Το ζήτημα της νομιμοποίησης στη διεθνή πολιτική είναι αναμφίβολα σημαντικό. Σε αυτό έχει τις ρίζες του και το πρόβλημα του ονόματος της πΓΔΜ, το οποίο συνεχίζει να βρίσκεται στο επίκεντρο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής πολλά χρόνια μετά την ανάδυσή του και παρά τις αρχικές προβλέψεις ότι θα «ξεχνιόταν σύντομα».
Πώς θα μπορούσε να επιβιώσει ένα κρατικό μόρφωμα στην καρδιά της Βαλκανικής Χερσονήσου με τους μακραίωνους και ανεκπλήρωτους αλυτρωτισμούς δίχως μια ιστορική, πολιτισμική, εθνοτική ή και γλωσσική οριοθέτηση; Δίχως να ετεροπροσδιορίζεται με έναν εμφατικό τρόπο; Η νομιμοποίηση συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση επιβίωσης και πειθούς στο διακρατικό περιβάλλον. Αποτελεί διπλωματικό κεφάλαιο στις διεθνείς σχέσεις, αλλά δύναται να είναι και στρατηγικό εργαλείο αύξησης της εσωτερικής συνοχής ή κινητοποίησης των μαζών προς την κατεύθυνση μιας συγκεκριμένης πολιτικής επιλογής, ανεξαρτήτως αν εδράζεται σε πραγματικά δεδομένα.
Άλλωστε, η πλαστογραφία της ιστορίας έχει σταματήσει να εκπλήσσει συνδεόμενη με σειρά εκτρωμάτων, από τις επεμβάσεις στο όνομα της δημοκρατίας και της ελευθερίας μέχρι τον «Τούρκο Όμηρο».
Κάπως έτσι, λοιπόν, η Ελλάδα βρέθηκε ενώπιον ενός κρισιμότατου προβλήματος ταυτοτικής επίκλησης.
Εξάλλου, ας μη λησμονούμε ότι τα ζητήματα ταυτότητας έχουν υπογραμμιστεί ως εξόχως σημαντικά στη νέα μεταψυχροπολεμική διεθνή τάξη, η οποία έχει χαρακτηριστεί από την κατάρρευση των διεθνικών ιδεολογημάτων. Αυτά, για πολλούς Ευρωπαίους ή «Έλληνες προοδευτικούς» ίσως ακούγονται εξωτικά ή γραφικά, αλλά τουλάχιστον οι πρώτοι αντιλαμβάνονται γρήγορα ορισμένα πράγματα όταν τίθενται ενώπιον διλημμάτων, τα οποία αγγίζουν τους ίδιους. Αρκεί να θυμηθούμε ότι ο Έλληνας διαπραγματευτής Αδαμάντιος Βασιλάκης ανέφερε, μετά την περιβόητη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008, ότι έπεισε τους Σκανδιναβούς ομολόγους του για τις ελληνικές θέσεις, καλώντας τους να σκεφτούν πως θα αντιδρούσαν αν η Δανία, η Σουηδία ή η Νορβηγία μετονομαζόταν σε «Σκανδιναβία».
Ας σκεφτούμε πόσο πολλαπλασιαστικά διογκώνεται το πρόβλημα όταν αυτός που οικειοποιείται την ταυτότητα δεν διαθέτει την αναγκαία ηθική-εθνική-γλωσσική-ιστορική νομιμοποίηση. Ας σκεφτούμε τις διαστάσεις του προβλήματος όταν το όνομα συνοδεύεται με εδαφικές αξιώσεις ή ακόμη και την καπήλευση εμπορικών ονομασιών.
Προφανώς δεν στέκομαι στις γραφικές αντιδράσεις διαφόρων κύκλων, αλλά εξετάζω την επίσημη πολιτική της χώρας μας.
Όντως υπάρχει πρόβλημα, αλλά αυτό δεν απαγορεύει την αντιστροφή του σε πλεονέκτημα. Όντως υπήρχε επί χρόνια πρόβλημα συνεννόησης με μια κυβέρνηση η οποία επέλεγε να στήνει χαμηλής αισθητικής αγάλματα σε όλη τη χώρα. Μήπως τώρα, όμως, εισερχόμαστε σε μια νέα –ίσως τελική– φάση;
Το υπουργείο Εξωτερικών προχωρά ήδη σε κάποια βήματα εκμεταλλευόμενο και την ανάληψη της διακυβέρνησης στα Σκόπια από τους πιο μετριοπαθείς. Το ζήτημα είναι πώς θα μετατρέψουμε σε κέρδη τις όποιες ενδεχόμενες (βέβαιες) υποχωρήσεις κληθούμε να κάνουμε. Οι Σλάβοι πιέζονται κυρίως από τον αλβανικό εθνικισμό και η Βουλγαρία είναι παντελώς ανέτοιμη να διαδραματίσει τον οποιοδήποτε διαμεσολαβητικό ρόλο. Σε αυτή την εξίσωση, εμείς ποιον ρόλο θα αναλάβουμε; Θα επιλέξουμε απλώς να εγκαταλείψουμε την εν λόγω χώρα στην αγκάλη του Ερντογάν;
Επαναλαμβάνω ότι υπάρχει πρόβλημα. Μήπως, όμως, ήρθε η ώρα για έναν έντιμο συμβιβασμό μακριά φυσικά από τις φασίζουσες αντιλήψεις Γκρούεφσκι; Δεν θα έλεγα εξαρχής «ναι», καθώς πρέπει να δούμε τις προτάσεις στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης. Ωστόσο, οφείλουμε να αντιληφθούμε ότι ενώπιον της μείζονος απειλής πρέπει να επανεκτιμήσουμε τη θέση και τον ρόλο μας στα Βαλκάνια.
Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ «συμμάχησε και με τον διάβολο» προκειμένου να νικήσει τον Χίτλερ, και ουδείς μπορεί να υποστηρίξει ότι ο Τσόρτσιλ δεν γνώριζε από διπλωματία…
Στόχος, λοιπόν, πρέπει να είναι η συνολικότερη –πέραν του ονόματος– αναβάπτιση της βορείου γείτονος σε πολιτικό, στρατηγικό, διπλωματικό επίπεδο, με τη μεγαλύτερη δυνατή αποκοπή της από την επιρροή της Άγκυρας. Προς αυτή την κατεύθυνση, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δείξουμε –υπό όρους– κατανόηση.