Την τελευταία του πνοή άφησε στις 18 Νοεμβρίου στο Ηράκλειο Κρήτης ο κορυφαίος Έλληνας βιολόγος Φώτης Καφάτος, ένας επιστήμονας με σημαντικό ερευνητικό έργο και διεθνές κύρος. Γεννήθηκε στις 16 Απριλίου του 1940 στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Στη συνέχεια σπούδασε Ζωολογία και Βιολογία στα Πανεπιστήμια Cornell (1961) και Harvard (1962) των ΗΠΑ και το 1965 αναγορεύτηκε διδάκτορας Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Harvard.
Από το 1965 έως το 1969 διατέλεσε επίκουρος καθηγητής της Βιολογίας στο Harvard University και από το 1969 μέχρι το 1994 τακτικός καθηγητής της Βιολογίας στο ίδιο πανεπιστήμιο, ενώ μεταξύ 1978 και 1981 διεύθυνε την έδρα της Κυτταρικής και Αναπτυξιακής Βιολογίας (Cellular and Developmental Biology-CDB).
Το 1972 έγινε τακτικός καθηγητής στην έδρα Γενικής Βιολογίας του Τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1982, οπότε εκλέχθηκε καθηγητής Mοριακής και Αναπτυξιακής Bιολογίας στο Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Την ίδια χρονιά (1982) ίδρυσε το Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας (ΙΜΒΒ), στο πλαίσιο του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ) που εδρεύει στο Ηράκλειο Κρήτης, και εργάσθηκε εκεί ως διευθυντής του μέχρι το 1993.
Από το 1993 μέχρι το 2005 διατέλεσε γενικός διευθυντής και επικεφαλής ερευνητικής ομάδας στο European Molecular Biology Laboratory (EMBL-Heidelberg, Germany), όπου υπό την καθοδήγησή του δημιουργήθηκαν επιτυχώς τρεις νέοι κλάδοι του EMBL: το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Βιοπληροφορικής (European Bioinformatics Institute, EBI) στο Hinxton, του Ηνωμένου Βασιλείου, το πρόγραμμα Βιολογίας των Ποντικών στο Monterotondo, της Ιταλίας, και η μονάδα αναπτυξιακής Βιολογίας στο Κεντρικό Εργαστήριο της Χαϊδελβέργης, στη Γερμανία.
Το 2005 έγινε καθηγητής της Ανοσογονιδιωματικής στο Imperial College, London, Department of Life Sciences, Division of Cell & Molecular Biology, Centre for Integrative Systems Biology. Το 2006 ανέλαβε πρώτος πρόεδρος του European Research Council (ERC), θέση από την οποία παραιτήθηκε το 2010, πριν από την επίσημη λήξη της θητείας του, προκειμένου να επιστρέψει στα διδακτικά και ερευνητικά του καθήκοντα και ειδικότερα στην έρευνα για την καταπολέμηση της ελονοσίας. Το 2007 εκλέχθηκε Adjunct Professor Ανοσολογίας και Λοιμωδών Νοσημάτων στη Harvard School of Public Health των ΗΠΑ.
Υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους στην παγίωση της μοριακής προσέγγισης της έρευνας της ανάπτυξης και στην καθιέρωση της τεχνολογίας του ανασυνδυασμένου DNA.
Χρησιμοποίησε την τεχνολογία αυτή σε πρωτοπόρες αναλύσεις της μοριακής γονιδιακής εξέλιξης στα έντομα. Υπήρξε ο θεμελιωτής του προγράμματος της χαρτογράφησης και αλληλούχισης του γονιδιώματος της Drosophila melanogaster και τη δεκαετία 2000-2010 ήταν πρωτοπόρος στην αποκρυπτογράφηση του κουνουπιού-φορέα της ελονοσίας στον άνθρωπο, καθώς και στην ανάπτυξη νέων προσεγγίσεων για την καταπολέμηση της ελονοσίας.
Τα επιστημονικά του επιτεύγματα έχουν αναγνωριστεί μέσα από πολυάριθμα μετάλλια, τιμητικούς τίτλους και αξιώματα καθηγητή και μέλους σε 9 Ακαδημίες, ανάμεσα στις οποίες η Εθνική Ακαδημία Επιστημών των ΗΠΑ, η Royal Society of London (ξένο μέλος), η Γαλλική Ακαδημία Επιστημών (Μέλος) και η Ποντιφική Ακαδημία Επιστημών.
Ο Αλέξης Τσίπρας έγραψε στο Twitter: «Ο Φώτης Καφάτος, ένας από τους σημαντικότερους μοριακούς βιολόγους διεθνώς και ένας από τους θεμελιωτές του Πανεπιστημίου Κρήτης, έφυγε από τη ζωή αφήνοντας μεγάλη κληρονομιά στους φοιτητές και τους συναδέλφους του. Συλλυπητήρια στους οικείους του».
Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης τόνισε: «Ο Φώτης Καφάτος ήταν ένας κορυφαίος επιστήμονας, σπουδαίος δάσκαλος και πάντα παθιασμένος με την Κρήτη! Μακάρι πόλλοι νεότεροι να ακολουθήσουν τα βηματά του».
- Πληροφορίες για το βιογραφικό του Φ. Καφάτου από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.