Το 2015, προς τα τέλη Ιουλίου ανέβαινα το Όρος Μελά στον Πόντο με το αυτοκίνητό μου και πήγαινα να προσκυνήσω στην Παναγία Σουμελά. Περίπου πέντε χιλιόμετρα πριν φτάσω, εντελώς απροσδόκητα, σε μια από τις πολλές απότομες στροφές, είδα από αριστερά μου μια ελληνική σημαία να τρέχει. Μια εικόνα απρόσμενη, που μόλις συνειδητοποίησα, είπα αυτός πρέπει να είναι ο Γιώργος Ζαχαριάδης, ο δρομέας μεγάλων αποστάσεων από την Άρδασα Πτολεμαΐδας (με καταγωγή από το Τορούλ Αργυρούπολης), που έκανε τάμα να τρέξει από την Παναγία Σουμελά του Βερμίου, ως την Παναγία Σουμελά του Πόντου για να προσκυνήσει.
Φρενάρισα, κατέβηκα από το αμάξι μου και του φώναξα: «Γιώργο Ζαχαριάδη»!
Σταμάτησε, με κοίταξε σαστισμένος, τυλιγμένος με την ελληνική σημαία και μου είπε στα ποντιακά, πιστεύοντας ότι είμαι ντόπιος. «Ποίος είσαι και απ’ όθεν είσαι;». «Γιώργο, του λέω, είμαι Έλληνας από την Θεσσαλονίκη. Πού είναι τα άλλα δύο άτομα που σε ακολουθούν;». Πιο πάνω, μου είπε, στα ρεστοράν πριν από τη Σουμελά, με περιμένουν.
Τον φίλησα συγκινημένος και πήγα να βρω τους δύο συντρόφους στο τάμα του Γιώργου. Βρήκα δύο ποντιοπούλια, τον Αβραάμ (Μάκη) Μιχαηλίδη, από την Ποντοκόμη Κοζάνης με καταγωγή, από την πατρίδα, από την Βαρενού Αργυρούπολης, και τον Στέφανο Τσιαρτσιανίδη, από το Μεσόβουνο Πτολεμαΐδας, με καταγωγή από τη Ζάρα της Σεβάστειας. Σε λίγο έφτασε ο δρομέας μας και ανεβήκαμε όλοι μαζί για τη Σουμελά, που ήταν δύο χιλιόμετρα πιο πάνω. Αυτοί με τα πόδια, εγώ με το αυτοκίνητο. Τον περίμενα, τράβηξα φωτογραφίες και βίντεο με την άφιξή του εκεί. Κρατούσε δύο μεγάλες λαμπάδες, –δώρο του σεβασμιότατου μητροπολίτη Δράμας Παύλου– για να ανάψει. Διασχίσαμε το μονοπάτι που οδηγεί στη Σουμελά, τον φωτογράφισα με τον Πόντιο λυράρη από την Ματσούκα που έπαιζε τη λύρα του και τον περίμενα στο πλάτωμα κάτω από το μοναστήρι μας.
Με τον Γιώργο Ζαχαριάδη
Εκεί, όταν ανέβηκαν και οι τρεις, άκουσα μια γυναικεία φωνή να μου λέει: «Πες του να γυρίσει την πλάτη του και να μείνει ακίνητος», δείχνοντας τον Στέφανο που φορούσε ένα μπλουζάκι του συλλόγου Ποντίων Πτολεμαΐδας, «να τον φωτογραφίσω». Την ρώτησα με ποιο γκρουπ είναι, πιστεύοντας ότι είναι μαζί με άλλους Έλληνες συνταξιδιώτες.
Μου είπε ότι είναι μόνιμη κάτοικος Σεβάστειας, παντρεμένη εδώ με έναν Κούρδο-Τούρκο, και ότι είναι Σπαρτιάτισσα.
Ήταν η σειρά μου να νιώσω έκπληξη! Η Μαριλένα έμεινε εκεί, μαζί μας – μας ένιωσε σαν οικογένεια, είπε. Ανάψαμε κεριά στον ειδικό χώρο, πολλά κεριά, και ο δρομέας μας γονάτισε και προσευχήθηκε με λυγμούς στα ριζά του βράχου. Του έδωσα, τιμής ένεκεν, αγίασμα και λάδι από τη Σουμελά του Βερμίου, να αγιάσει το μοναστήρι. Ανάψαμε καρβουνάκια, θυμίαμα, έβγαλα και το βρασμένο σιτάρι, και χάριν της Παναγίας, κάναμε κανονικό τρισάγιο. Στη συνέχεια μπήκαμε στο μοναστήρι όλοι μαζί και μετά από ώρα αποχωρήσαμε για την Τραπεζούντα. Πριν, έδωσα υπόσχεση στη Μαριλένα ότι του χρόνου θα την επισκεφθώ στο χωριό που έμενε, στο Ιμρανλί, εκατό χιλιόμετρα ανατολικά της Σεβάστειας.
Την επόμενη χρονιά, περί τα τέλη Ιουλίου 2016, πραγματικά, παρότι είχε γίνει το πραξικόπημα εκεί, πέντε μέρες μετά μπήκα στην Τουρκία για να πάω στην πατρίδα. Στο διάστημα που μεσολάβησε, η Μαριλένα είχε γεννήσει την κόρη της και ο έρωτάς τους απέκτησε καρπούς. Τους γνώρισα δύο και τους βρήκα τρεις. Βρήκα το χωριό, σύμφωνα με τις οδηγίες τους, και ανέβηκα στο σπίτι. Μετά την ξεκούραση ζήτησα να μάθω πώς και πού συνέβη το ευτυχές γεγονός που οδήγησε την Μαριλένα στο γάμο και στη Σεβάστεια.
Ο Ερσίν Κάπλαν, ο άντρας της, σπούδαζε στην Αγγλία κτηνίατρος. Ανέλπιστα, χωρίς να έχουν κάποιο κοινό φίλο, τον Σεπτέμβριο του 2012, της έκανε αίτημα φιλίας στο facebook. Έτσι γνωρίστηκαν και συνομιλούσαν στο facebook, και στο τηλέφωνο στα αγγλικά, και λίγο στο skype. Έπειτα της ζήτησε 24 Νοεμβρίου να έρθει στην Άγκυρα να γνωριστούν. Και το έκανε, ήρθε να τον βρει. Βέβαια, η μάνα της τα ήξερε όλα από την αρχή και την ενθάρρυνε να ακολουθήσει την καρδιά της, να ρισκάρει.
Ο Ερσίν και η Μαριλένα
Την πήγε στο πατρικό του να γνωρίσει τους γονείς του, ενώ η ίδια νόμιζε ότι θα έμενε σε ξενοδοχείο και μετά θα πήγαιναν στην Σεβάστεια, στο Ιμρανλί, όπου ο Ερσίν είναι διορισμένος ως κτηνίατρος. Εκείνος όμως είχε άλλα σχέδια: φαγητό με τους γονείς του που την καλοδέχτηκαν από την πρώτη στιγμή. Μετά από δύο μέρες έφυγαν για δύο βδομάδες στο Ιμρανλί και έφυγε από εκεί αρχές Δεκέμβρη, πάλι από Άγκυρα, γεμάτη δώρα από την μάνα του Ερσίν για τη δική της μάνα και την αδερφή της. Μια πολύ καλή σχέση, μα αυτά πριν από το γάμο. Μετά άλλαξαν όλα. Μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα, αφού πούλησε όλο το νοικοκυριό της και παρέα με τον σκύλο της τον Τόμι, αρχές Μάρτη, έφυγε πάλι να ζήσει πια με τον Ερσίν στην Σεβάστεια.
Ο Ερσίν της είχε πει να ετοιμάσει από εδώ τα χαρτιά του γάμου της, πράγμα που όπως είπε, δεν έκανε στην αρχή γιατί ήθελε πρώτα να ζήσει λίγο καιρό μαζί του. Μετά από την εγκατάσταση της, και μετά από δύο μήνες, άρχισαν τα προβλήματα. Η ίδια είχε ετοιμάσει πια τα χαρτιά της για γάμο, αλλά από την άλλη πλευρά υπήρχε ένταση μεταξύ των πεθερικών της που έδειχναν κάτι σαν αδιαφορία. Στο μεταξύ, η Μαριλένα, στους τρεις μήνες και εφόσον δεν είχε παντρευτεί, έπρεπε να γυρίσει στην Ελλάδα για να ανανεωθεί η παραμονή της εκεί. Με την επιστροφή της, αποφάσισε να δράσει για να βγει από το τέλμα.
Θέλησε να μιλήσει με τον πεθερό της για να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Ο πατέρας του Ερσίν εργαζόταν σε νυχτερινό κέντρο στην Άγκυρα, που είχε μέσα σερβιτόρες Ρωσίδες, με την ανάλογη συμπεριφορά, και νόμιζε ότι έτσι είναι και οι Ελληνίδες.
Του εξήγησε ότι οι Ελληνίδες είναι μετρημένες κοπέλες και έχει και αυτή μάνα που πλέον αναρωτιέται τι γίνεται.
Τότε ο πεθερός της, αντιλαμβανόμενος την ουσιαστική ψυχική διαφορά, έδωσε την ευχή του και έγινε ο γάμος. Παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο λόγω διαφοράς θρησκείας στο δημαρχείο, χωρίς να παρίσταται κανείς από γονείς, παρά μόνον συνάδελφοι από τη δουλειά του άντρα της και μάρτυρες ένα ζευγάρι.
Σε λίγο καιρό ήρθε και ο καρπός της αγάπης τους η μικρή Μεριέμ Ελίφ και ολοκληρώθηκε η οικογένειά τους. Την πρώτη εβδομάδα, μετά την γέννηση της, δηλώθηκε το όνομά της στο Δήμο γιατί παίρνουν αμέσως ταυτότητα εκεί. Έπειτα, κάποια στιγμή, έρχεται ο Χότζας στο σπίτι, παίρνει το παιδί αγκαλιά και λέει στο αυτάκι του τρεις φορές το όνομά του. Μετά πηγαίνει στο τζαμί και φωνάζει ότι δόθηκε σήμερα στην κόρη του Ερσίν Κάπλαν το όνομα τάδε, τρεις φορές. Έτσι, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, άνθησε ένας μεγάλος έρωτας…
Η Μαρία-Ελένη Διαμαντοπούλου του Δημητρίου και της Ηλέκτρας το γένος Τσαγκαρούλη, γεννήθηκε στον Αγ. Δημήτριο Αττικής, είναι βαπτισμένη στην Μονή Αμπελάκι, Μεγαλόπολης Αρκαδίας. Η καταγωγή του πατέρα της είναι από το χωριό Σπανέικα, είναι μεγαλωμένη στην Σελλασία Σπάρτης, στη Λακωνία (καταγωγή της μητέρας), έχει μια αδελφή μικρότερη που είναι κάτοικος Αθήνας.
Ο πατέρας του Ερσίν είναι Κούρδος αλεβίτης, κατάγεται από το χωριό Καβαλτζίκ-κιοΐ (kavalcik köy) κοινότητα Ιμρανλί, Δήμος Σεβάστειας. Ένα χωριό που επισκέφθηκα και μοιάζει με παρχάρι. Περίπου τρεις αιώνες ζουν εκεί οι Κούρδοι, και το νεκροταφείο τους είναι αντίστοιχα παλιό. Ναό δεν έχουν οι αλεβίτες, μα τα τελευταία εκατό χρόνια έκτισαν έναν θάλαμο, σαν σπίτι, κι εκεί προσεύχονταν. Η μάνα του είναι Τουρκάλα σουνίτισσα από την Ουκρανία, το γένος Γκιούλτεκιν, γεννημένη στο Μπόλου και μεγαλωμένη στην Άγκυρα.
Έτσι ενίσχυσα και εγώ τους δεσμούς μου με την πατρίδα με μια Σπαρτιάτισσα, φίλη πια, κι έναν φίλο Κούρδο. Είναι ευτυχία να έχεις φίλους στην αιώνια Εύξεινο Πατρίδα να σε σκέφτονται και να σε περιμένουν…
Κείμενο, φωτογραφίες: Μιχάλης Καϊκουνίδης.