Ένα ιστορικό γεγονός όπως το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου, που μόνο του αυτό φτάνει για να μας περιγράψει έναν λαό ολάκερο, να μας δώσει τα μέτρα της ηθικής δύναμής του και την ερμηνεία της κοσμοθεωρίας του, ένα τέτοιο γεγονός γράφεται και μένει παντού – στις καρδιές, στο νου μας, αιώνιο με την τεράστια σημασία του στην ανθρώπινη ιστορία.
Τρομαχτικό στο μέγεθος του, τραγικό στην ουσία του, ήταν η απόπειρα του λαού μας να δηλώσει έτσι απλά και έντιμα την πίστη και την αγάπη του στις μεγάλες αξίες με μια αιματηρή σπονδή.
Η δικαίωση αυτής της χειρονομίας κι η αποζημίωσή της ήταν μεγάλη. Η παγκόσμια συνείδηση εθαύμασε μέσα στην υπεράνθρωπη αυτήν πράξη την ακεραιότητα και το θάρρος, τη λεβεντιά και την ξεγνοιασιά του δυνατού αυτού λαού. Το ολοκαύτωμα το πήραν ποιητές και το τραγούδησαν, ζωγράφοι και το απεικόνισαν, διανοούμενοι και το τοποθέτησαν σε περίβλεπτη θέση μέσα στην ιστορία. Έτσι όπως ήταν ωμό και τραγικό, με τη σφραγίδα του θαρραλέου και υπεράνθρωπου, έγινε θρύλος που τον τραγουδεί και τον διηγείται, ο λαός μας με τον ίδιο απέριττο κι απλό ποιητικό τρόπο που τραγουδά και διηγείται τα τιτάνια έργα και το τραγικό χαροπάλεμα του Διγενή, που κάποτε ασφαλώς ήταν πρόσωπο υπαρκτό.
Ο ίδιος ο λαός δημιουργεί τα ολοκαυτώματα – αυτός μόνος του τα ζει, αυτός και τα τραγουδά, και φαίνεται μέσα στην ποίησή του ακέραιος, όπως είναι στη ζωή.
Εγώ ‘μαι τσ’ αστραπής παιδί και τση βροντής εγγόνι,
σα θέλω αστραφτεί και βροντά, σα θέλω πέφτει χιόνι.
Και βλέπεις μέσα σ’ αυτό το δίστιχο όλη τη σύνθεση των δυνάμεων που κάνουν ικανό τον άνθρωπο γι’ αυτοθυσίες.
Την ιστορία του εδώ ο ποιητής λαός την αρχίζει με τον προσδιορισμό του χρόνου, που ήρθε ο Μουσταφάς στην Κρήτη, για να καταπνίξει την επανάστασή της:
Στα χίλια οκτακόσια εις τα εξήντα έξι
την Κρήτη ο Μουσταφάς Πασάς ήρθε να ειρηνέψει.
Η Κρήτη επανάσταση εντάκαρε να κάνει
κι αποζυγώνει την Τουρκιά, στα κάστρα τήνε βάνει.
Ύστερα μιλεί για το πέρασμα του Τούρκου από τους Κρητικούς τόπους και θρηνεί το ρήμαγμά τους:
Κατακαημένο Ρέθεμνος κι εσείς οι Αμαριώτες,
Μυλοποτάμου τα χωργιά κι Ανωγειολιβαδιώτες.
Έτσι φτάνει στο γεγονός του Αρκαδιού, που ο γενναίος Ηγούμενός του αψήφησε τις απειλές του Τούρκου.
Κι εμήνυσε στο Γούμενο να πά’ να προσκυνήσει
το Μοναστήρι του άκαγο αν θέλει να τ’ αφήσει.
Κι ο Γούμενος του μήνυσε, όντεν ορίζης έλα,
μα ‘μείς δε σε φοβούμαστε, δεν είμαστε κοπέλια.
Παρουσιάζει ύστερα την εικόνα του Αρκαδιού με τους πολεμιστές έτοιμους ν’ αντισταθούν στον Τούρκο, και τα γυναικόπαιδα να βοηθήσουν στον Αγώνα.
Διακόσιοι πενήντα εννιά ήτανε του πολέμου
και τ’ άρματά τους σάζουνε τσι Τούρκους περιμένουν.
Ήσανε γυναικόπαιδα πλια από εξακόσια,
κοράσια αγγελόπλαστα και παλληκάρια τόσα.
Στσ’ αγκάλες είχαν τα παιδιά οι μάνες οι καημένες
και τα γλυκοφιλούσανε κι ήτανε λυπημένες.
Οι Χριστιανοί των είπανε – καλώς ήρθατε Αγάδες
σήμερο θ’ ανταλλάξομε αντρίστικα τσι μπάλες.
Ήρθε η ώρα κι ο καιρός κι οι γι’ άντρες πολεμούσι,
γυναίκες, κόρες και παιδιά φυσέκια κουβαλούσι.
Τρεις μέρες πολεμούν, τα κορμιά πέφτουν και δε φτάνει μόνο η μεγάλη αριθμητική υπεροχή των Τούρκων μόνο έρχεται και η βροχή ν’ αχρηστέψει τα λίγα όπλα των χριστιανών.
Τρεις μέρες κάνουν πόλεμο, τσι Τούρκους πολεμούνε
νερό, φυσέκια και φαγιά οι κόρες κουβαλούνε.
Σέρνει ο Κούβος το σπαθί κι ο Δράκος το μαχαίρι,
κι ο Σπύρος με το Φρούραρχο και πέφτουνε στ’ ασκέρι.
Εκειά εγίνηκε σφαγή και σκοτωμός μεγάλος
που δεν εξαναγίνηκε ποτέ στην Κρήτη άλλος.
Βροχή μεγάλη ήπεφτε στω Χριστιανώ τη θέση
τα όπλα δεν έπερναν φωθιά μα πάλι αυτοί δε κλαίσι.
Πάνω σ’ αυτές τις κρίσιμες στιγμές σκοτώνεται ο Ηγούμενος.
Κλάψετε και θρηνήσετε περίσσια και μεγάλα,
τση μαύρης Κρήτης τον υγιό, του Αρκαδιού τον άντρα.
Η προτομή του αγωνιστή Κώστα Γιαμπουδάκη
Οι πόρτες του Μοναστηριού σπουν, οι Τούρκοι μπαίνουν, η σφαγή αρχινά, μα όσοι μείναν δε θέλουν να πιαστούν ζωντανοί και παίρνουν τη μεγάλη απόφαση να πεθάνουν για να γλυτώσουν την ατίμωση.
Μεγάλο εγίνη μακελειό κι ο Χάρος εβρυχάτο
βροντή, σεισμός και μπαλωτές, κορμιά κομμαθιασμένα
άντρες, γυναίκες και παιδιά στα νέφαλα ανεβαίνα.
Βρούχος μεγάλ’ ακούστηκε και σείσθ’ ο Ψηλορείτης,
σαν κάτεργο όλο το νησί κουνήθηκε τση Κρήτης.
Του τοπανέ, δώσαν φωθιά και χάλασε τ’ Αρκάδι,
και πλάκωσε τσι ταχτικούς με τσι Ρωμιούς ομάδι.
Εκειά εθώριες τα κορμιά κι ήτονε πεταμένα,
εις τσι τροχάλους, στα κλαδιά ήταν κομμαθιασμένα.
Άνθρωπος δεν τα γνώριζε για να τα ξεχωρίσει,
κι η γης απού’ τον πράσινη με χόρτα στολισμένη
εδά ‘ναι με τα αίματα χιλιολαντουρισμένη.
Έτσι είδε ο λαϊκός ποιητής της Κρήτης το ολοκαύτωμα, κι ένας άλλος από την Έμβρο πετώντας με τη φαντασία του για να συλλάβει το καθολικό γεγονός, συνιστά σ’ ολόκληρη την Ελλάδα να μη γιορτάσει τις Άγιες μέρες κείνης της χρονιάς μόνο να κλάψει τους σκοτωμένους του Αρκαδιού, όπου:
Πεινούν οι ζωντανοί και κλαίνε οι πεθαμένοι
έχει και νιες, έχει και νιους, παιδιά σαν αγγελούδια,
που τα θερίζει το σπαθί του Τούρκου σαν πουλούδια.
Η ποίηση αυτή είναι απλή και πολλές φορές άτεχνη, μα ό,τι αξίζει εδώ είναι η ευαισθησία του λαού και η αληθινή συγκίνησή του.
Μανόλης Δουλγεράκης, 1976.
- Πηγή: vivi.pblogs.gr / Κρητίστωρ.