Για πολλούς λόγους είναι σημαντικό οι επιστήμονες να συμμετέχουν σε διεθνή συνέδρια, αλλά αυτή η συμμετοχή κοστίζει. Χρειάζονται λεφτά για την εγγραφή στο συνέδριο, τα αεροπορικά εισιτήρια, το ξενοδοχείο και τα έξοδα διαμονής. Επειδή του λόγου μου είμαι άφραγκος, αφού μάλλον κάτι κάνω στραβά (αλλιώς δεν εξηγείται), περίπτωση να πληρώσω τέτοια λεφτά δεν υπάρχει. Έτσι τα τελευταία χρόνια συμμετέχω σε διεθνή συνέδρια μόνο ως προσκεκλημένος ομιλητής.
Αυτές οι προσκλήσεις, όταν είναι αυθεντικές, εκτός του ότι είναι ιδιαίτερα τιμητικές, συνοδεύονται κι από σημαντική ή πλήρη κάλυψη των εξόδων του ομιλητή από τους διοργανωτές του συνεδρίου.
Μιλάω για τις αυθεντικές, γιατί υπάρχουν κι άλλου τύπου προσκλήσεις. Σε προσκαλώ, λέει, στο συνέδριο ως ομιλητή, αλλά βρες εσύ τα λεφτά από όπου αλλού μπορείς κι έλα. Αυτό όμως είναι κάτι άλλο που εμπίπτει εν μέρει και στην τουριστική διάσταση που έχουν τα επιστημονικά συνέδρια. Κι αυτήν δεν είναι να την αγνοεί κανείς, αφού βοηθάει και τους επιστημονικούς συλλόγους, αλλά και την οικονομία μιας χώρας.
Από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, η πατρίδα μας δεν τα πάει κι άσχημα στον τομέα του λεγόμενου συνεδριακού τουρισμού. Πράγματι, πολλά επιστημονικά συνέδρια διοργανώνονται στις όμορφες περιοχές της Ελλάδας μας που είναι, έτσι κι αλλιώς, πολύ ελκυστικοί ταξιδιωτικοί προορισμοί. Μακάρι να είχα τα λεφτά να πληρώσω τη συμμετοχή μου και να στηρίξω κι εγώ με την παρουσία μου μερικά από αυτά τα συνέδρια, αλλά είπαμε πως δεν τα έχω…
Κάπως έτσι, λοιπόν, βρέθηκα δύο φορές τα τελευταία δύο χρόνια –καλεσμένος από διαφορετικούς επιστημονικούς οργανισμούς στην κάθε περίπτωση– όχι στην Αθήνα ή στη Σαντορίνη, αλλά στο Βέλγιο. Μιας και έτσι μου τα έφερε η τύχη να συνεργάζομαι ερευνητικά πιο πολύ με Αμερικανούς, δεν έχω και πολλά πάρε-δώσε με Ευρωπαίους.
Πώς έγινε λοιπόν αυτό; Σύμπτωση θα ’ναι σκέφτηκα, μέχρι που μια κουβέντα που είχα στα παρασκήνια του δεύτερου συνεδρίου που πήγα στις Βρυξέλλες με έβαλε σε σκέψεις.
Ανάμεσα στους άλλους καλεσμένους ομιλητές ήτανε κι ένας Γερμανός ογκολόγος που δουλεύει για το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στην Αγγλία. Ευχάριστος, αλέγρος τύπος. Κολλήσαμε κάπως και κάναμε λίγη παρέα κι είπαμε αστεία, για να ξεφύγουμε λίγο απ’ τα βαριά τα επιστημονικά κι από τις κουβέντες για την επάρατη ασθένεια – αυτόν τον αμείλικτο βασανιστή και δολοφόνο του ανθρώπινου είδους.
Εκεί που μιλούσαμε, λοιπόν, σκύβει προς το μέρος μου ο Τομπάιας (αυτό ήταν το μικρό του όνομα) και με ρωτάει σιγανά και με πονηρό υφάκι. Δε μου λες Θίο (έτσι τους έρχεται τους πιο πολλούς ξένους πιο εύκολο να με φωνάζουν), ήξερες κανέναν από τους οργανωτές από τα πριν και σε καλέσανε; Όχι –του λέω– βρε Τομπάιας. Εσύ; Ούτε κι εγώ… μου απαντάει. Κοιταχτήκαμε για λίγο κι ύστερα σχεδόν μαζί παραδεχτήκαμε: Εεε… γίνεται καμιά φορά κι έτσι! Δεν είναι πάντα το ποιον ξέρεις· είναι καμιά φορά και το τι ξέρεις – σωστά; Κι εκεί κλείσαμε τη μικρή εμπιστευτική μας κουβέντα (ευχαριστημένοι που ευλογήσαμε τα γένια μας) με αυτό το πνιχτό, το σύντομο και μισοψεύτικο γελάκι της συγκατάβασης.
Αλλά εμένα μου μπήκε από τότε η ιδέα πως κάτι καλό πρέπει να γίνεται σε τούτη τη χώρα σε επίπεδο νοοτροπίας. Κι αυτοί, όπως κι εμείς, είναι μια μικρή σε πληθυσμό χώρα. Πάνω-κάτω έντεκα εκατομμύρια είναι όλοι κι όλοι, όπως κι εμείς. Πώς γίνεται, λοιπόν, να έχουνε βγάλει τα τελευταία χρόνια έναν τόσο μεγάλο και δυσανάλογο σε σχέση με τον πληθυσμό τους αριθμό κορυφαίων ποδοσφαιριστών παγκόσμιας κλάσης;
Και μη μου πείτε πάλι τα γενικά για την οργάνωση… Δεν είναι η οργάνωση καθ’ εαυτή.
Είναι μάλλον μια οργάνωση που υπηρετεί την αξιοκρατία και την αριστεία στα έργα κι όχι στα λόγια. Στο Βέλγιο φαίνεται, λοιπόν, πως τα αυθεντικά ποδοσφαιρικά ταλέντα από τη μικρή τους ηλικία προωθούνται, υποστηρίζονται και εξελίσσονται όπως πρέπει. Σε απόλυτη αντίθεση, βέβαια, με αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας.
Φυσικά και δεν είναι θέμα οργάνωσης, αφού τη δική μας δεν την φτάνει κανένας. Ποιος μπορεί να ανταγωνιστεί σε οργάνωση τα κυκλώματα της ελληνικής συστηματικής ευνοιοκρατίας; Όχι μόνο στο ποδόσφαιρο, παντού όπου και να γυρίσεις τα μάτια σου…
Στην Εθνική Ελλάδος ποδοσφαίρου, για παράδειγμα, αγωνίζονται σπουδαίοι ποδοσφαιριστές. Αγωνίζονται, όμως, κοντά σε αυτούς και κάποιοι εκκωφαντικά ακατάλληλοι – ο μάνατζέρ τους πρέπει να είναι θαυματοποιός, δεν εξηγείται αλλιώς… Το πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό σε ομάδα που εκπροσωπεί μια ολόκληρη χώρα, όχι κρυφά, αλλά μπροστά στα μάτια εκατομμυρίων Ελλήνων, θέλει εκτός από θράσος κι απίστευτη οργάνωση.
Το σημαντικό, όμως, είναι πως η Εθνική μας είναι τώρα λέει με αυτόν τον Γερμανό προπονητή σαν μια οικογένεια.
Αν λοιπόν ο αδερφός σου δεν μπορεί να παίξει καλά τι κάνεις; Δεν τον παίρνεις κοντά, μόνο και μόνο για να έχεις ελπίδα να προκριθείς στο Μουντιάλ; Οικογένεια είναι αυτή;
Για τόσο μικρή χώρα, φαίνεται πως καλούτσικα τα καταφέρνει το Βέλγιο και στην επιστήμη και στο ποδόσφαιρο. Μπα… δεν είναι η αξιοκρατία το μυστικό. Ίσως να’ ναι η καλή τους μπίρα που τους φέρνει πιο κοντά… σαν οικογένεια ένα πράμα…