Οι πολιτικές ανακατατάξεις μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου στην Ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια έδωσαν τη δυνατότητα να επανεμφανιστεί δυναμικά το μειονοτικό φαινόμενο. Ο ρόλος των εθνικών μειονοτήτων στις διακρατικές σχέσεις μπορεί να λάβει δύο βασικές διαστάσεις: Η πρώτη (αρνητική) αφορά τη λειτουργία τους ως πηγής αποσταθεροποίησης σε βάρος του κράτους διαβίωσης και με αιτήματα που φτάνουν μέχρι την απόσχιση. Η δεύτερη (θετική) αφορά τη δυναμική των εθνικών μειονοτήτων στη σύσφιξη των διακρατικών σχέσεων, λειτουργώντας ως γέφυρα επικοινωνίας. Πρόκειται για μια δυναμική κατάσταση με πολλά ενδεχόμενα.
Το θεωρητικό πλαίσιο (modus vivendi) που διέπει την μεταψυχροπολεμική περίοδο ως προς την καταλληλότερη (μετά από προτροπή και πιέσεις διεθνών δρώντων όπως ΕΕ, ΟΗΕ, ΔΑΣΕ-ΟΑΣΕ, Συμβούλιο της Ευρώπης) αντιμετώπιση του μειονοτικού ζητήματος έγκειται στο ότι: α) από τη μια τα κράτη θα παρέχουν δικαιώματα στις εθνικές μειονότητες, οι οποίες και εφόσον θα διαβιούν σε καθεστώτα φιλελεύθερων δημοκρατιών δεν θα έχουν λόγους να λειτουργούν ως παράγων αστάθειας, β) από την άλλη, ακριβώς η παροχή δικαιωμάτων θα επιτρέπει και στα κράτη να μη νιώθουν ότι απειλούνται – και εφόσον δεν κινδυνεύουν, δεν θα προβαίνουν σε επιθετικές ενέργειες. Ωστόσο η πολιτική αυτή για μια σειρά λόγους δεν έχει αντιμετωπίσει ακόμα το ζήτημα.
Στο άρθρο αυτό, χρησιμοποιώντας στοιχεία από τη ρεαλιστική σχολή τον διεθνών σχέσεων, θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε το ζήτημα της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία.
Ένα από τα βασικά στοιχεία της ρεαλιστικής σχολής αφορά την επιβίωση, όπου ουσιαστικά ο φόβος αναγκάζει τα κράτη να μεριμνούν, παρακάμπτοντας ηθικές αξίες, με απώτερο στόχο την επιβίωσή τους. Με δεδομένο ότι η ελληνική μειονότητα στην Αλβανία αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα, θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε (ως έσχατο ερώτημα πλέον) αν κινδυνεύει η ακεραιότητα του αλβανικού κράτους από την ύπαρξη και τη δράση της ελληνικής μειονότητας στο εσωτερικό του, προκειμένου να κατανοηθεί, αιτιολογηθεί, και εντέλει –αν ναι– να δικαιολογηθεί η αρνητική στάση των αλβανικών κυβερνήσεων σε όλη τη μεταβατική περίοδο.
Απαντώντας στο παραπάνω ερώτημα και με τα μέχρι σήμερα δεδομένα προκύπτει ότι τόσο τα όργανα πολιτικής εκπροσώπησης της ελληνικής μειονότητας (ΕΜ) όσο και τα μέλη της γενικά ναι μεν διεκδικούν δυναμικά τα δικαιώματα τους, χωρίς ωστόσο να λειτουργούν ως παράγων αστάθειας και χωρίς να προωθούν μαξιμαλιστικές θέσεις ή και αιτήματα απόσχισης. Απεναντίας, λειτουργούν με μετριοπαθή τρόπο και φιλοευρωπαϊκή πορεία, καθώς θεωρούν ότι ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης των προβλημάτων τους, αλλά και της Αλβανίας στο σύνολο της, είναι ο ευρωπαϊκός δρόμος.
Με βάση τα παραπάνω, το ζητούμενο πλέον σχετίζεται με το τι μπορεί να προκύψει από την ακολουθούμενη πολιτική της Αλβανίας.
Με δεδομένο ότι στη διεθνή πολιτική τα πάντα είναι ρευστά, εκτιμούμε ότι η Αλβανία δεν θα πρέπει να περιμένει πάντα μια πολιτική κατευνασμού από μέρους του ελληνικού παράγοντα.
Σύμφωνα με αρκετούς μελετητές των διεθνών σχέσεων, το «δίλημμα της ασφάλειας» είναι οι ενέργειες που κάνει κάποιο κράτος για να ενισχύσει τη δική του ασφάλεια, που εντέλει προκαλούν αντιδράσεις στα άλλα κράτη, ή δρώντες, και μπορεί να το καταστήσουν λιγότερο ασφαλές. Στο πλαίσιο αυτό, η επιθετικότητα του αλβανικού κράτους προς την ΕΜ δεν σχετίζεται με το δίλημμα της ασφάλειας, αλλά κυρίως με τη συνεχή προσπάθεια αποδυνάμωσης του ελληνικού στοιχείου, που πιθανόν να οδηγήσει στην εθνοκάθαρση, ακολουθώντας το παράδειγμα της Τουρκίας. Ωστόσο, η πολιτική αυτή ενδέχεται να στραφεί μπούμερανγκ. Ακολουθώντας πολιτική διώξεων (ως φαίνεται, προς στιγμήν, ότι επικρατεί) θα κατορθώσει να προκαλέσει αντιδράσεις από την ΕΜ, οι οποίες δεν θα αρκεστούν στο πλαίσιο των προηγούμενων ετών. Θα αναγκάσει τόσο τα μέλη της ΕΜ όσο και το ελληνικό κράτος να αντιδράσουν (θα κάνουν αυτό που κάνει αυτή με το Κόσοβο και τα Σκόπια) και να διεκδικήσουν ακόμη και την ένωση της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα.
Ακόμα, οι πολιτικές ελίτ του αλβανικού παράγοντα τυγχάνουν πλήρους υποστήριξης από τις ΗΠΑ για τις στρατηγικές που ακολουθούν στις περιπτώσεις Κόσοβου και Σκοπίων, και από την Τουρκία ως προς την Ελλάδα, υλοποιώντας σταδιακά τις αλυτρωτικές βλέψεις. Η κατάσταση αυτή τους έχει οδηγήσει στην αμετροέπεια. Ωστόσο, στην περίπτωση της ελληνικής μειονότητας και του ελληνικού κράτους, πράττοντας ορθολογικά, θα πρέπει να παρέχει όλα τα δικαιώματα στην ΕΜ και να αρκεστεί στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων.
Αυτό διότι η Ελλάδα όχι μόνο έχει υπεροχή ισχύος σε όλους τους τομείς απέναντι στην Αλβανία, αλλά αποτελεί πολύ αναγκαιότερο σύμμαχο για τις ΗΠΑ και την ΕΕ.
Σύμφωνα με τη ρεαλιστική σχολή των διεθνών σχέσεων τα μικρά κράτη πρέπει να αναπτύσσουν συμμαχίες με κράτη που τα υποστηρίζουν πραγματικά και όχι να προσδένονται στο άρμα κρατών που απλώς τα υποστηρίζουν συγκυριακά, προκειμένου να εξυπηρετούν δικά τους συμφέροντα, τα οποία, ακριβώς επειδή είναι συγκυριακά, μπορεί να αφήσουν τα μικρά κράτη απροστάτευτα. Επομένως, και κάνοντας μια υπόθεση εργασίας, όπου έστω ότι η Ελλάδα δέχεται περισσότερες πιέσεις από την Τουρκία στη Θράκη, η αντίδραση της Ελλάδας θα μετατοπιστεί προς την Αλβανία. Μεταφέρεται το ζήτημα στο πλαίσιο της ισχύος, γεγονός που δεν την συμφέρει. Επίσης, η επιθυμία και οι πιέσεις της Ελλάδας για την εδραίωση δημοκρατίας στην Αλβανία τάσσεται υπέρ του συνόλου των Αλβανών πολιτών και όχι μόνο προς όφελος των μελών της ΕΜ. Στον αντίποδα, η Τουρκία την βλέπει ως κράτος δορυφόρο, αδιαφορώντας για το είδος του πολιτεύματος και τις επιπτώσεις που θα έχει στον λαό. Τα προαναφερθέντα συνθέτουν ένα παζλ που πρέπει να οδηγήσει στην οικοδόμηση μιας στρατηγικής σχέσης Ελλάδας και Αλβανίας, καθώς έχουν περισσότερα κοινά παρά αντικρουόμενα συμφέροντα.
Παρ’ όλα αυτά η Αλβανία στρέφεται όχι μόνο κατά της ΕΜ, αλλά και γενικότερα κατά του ελληνισμού. Η Αλβανία αν όντως επιθυμεί το καλό της, επιβάλλεται να έχει καλές σχέσεις με τον ελληνικό παράγοντα, δεδομένης και της περιφερειακής και διεθνούς αστάθειας. Η αλβανική διπλωματία αποκωδικοποιεί λάθος την ελληνική πολιτική, καθώς και τη θέση όπου βρίσκεται η Ελλάδα (πιέσεις από την Τουρκία, πολιτικοοικονομικές συνθήκες κτλ.), και φέρεται ως μια μικρή Τουρκία. Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας αντλεί στοιχεία από τη φιλελεύθερη σχολή των διεθνών σχέσεων, διότι προσπαθεί να επιλύει τα διάφορα ζητήματα με βάση την ήπια ισχύ και την αλληλεξάρτηση. Ωστόσο, όσο η Ελλάδα θα νιώθει ότι θίγονται τα εθνικά της συμφέροντα τόσο θα αντιδρά, κάνοντας χρήση όλων των μέσων – θεμιτών και μη.
Τέλος, η Αλβανία μέχρι σήμερα θα πρέπει να θεωρεί τον εαυτό της τυχερό, καθώς έχει μια γείτονα χώρα που δεν συμπεριφέρεται όπως η Τουρκία στην Ελλάδα, με τα γνωστά αποτελέσματα για την Ελλάδα (αμυντικές δαπάνες κτλ.). Επομένως, ως ορθολογικός δρων πρέπει να αλλάξει την πολιτική της, καθώς (με βάση τις αποσχιστικές τάσεις που επικρατούν και κάνοντας μια προβολή στο μέλλον) θα αναγκάσει τον ελληνικό παράγοντα να κάνει χρήση της ισχύος του και ενδεχομένως να έχουμε και αλλαγή συνόρων, σε βάρος της Αλβανίας.
Βαλεντίνος Γκόρος
Απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης και κάτοχος μεταπτυχιακού στην Ανάλυση Δημοσίων και Ευρωπαϊκών Πολιτικών, στο ίδιο πανεπιστήμιο.