πόλης μας, που ακόμα και τώρα πιστεύουν κάποιοι πως το ζευγάρι της ιστορίας μας έρχεται το βράδυ κάθε νέου χρόνου και ζητά να βρει τη λύτρωση του.
Στα μέρη μας ζούσε κάποτε ένα όμορφο, ταιριαστό και πολυαγαπημένο ζευγάρι. Λέγονταν Καλοσύνη και Υπομονετικός. Τα είχαν βαφτίσει έτσι τα παιδιά τους, γιατί οι δυο φίλες, που έτυχε να γίνουν και ξαδέρφες αργότερα, αφού παντρεύτηκαν δύο ξαδέρφια, είχαν δει σαν όραμα, ταυτόχρονα, το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, έναν άγγελο. Αυτός ο άγγελος τους είχε πει πως τα παιδιά που θα γεννήσουν κάποια στιγμή θα πρέπει να τα δώσουν τέτοια ονόματα, ώστε να ανταποκρίνονται στις καταστάσεις που ζούσαν μέσα στα σπίτια τους, χωρίς να θέλουν να θίξουν ή να κατηγορήσουν αυτούς ή αυτές που τα προκάλεσαν ή που δεν είχαν σκοπό, να σταματήσουν να τα προκαλούν.
Η γιαγιά συνέχιζε την τόσο όμορφη αφήγησή της και εμείς ήμασταν πια κολλημένοι απ’ το μελιστάλαχτο εκείνο στόμα της, που κανείς μας δε θα ’ταν ικανός να την φτάσει, όταν ερχόμασταν κι εμείς στα χρόνια της. Λες και οι κακουχίες και οι δυσκολίες δεν είχαν αφήσει το παραμικρό στίγμα ή αποτύπωμα πάνω της. Σα να μην ξέραμε τα πόσα δύσκολα γεγονότα έπρεπε να φέρει εις πέρας και να οδηγήσει, μαζί με τον παππού μας, την οικογένειά τους σε ένα στρωτό δρόμο, παραμερίζοντας τα «καλντερίμια» που ολοένα προέκυπταν. Μα με θάρρος και με πίστη στον Θεό, όπως μας έλεγε συνέχεια, είχε κατορθώσει και είχε ξεπεράσει τα τόσα ζόρια και τις τόσες δυστυχίες.
Ο παππούς, στη συνέχεια, συμμετείχε κι αυτός με τα δικά του πιστεύω, τις δικές του θέσεις πάνω σε ό,τι είχε ακουστεί ή ακουγόταν, ακόμα και σήμερα.
Συμπλήρωσε λοιπόν ο παππούς: «Αφού γεννήθηκαν μετά από λίγο καιρό τα παιδιά τους, όντως οι μαμάδες τους τους είχαν δώσει εκείνα τα ονόματα που τους ταίριαζαν, ο καθένας για τη δική του περίπτωση και περίσταση. Το αγοράκι το βάφτισαν Υπομονετικό και το κοριτσάκι Καλοσύνη. Μα για να μη δίνουν στόχο στα περίεργα ερωτήματα που θα ανέκυπταν απ’ αυτές τις προσφωνήσεις, τα φώναζαν Κούλη και Νίτσα… Υπομονετικούλη και Καλοσυνίτσα. Τα χρόνια περνούσαν και τα παιδιά μεγάλωναν, ως δεύτερα ήδη ξαδέρφια. Οι οικογένειές τους καμάρωναν για τα βλαστάρια τους, ο καθένας για το δικό του λόγο και αιτία.
Ο Κούλης στην οικογένειά του έπρεπε να δείχνει πάντα την αγάπη του και να στηρίζει την καημένη τη μητέρα του, αφού από τότε που κατάφερε να συνεννοείται κι έμαθε να συζητάει, το μόνο που άκουγε ήταν πως έπρεπε να κάνει υπομονή, γιατί μόνο με την υπομονή μπορείς να κερδίσεις πράγματα και καταστάσεις. Με την αλήθεια της ψυχής τους και με καρτερικότητα και αγνότητα ψυχής θα τα κατάφερνε στη ζωή του.
Στη δε οικογένεια της Νίτσας όλοι ήταν τόσο καλοσυνάτοι, καλοπροαίρετοι, και ποτέ κανένας τους δεν είχε να προσάψει κακιά κουβέντα και άσχημο σχόλιο για κάποιον.
Ήταν όλοι μαθημένοι να κοιτάζουν την οικογένειά τους και να μην ασχολούνται με τα ζόρια και τις διάφορες καταστάσεις που αντιμετώπιζαν οι άλλοι. Βοηθούσαν και συμπαραστέκονταν με καλοσύνη και σεβασμό, μόνο όταν τους το ζητούσαν, κι αυτοί, με τη σειρά τους, θα ανταπέδιδαν το καλό που τους έκαναν και θα ευεργετούσαν άτομα που θα είχαν την ανάγκη τους.
Η γιαγιά φάνηκε να συνεπαίρνεται απ’ τα λόγια του παππού, σα να ήθελε να μην τον διακόψει καθόλου και να τον αφήσει να αφηγείται μόνος του την ιστορία αυτή. Μα δεν άντεξε, γιατί έβλεπε πως ο παππούς είχε παραβλέψει το κυριότερο σημείο, που, απ’ ό,τι φάνηκε αργότερα, εκείνο ήταν που ’χε διχάσει τις δυο οικογένειες κι έμελλε να στηθεί μετά όλος αυτός ο θρύλος, ο μύθος, το τωρινό πλέον παραμύθι.
«Ξέχασες να πεις» τον διέκοψε, «πως τα παιδιά αυτά αγαπηθήκαν, ερωτεύτηκαν, αλλά ο φύλακας άγγελος είχε πει στις μητέρες τους: “Μην τυχόν και ερωτευτούν, θα μεγαλώνουν σαν αδέρφια, το νου σας!” Οι καημένες είχαν τηρήσει κατά γράμμα τις οδηγίες του αγγέλου, αλλά λογάριασαν χωρίς τον “ξενοδόχο”, εκείνο το φτερωτό αγγελάκι που ρίχνει τα βέλη του κι όποιον πάρει…η τύχη, η μοίρα, το ριζικό.
»Έτσι τα παιδιά μεγάλωσαν με τα καλύτερα σχολεία, τις καλύτερες δασκάλες, αλλά κυρίως, με τον φόβο των γονιών τους, μη λάχει και ενώσουν την ψυχή και το σώμα τους».
«Όταν όμως μιλήσει, εγγονάκια μου» συνέχισε η γιαγιά μας «ο έρωτας, η αγάπη μέσα μας, κανένας δεν είναι δυνατόν να τα αποφύγει, όσο και να το θέλει, γιατί οι περιστάσεις είτε το διατάζουν είτε το υπαγορεύουν. Το ίδιο συνέβη και σ’ αυτά τα δυο παιδιά, που με άγνοια κινδύνου πια, είχαν συνάψει σχέση γεμάτη αγάπη, έρωτα και πάθος για τη ζωή τους. Το κρατούσαν καλά κρυμμένο το μυστικό τους, αφού ήξεραν πως ήταν απαγορευμένο, και μ’ αυτό το φόβο μεγάλωναν και ολοένα φούντωνε και η αγάπη τους.
»Ήταν δε θα ’ταν κάπου 20 χρονών. Ενήλικα πια, ήθελαν να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους, αφήνοντας πίσω τους τις δεισιδαιμονίες και τους θρύλους, που ακόμα και τώρα προβληματίζουν και φοβίζουν όσους το ’χουμε μάθει και το ξέρουμε καλά. Η χρονιά εκείνη ήταν το 1974».
Αφού είχαν περάσει, μα ποτέ ξεχαστεί τα δεινά της γιαγιάς και του παππού, που είχαν ζήσει στο πονεμένο και ταλαιπωρημένο τους νησί, ήρθε να επιβεβαιωθεί και μια άλλη ρήση του αγγέλου εκείνου, που φάνηκε μάλλον να ’χε ξεχαστεί.
«“Σαν έρθει ο χρόνος και πάει να αλλάξει, κάποιο δεινό μαντάτο θα συντροφεύσει από κείνη τη στιγμή τις σκέψεις σας και τις ζωές σας”.
»Σα να ’ταν θέλημα καιρού τα παιδιά αυτά να μη γευτούν τις χαρές της ζωής και να μείνουν για πάντα μαρμαρωμένα στις θύμησες και στις αναμνήσεις μας. Τα πάντα ήταν δρομολογημένα και άρτια φτιαγμένα και τακτοποιημένα. Είχαν σκεφτεί να αναγγείλουν το γάμο τους, αφού τα χρόνια που ήταν μαζί είχαν τελεστεί ήδη, από δική τους μεριά, οι μυστικοί τους αρραβώνες. Το μόνο που έμελλε, ήταν να επισημοποιηθεί και να μαθευτεί πια η δυνατή και αληθινή τους αγάπη».
Ο παππούς τότε σιγοψιθύρισε και ακούστηκε μέσα στη σιγαλιά εκείνης της ήδη περίεργης ατμόσφαιρας να λέει: «Ο καλός καλό δεν έχει».
Η γιαγιά, που τίποτα δεν περνούσε απαρατήρητο, του απάντησε άμεσα και χωρίς περιστροφές: «Μήπως δεν το ζούμε όλο αυτό, χρόνια τώρα; Άσε που δε διαμαρτυρόμαστε».
Συνέχισε όμως εκείνο το θρύλο, που ήθελε το ζευγάρι αυτό, απ’ την πολλή χαρά του που θα ανακοίνωνε το γάμο του, να πεθαίνουν από ανακοπή. Μα ποιος να πίστευε εκείνη την τραγική σύμπτωση, το δεινό πια μαντάτο;
Κι όμως, η οδηγία του αγγέλου παρακάμφθηκε, κάνοντας τα παιδιά του κεφαλιού τους, αγνοώντας και μη δίνοντας σημασία στα λόγια του. Από τότε, κάθε βράδυ Πρωτοχρονιάς, λένε πως εμφανίζονται και οι δύο και πηγαίνουν και συναντούν ζευγαράκια, τους δίνουν δύναμη και συμβουλές ώστε να μην κάνουν πίσω. Να ζούνε με αγάπη, σεβασμό, καλοσύνη και υπομονή, που είναι το θαύμα της συνύπαρξής τους.
«Σήμερα είναι παραμονή» είπα με όση δύναμη μου ’χε μείνει, αφού ο ύπνος είχε για τα καλά κάτσει στα βλέφαρα μας και ο Μορφέας θα μας καλοδεχόταν στις αγκάλες του.
«Ναι…» είπαν μαζί ο παππούς και η γιαγιά «ποιος ξέρει, ίσως έρθουν μόνο για συμβουλές…».
Άννα Ζανιδάκη
- Από το Ανθολόγιο 1ου Πανελλήνιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Σωματείου «Εστία Ρουμλουκιωτών».