Αν υπογραμμίζει κάτι η σημερινή επέτειος της 28ης Οκτωβρίου 1940, είναι το ξέπλυμα της ντροπής ενός λαού που από δικά του λάθη υπέστη ταπεινωτική ήττα το 1922. Μια νέα, άνευ όρων, υποδούλωση θα ήταν βάρος δυσβάστακτο. Ο ελληνικός στρατός, ο επιστρατευμένος ελληνικός λαός αλλά και όλοι οι Έλληνες πέτυχαν να κερδίσουν μια μάχη στις κορυφές της Πίνδου εναντίον ενός υπέρτερου αντιπάλου.
Αλλά είχαν δύο στοιχεία τα οποία αποδείχτηκαν σαρωτικά πλεονεκτήματα. Το ένα η αποφασιστικότητα για τη νίκη, και το άλλο η ενότητα.
Το «Όχι» διατυπώθηκε από έναν κυβερνήτη που ασκούσε δικτατορική εξουσία και γράφηκε με το αίμα του λαού. Αλλά στο «Όχι» αυτό συναίνεσε και συμπαρατάχτηκε στη μάχη ακόμη και ο κύριος και θανατηφόρος αντίπαλος της τότε πολιτικής τάξης, το ΚΚΕ, και οι κάθε μορφής κομμουνιστές. Και αυτό υπογραμμίζει την πολλαπλασιαστική σημασία της ενότητας ενός αποφασισμένου λαού.
Οι διαφορές επιχειρήθηκε να λυθούν αργότερα και αυτό έγινε με καταστρεπτικό τρόπο και για τη χώρα και για το λαό. Αλλά τη στιγμή της μάχης πρώτευσε η ενότητα.
Αυτό είναι ένα διαχρονικό μήνυμα το οποίο θα πρέπει να έχουμε και σήμερα υπόψη μας. Διότι και σήμερα απειλούμεθα. Ίσως όχι με τόσο άμεσο τρόπο, αλλά απειλούμεθα. Η απειλή έχει γίνει συνείδηση, η αντιμετώπισή της, όμως, θυμίζει τις τελευταίες στιγμές του «Τιτανικού». Η μπάντα συνεχίζει να παίζει.
Δεν υπονοεί κανείς ότι θα πρέπει να πάρουμε τα όπλα και να βγούμε στους δρόμους.
Αλλά όλοι, πλέον, γνωρίζουν καλά πως η αντιμετώπιση μιας απειλής προϋποθέτει τρία απλά πράγματα: αποφασιστικότητα, ενότητα, και –πολιτική, διπλωματική και, κυρίως, στρατιωτική– προετοιμασία. Αποφασιστικότητα δεν φαίνεται να υπάρχει. Η ενότητα έχει διαρραγεί και το χάσμα μεγάλωσε με την κρίση. Οι πολιτικοί μας δεν θέλουν να βάλουν στο νου τους το ενδεχόμενο μιας αποτροπής (η πραγματικότητα, όμως, δεν ξορκίζεται με μάγια), και η στρατιωτική ανισορροπία είναι σε βάρος μας.
Πολλοί προτείνουν την πολιτική και διπλωματική δραστηριότητα ως τα μόνα μέσα για την αποτροπή ενός επιθετικού γεγονότος. Αλλά προφανώς λησμονούν πως καμιά πολιτική και διπλωματική δράση δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική όταν δεν βασίζεται σε μια ισχυρή επίδειξη αμυντικής, αποτρεπτικής ικανότητας. Κανέναν ικέτη δεν λαμβάνει υπόψη η διεθνής κοινότητα αν δεν μπορεί να σταθεί ο ίδιος στα πόδια του.
Η οικονομική κρίση το απέδειξε. Υποτίθεται ότι ένα κράτος είναι κυρίαρχο όταν μπορεί και νομοθετεί. Όταν, δηλαδή, αποφασίζει το ίδιο τις επιλογές και την πολιτική του. Στην Ελλάδα δεν συμβαίνει αυτό. Και το παραμικρό νομοσχέδιο για να εισαχθεί στη Βουλή προϋποθέτει την έγκριση της τρόικας.
Η αναζήτηση διεθνών ερεισμάτων είναι εκ των ουκ άνευ για την επιβίωση ενός, αριθμητικά, μικρού λαού. Η ήπια πολιτική που μπορούσαμε να ασκήσουμε στο πλαίσιο της συμμετοχής μας στην ΕΕ δεν είναι, πλέον, αποδοτική. Ούτε οι ηγεμονεύουσες της Ένωσης χώρες, ούτε η ίδια η Τουρκία θέλουν να προχωρήσει η ενταξιακή πορεία της, οπότε και οι προϋποθέσεις που θα μπορούσαν να τεθούν αίρονται.
Με μια βαθιά οικονομική και αξιακή κρίση, και με μια ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων, είμαστε εντελώς εκτεθειμένοι.
Η κατάσταση θυμίζει τα χρόνια πριν από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης, όταν διάφοροι ειδικοί εξηγούσαν τα μεγάλα προβλήματα και σταματούσαμε στην περιγραφή. Κανείς δεν ήταν αποφασισμένος να λάβει μέτρα, ούτε ο λαός να τα αποδεχθεί.
Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα στον αμυντικό τομέα. Περιγράφουμε την ανισορροπία στο εξοπλιστικό ισοζύγιο αλλά μέχρι εκεί.
Μετά την επίσκεψη του κυβερνητικού κλιμακίου στις ΗΠΑ ανακοινώθηκαν ορισμένα μέτρα, όπως η αναβάθμιση των F-16. Η κυβέρνηση υπέστη διττή κριτική. Από τους στρατιωτικούς ειδήμονες τέθηκε το ερώτημα μήπως πριν από την αναβάθμιση πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η γειτονική χώρα θα προμηθευτεί πολύ πιο εκσυγχρονισμένα όπλα (F-35), οπότε η αναβάθμιση δεν θα έχει σημασία. Κάτι πιο σύνθετο πρέπει να αποφασιστεί.
Αλλά και από το εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος, δυνάμεις του αντιτάχθηκαν σε οποιαδήποτε προμήθεια ή εκσυγχρονισμό οπλικών συστημάτων. Το ερώτημα που ανακύπτει εδώ είναι πρώτον ποιος αποφασίζει και δεύτερον τι θα γίνει αν συμβεί κάτι απρόβλεπτο και καταστροφικό για την ακεραιότητα της χώρας.
Στην κυβερνητική επίσκεψη στις ΗΠΑ συμμετείχε ο υπουργός Άμυνας, τον οποίο είδαμε σκεπτικό στη Βουλή όταν συζητείτο το θέμα της αναβάθμισης των αεροπλάνων, αλλά και ο υπουργός εξωτερικών. Το υπουργείο Εξωτερικών φαίνεται να έχει αντιμετωπίσει με αρκετή επιτυχία ζητήματα που άπτονται της αρμοδιότητάς του. Ακόμη και η επίσκεψη του κυβερνητικού κλιμακίου (με επικεφαλής τον πρωθυπουργό) στις ΗΠΑ ήταν και αυτή επιτυχής, ως γεγονός. Δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για τα αποτελέσματά της αν αυτά εξαντλούνται σε όσα έγιναν δημοσίως γνωστά. Θέλουμε να ελπίζουμε πως υπήρξε και μια μη ανακοινώσιμη ατζέντα που θα αναγνωρίζει έναν νέο γεωπολιτικό ρόλο της χώρας και θα παρέχει εγγυήσεις ασφάλειας.
Η Σούδα, για παράδειγμα, είναι ένα ζήτημα για το οποίο δεν ανακοινώθηκε τίποτε ουσιαστικό δημοσίως, και το οποίο αποκλείεται να μη συζητήθηκε.
Από τύχη ή καλό προγραμματισμό –δεν το γνωρίζω–, οι συναντήσεις στις ΗΠΑ προηγήθηκαν της επίσκεψης του Έλληνα υπουργού εξωτερικών στην Άγκυρα. Ο Ν. Κοτζιάς είχε μια πολύ καλή εικόνα των προθέσεων Ευρώπης και ΗΠΑ (για τη Ρωσία θα γράψουμε σε επόμενο σημείωμά μας), στην περιοχή.
Με βάση λοιπόν τα όσα συμφωνήθηκαν στις ΗΠΑ, θα γίνει δεκτός περί τα τέλη Νοεμβρίου στην Αθήνα και ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν.
Αλλά για τον Ερντογάν, μετά από τόσα χρόνια στην εξουσία, είναι γνωστά δύο πράγματα. Πρώτον ότι εκείνο που υπολογίζει και χρησιμοποιεί είναι μόνο η ισχύς, και δεύτερον ότι φθάνει στα όρια που τον παίρνει να φθάσει. Και αντιλαμβάνεται πολύ καλά τα όρια αυτά.
Η ιστορία μάς έχει δείξει –και η σημερινή επέτειος χαρακτηρίζεται κυρίως από αυτό– πως όταν θέλουμε, μπορούμε. Αλλά δυστυχώς, αυτό το «θέλουμε» ενεργοποιείται την τελευταία κρίσιμη στιγμή. Η οποία πολλές φορές είναι αργά.