Η γενική εκτίμηση στα άρθρα που διαβάζουμε σήμερα για τις γερμανικές εκλογές είναι ότι η Άνγκελα Μέρκελ κέρδισε μια πύρρειο νίκη, το SPD υπέστη καθίζηση και οι ακροδεξιοί του AfD είναι οι κερδισμένοι των εκλογών, με το 13% που συγκέντρωσαν.
Όταν ένα κόμμα, όπως αυτό της Μέρκελ, είναι στην εξουσία επί 12 συναπτά έτη και κερδίζει άλλη μια τετραετία με διαφορά 12% από το δεύτερο, αυτό δεν είναι ήττα.
Και, όταν, μάλιστα, την περίοδο που βρίσκεται στην εξουσία διαχειρίζεται μια από τις χειρότερες οικονομικές κρίσεις, μια τεράστια προσφυγική εισβολή και τη μεταβατική περίοδο προς νέες μορφές παγκοσμιοποίησης. Είναι σαφής νίκη. Αν μετά από 12 χρόνια στην εξουσία ένα κόμμα εμφανιζόταν χωρίς απώλειες τότε θα είχαμε ανατροπή όλων των στατιστικών δεδομένων που έχουν σχέση με την πολιτική. Η Μέρκελ κέρδισε τις εκλογές όπως αναμενόταν, και το SPD έχασε, όπως και πάλι αναμενόταν. Το ποσοστό δε του ακροδεξιού AfD ήταν απολύτως αναμενόμενο.
Η Γερμανία είναι σήμερα μια χώρα δημοκρατική, αλλά η χώρα που οδήγησε την Ευρώπη σε δύο παγκόσμιους πολέμους είναι αδύνατον να μην έχει στους κόλπους της ένα ποσοστό ανθρώπων με ακραίες αντιλήψεις. Και –για να είμαστε αντικειμενικοί στις προσεγγίσεις μας– το AfD μπορεί να είναι ξενοφοβικό και αντιευρωπαϊκό, δεν έχει δώσει δείγματα ωστόσο ότι είναι ναζιστικό. Οι πολιτικές αναλύσεις δεν γίνονται στη βάση ενός βολονταρισμού του αναλυτή.
Το SPD πήρε το μήνυμα
Θα περάσει στην αντιπολίτευση. Έπρεπε να το κάνει εδώ και καιρό. Τα 15 από τα τελευταία 19 χρόνια βρίσκεται στην κυβέρνηση. Η διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας δεν του άφηνε περιθώριο να σκεφτεί την ταυτότητά του. Τι είναι και τι εκπροσωπεί. Στην αντιπολίτευση θα πρέπει να επαναπροσδιορίσει την ιδεολογία, την πολιτική και τους στόχους του. Είναι το μεγαλύτερο σοσιαλιστικό κόμμα στην Ευρώπη, και αυτό από το οποίο, ενδεχομένως, να υπάρξει μια νέα σοσιαλδημοκρατική πρόταση. Αυτό το κενό, της νέας Σοσιαλδημοκρατίας, δεν μπορεί να το καλύψει ούτε η ελληνική Αριστερά, ούτε η κατακερματισμένη πια ιταλική, ούτε από ό,τι φαίνεται η διαλυμένη γαλλική. Πέφτει στους ώμους της γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας η οποία έχει βαριά ιστορία.
Χρειάζεται πολιτικούς αλλά και διανοουμένους. Μέχρι σήμερα δεν έχουν εμφανιστεί ούτε οι μεν ούτε οι δε.
Το 1998 το 49% των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης προτιμούσε το SPD και το 29% το CDU, στις εκλογές της Κυριακής τα ποσοστά αυτά μειώθηκαν σε 25% και 23% αντίστοιχα. Η εργατική τάξη εγκαταλείπει τα παραδοσιακά κόμματα που υποστήριζε, αλλά πρώτα τα κόμματα αυτά εγκατέλειψαν την εργατική τάξη. Η απάντηση της Σοσιαλδημοκρατίας στην παγκοσμιοποίηση ήταν ο «αριστερός νεοφιλελευθερισμός». Η διαχρονική εκλογική επιτυχία του κόμματος της Μέρκελ οφείλεται στα νεοφιλελεύθερα μέτρα που πήρε ο σοσιαλδημοκράτης Σρέντερ, όταν ήταν στην εξουσία. Αλλά, η δυναμική των μέτρων εκείνων εξαντλήθηκε. Όπως και εξέλιπε η παραδοσιακή εργατική τάξη. Δεν υπάρχει ο γνωστός προλετάριος. Και σε λίγα χρόνια θα αλλάξει εντελώς και ο εργαζόμενος. Η επανάσταση της ρομποτικής τεχνολογίας θα είναι καταλυτική. Αυτά που έχουμε βιώσει ως σήμερα δεν είναι τίποτε μπροστά στις αλλαγές που έρχονται στην παραγωγή σε πέντε με δέκα χρόνια. Και εκεί παίζεται το παιχνίδι. Με άλλους όρους, ίσως καταστεί επίκαιρο αυτό που είπε ο Λένιν το 1922 κρίνοντας το σύνθημα «δημοκρατία στην παραγωγή», που υποστήριζε ο Μπουχάριν: «Η παραγωγή είναι πάντοτε αναγκαία, η δημοκρατία όχι…» είπε ο ηγέτης της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Αυτή η σχέση κοινωνίας, δημοκρατίας και παραγωγής επαναπροσδιορίζεται με τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις.
Η Γερμανία κινείται πολύ αργά
Το θέμα αυτό δεν το έχει αντιληφθεί ούτε το κόμμα της Μέρκελ. Οι αλλαγές που επιφέρει η τεχνολογία είναι ταχύτατες, και η Γερμανία κινείται πολύ αργά. Έτσι θα συνεχίσει να κινείται και στο μέλλον. Αν και η ελίτ της αντιλαμβάνεται πως μπορεί, σήμερα, να βρίσκεται στην διεθνή πρωτοπορία σε ό,τι αφορά την παραγωγή προϊόντων, η εποχή αυτή, όμως, φθάνει στο τέλος της διότι οι ανταγωνιστές της την πλησιάζουν.
Η Γερμανία πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και η προσαρμογή αυτή θα γίνει διότι διαθέτει ισχυρή και σκληρή αστική τάξη.
Όταν η τάξη αυτή ενοχλήθηκε από τα μέτρα που πήγε να πάρει ο Όσκαρ Λαφοντέν ως υπουργός Οικονομικών, ο ισχυρός Γερμανός πολιτικός εξαφανίστηκε εν μια νυκτί. Την επομένη δεν πήγε στο υπουργείο του και εξήγηση δεν δόθηκε καμιά. Συνεπώς, είναι αβάσιμο να λέγεται πως οι ιδεοληψίες οποιουδήποτε μικρού ή μεγαλύτερου κόμματος θα καθορίσουν τη γερμανική πολιτική. Η πολιτική αυτή θα στραφεί προς τα εκεί που θα συμφέρει τη χώρα.
Ποιο θα είναι, λοιπόν, το συμφέρον της Γερμανίας στο επόμενο διάστημα; Από την απάντηση που θα δοθεί στο ερώτημα αυτό θα εξαρτηθούν οι γερμανικές επιλογές. Όχι από το τι λέει ο κάθε βουλευτής ή μικροστέλεχος των κομμάτων.
Το τέλος του μεγάλου συνασπισμού και η νέα κυβέρνηση
Η Γερμανία δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο με τον μεγάλο συνασπισμό. Ο κόσμος εγκαταλείπει τα μεγάλα παραδοσιακά κόμματα και τον κόσμο αυτό θα πρέπει να τον συσπειρώσει ένα κόμμα στο οποίο θα μπορέσουν να πιστέψουν οι δυσαρεστημένοι. Το κόμμα αυτό, όμως, θα πρέπει να είναι αποδεκτό και από το κατεστημένο. Οι σοσιαλδημοκράτες μπορούν να επιτελέσουν το ρόλο αυτόν. Αν τα καταφέρουν, η επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα είναι δική τους.
Το πιθανότερο κυβερνητικό σενάριο στη Γερμανία είναι τα χρώματα της σημαίας της Τζαμάικας: Χριστιανοδημοκράτες, Φιλελεύθεροι, Πράσινοι.
Δύο εταίροι των Χριστιανοδημοκρατών που θα αλληλοεξουδετερώνονται, οπότε η τελική απόφαση θα βρίσκεται στα χέρια της Μέρκελ.
Το μέλλον της Ευρώπης
Η Ευρώπη συμφέρει, ακόμη, στη Γερμανία. Αν και οι ίδιοι οι Γερμανοί κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν όταν τους το επισημαίνεις, η Γερμανία μόνη της είναι μικρή δύναμη στη διεθνή σκηνή. Ως ηγεμονεύουσα της Ευρώπης διαδραματίζει ρόλο στην πρώτη γραμμή. Δεν φαίνεται να έχει λόγους να εγκαταλείψει την Ευρώπη. Ποια Ευρώπη, όμως; Ούτε η σημερινή αλλά ούτε και η Ευρώπη του Μακρόν. Μια Ευρώπη στην οποία θα συγκλίνει ο γαλλογερμανικός άξονας και της οποίας τα χαρακτηριστικά δεν είναι, ακόμη, αδρά.
Το ερώτημα, για εμάς, είναι αν αυτή η Ευρώπη θα περιλαμβάνει και την Ελλάδα. Με όσα είναι αυτήν τη στιγμή γνωστά, η απάντηση είναι θετική.
Η Γερμανία στη νέα πολιτική της θα έχει προβλήματα διαφορετικής φύσεως με διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Με την Ελλάδα οικονομικά, με την Ουγγαρία και την Πολωνία διαχείρισης των προσφύγων, με άλλες χώρες διάφορα άλλα. Θα πρέπει να συνθέσει. Δεν είναι σίγουρο ότι μπορεί.
Και η αστική της τάξη και η διανόησή της και οι πολιτικοί της αλλά και ο λαός της έχουν την άποψη πως θα πρέπει να είναι πρώτοι και μόνοι. Να ωφελούνται αυτοί και οι άλλοι ας χάνουν. Οι χθεσινές εκλογές κατέδειξαν ότι και με αυτό ως δεδομένο οι ψηφοφόροι δεν ήταν ικανοποιημένοι από την κυβέρνησή τους. Τι επιθυμούν;
Όσοι γνωρίζουν καλά τη Γερμανία –και το ακούσαμε και στις συζητήσεις που έγιναν στην τηλεόραση– υποστηρίζουν πως η χώρα έχει προβλήματα στις υποδομές της, στο εκπαιδευτικό σύστημά της, στο σύστημα υγείας κτλ. Το μεταναστευτικό ήταν ένα επιπλέον πρόβλημα.
Οι γερμανοτουρκικές σχέσεις
Θα μπορέσει να τα διαχειριστεί αυτά η Άνγκελα Μέρκελ; Οι Χριστιανοδημοκράτες φαίνονται φειδωλοί στο θέμα των οικονομικών παροχών, αν και το θησαυροφυλάκιο της χώρας πρέπει να είναι γεμάτο. Στο θέμα των μεταναστών θα υπάρξουν εξελίξεις που ίσως ευνοήσουν και την Ελλάδα, σε περίπτωση που το Βερολίνο επιβάλλει την κατανομή τους στις ευρωπαϊκές χώρες. Αλλά θα πρέπει να διαμορφώσει καλές σχέσεις και με την Τουρκία, διότι το προσφυγικό είναι ένα ζήτημα που μπορεί να το χρησιμοποιήσει ο αδίστακτος ο Ερντογάν. Με τεταμένες τις γερμανοτουρκικές σχέσεις τα πράγματα θα είναι δύσκολα και για την Ελλάδα.
Θα θελήσει η Μέρκελ να βελτιώσει τις σχέσεις της με την Άγκυρα; Πώς θα αντιδράσουν οι Φιλελεύθεροι ως κυβερνητικός της εταίρος;
Η Τουρκία έχει παραδοσιακά καλές σχέσεις με τη Γερμανία και οι γερμανικές βιομηχανίες έχουν αναπτύξει σημαντικές εργασίες με την Τουρκία. Βελτίωση στις σχέσεις των δύο χωρών θα υπάρξει, έστω και αν πάρει χρόνο. Δεν είναι σίγουρο όμως πως η Τουρκία χωράει στη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική.
Τέλος, εκεί που θα κληθεί να απαντήσει η νέα γερμανική κυβέρνηση είναι τι μέτρα θα πάρει για να κρατηθεί η Γερμανία στην κορυφή του νέου παγκόσμιου περιβάλλοντος. Δεν αποκλείεται η Μέρκελ να προσπαθήσει να χρονοτριβήσει στο θέμα αυτό και να αφήσει τη νέα σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση το 2022 να τα χρεωθεί.