Η δημόσια αντιπαράθεση του υπουργού Δικαιοσύνης με τον πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι ένα πολύ αρνητικό γεγονός για τη λειτουργία της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Ίσως να ικανοποιεί το εσωκομματικό ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά υπονομεύει τους θεσμούς και τη δημοκρατία.
Θα εξηγήσω, αμέσως, γιατί:
1. Το Συμβούλιο της Επικρατείας βρίσκεται σε διάσκεψη για να κρίνει τη συνταγματικότητα του νόμου για το Πόθεν Έσχες έτσι όπως διαμορφώθηκε με τις τελευταίες τροποποιήσεις της κυβέρνησης. Το τραγικό –και συνεχιζόμενο– λάθος των δικαστών είναι ότι διαρρέουν την απόφαση της διάσκεψης προτού την ανακοινώσουν δημοσίως. Αυτή είναι μια πάγια τακτική, που ακόμη και δικαστικοί δεν μπορούν να κατανοήσουν.
Η διαρροή υποστηρίζει πως οι δικαστές κρίνουν αντισυνταγματικό το νόμο όπως τροποποιήθηκε. Ο υπουργός καταφέρθηκε κατά των δικαστών και απέδωσε ιδιοτέλεια στην απόφασή τους. Αυτό είναι πρωτόγνωρο στις δημοκρατίες όπου υπάρχει διάκριση των εξουσιών. Αν ο υπουργός κρίνει, και μάλιστα δημοσίως, ότι οι δικαστές αποφασίζουν με ιδιοτέλεια, γιατί να μην έχουμε κι εμείς οι πολίτες την ίδια άποψη; Γιατί να εμπιστευτούμε τη δικαιοσύνη της χώρας μας; Τι διαφορετικό έχει ο υπουργός από εμάς; Με άλλα λόγια, ο υπουργός Δικαιοσύνης μάς συνιστά να μην έχουμε εμπιστοσύνη στη δικαστική εξουσία.
2. Ο υπουργός Δικαιοσύνης είναι ο αρμόδιος για την ομαλή λειτουργία της Δικαιοσύνης. Όσο καλά και να είναι οργανωμένη μια εξουσία, όπως η δικαστική, πάντα θα υπάρχουν προβλήματα που ανακύπτουν. Αρμόδιος να τα λύσει είναι ο υπουργός Δικαιοσύνης. Ας το κάνει. Όταν ο υπουργός έρχεται σε δημόσια αντιπαράθεση με την ηγεσία της Δικαιοσύνης, ποιο θα είναι το αρμόδιο πρόσωπο της κυβέρνησης στο οποίο θα υπάρχει η αναγκαία εμπιστοσύνη και η αρμοδιότητα γι’ αυτόν το ρόλο; Υποτίθεται ότι ο υπουργός λύνει και όχι δημιουργεί προβλήματα στη Δικαιοσύνη. Θα μπορούσε να αναλάβει την αμφισβήτησή της ο Πολάκης, π.χ., ή οποιοσδήποτε άλλος υπουργός. Μικρό το κακό. Όχι ο υπουργός Δικαιοσύνης.
3. Το σύνταγμα αναθέτει στο Συμβούλιο της Επικρατείας το ρόλο της απόφασης για τη συνταγματικότητα των νόμων. Αν θέλει η εκτελεστική εξουσία ας κάνει μια άλλη πρόταση, και με τις διαδικασίες που προβλέπει το σύνταγμα, ας το αναθεωρήσει. Μέχρι τότε, όμως, την αρμοδιότητα αυτήν την έχει το ΣτΕ.
Η δημόσια αμφισβήτηση από τον αρμόδιο υπουργό της απόφασης του δικαστηρίου δεν είναι ευθεία παρέμβαση στο έργο του; Με λίγα λόγια, ο υπουργός δεν λέει στο ΣτΕ «κακώς λαμβάνετε αυτήν την απόφαση», όταν υπονοεί ότι ελήφθη με ιδιοτελή κριτήρια;
4. Χωρίς αμφιβολία οι δικαστές ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την καθυστέρηση έκδοσης αποφάσεων, γενικότερα στη Δικαιοσύνη, όχι μόνο στο ΣτΕ. Ευθύνονται, όμως, μόνο οι δικαστές; Η ομαλή λειτουργία της Δικαιοσύνης δεν είναι ευθύνη της πολιτείας; Για παράδειγμα, αν οι υποθέσεις είναι πολλές και οι δικαστές λίγοι, ποιος ευθύνεται για την καθυστέρηση απονομής δικαιοσύνης; Ή, αν και για την παραμικρή αντιδικία το μόνο μέσον που έχει ο πολίτης είναι η προσφυγή στα δικαστήρια, φταίνε οι δικαστές ή η πολιτεία;
5. Εγκυρότατοι νομικοί κύκλοι υποστηρίζουν πως υπάρχει πρόβλημα με την πληθώρα γυναικών δικαστών και με την αντιμετώπιση σοβαρών υποθέσεων με τρόπο απομονωμένο από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο ακούγεται ολοένα και περισσότερο από δικηγόρους. Προβληματίζονται, δε, βαθύτατα.
Υπάρχουν πολλά ζητήματα με τα οποία μπορεί να ασχοληθεί ο υπουργός Δικαιοσύνης. Ας τα αντιμετωπίσει. Και ας μην προσπαθεί να μεταθέσει την αδυναμία του να τα λύσει σε δημόσια αντιδικία με την ηγεσία της Δικαιοσύνης.
Το κακό που προξενεί είναι τεράστιο.