Γεννήθ’κα στο χωριό Φανάρι της επαρχίας Σηλυβρίας, της Ανατολικής Θράκης. Τον πατέρα μ’ τον λέγαν’ Δημήτριο και τη μάνα μ’ Ζηνοβία, το γένος Λαίμου. Εμείς ήμαστ’ν πέντε αδέλφια.
Ήρθα πεντέξ’ χρονώ παιδάκι από κει. Ήρθαμε με τον μπαμπά μ’ τον μακαρίτ’.
Θυμάμαι ήτανε να φύγουμε, φόρτωσε στο κάρο στάρια, αλεύρια, ό,τι μπόραγε να κουβαλήσει. Πήραμε και τα ζώα μ’ς, τα πρόβατα μ’ς, τα κατσίκια μ’ς. Η μάνα μ’, ο πατέρας μ’, έκαναν το σταυρό τ’ς στο εικονοστάσι και κλείσανε το σπιτ’. «Αμάν, ξεχάσαμε το γουρούν’ στην κοτάρα κλεισμένο. Πάνε Δημητρό να τ’ αμολύκεις», είπε η μάνα μ’.
Ο πατέρας μ’ πήρε το σκεπάρνι, πήγε έσπασε τα σανίδια και τ’ αμόλησε ελεύθερο. Εκείνο πήγε κατευθείαν στο σπίτι κι άρχισε να τρώει αχόρταγα. «Τρώει τα στάρια μας!», είπα. Τι ήταν να το πω; Η μάνα μ’ κι ο πατέρας μ’ αρχίνησαν να κλαίνε. Μ’ ανέβασε στο κάρο να φύγουμε και ρώτησα: «Πού παμ’;» «Θα πάρουμ’ ένα δρόμο, πού θα μας βγαλ’ δεν ξέρουμ’!» με είπανε.
Απ’ το Φανάρι ήρθαμε με τα κάρα και περπατώντας. Εγώ ήμαν παιδαρέλι και μ’ είχαν όλο απάνω στο κάρο. Γιατί ετοιμάσαμ’ κι αλεύρια και στάρια απάνω στα κάρα, για να φτιάνουμ’ ψωμί και πιττάκια.
Ήρθαμε, λοιπόν, το ’22 από την Τουρκία και εγκατασταθήκαμε στο Τζίκιζλι στη Θαλασσιά. Καθήσαμε σ’ αυτό το σπίτι, που τώρα το έχει ο Στέλιος ο Αναστασίου. Εκεί μέσα σε κείνα τα χαρέμια του Χατζημουσταφά μείναμ’. Εκεί στη Θαλασσιά, θυμάμαι, πέρναγαν οι καμήλες στη σειρά, φορτωμένες από τα καμποχώρια στάρια ή καλαμπόκια, πηγαίνανε για Ξάνθη. Αυτά ήταν τα φορτηγά της εποχής!
Και όταν ο Νέστος πλημμύριζε βαράγανε το νταούλ’ να πάνε ο κόσμος στον απάνω μαχαλά.
Εδώ, το Νέο Όλβιο, το έκανε ο Βενιζέλος. Πρώτα ήτανε το τσιφλίκι του Αντίλ-μπέη από την Ξάνθη. Τ’ απαλλοτρίωσε το κράτος, το έκανε σπίτια και διανομή χωράφια, αποκατασταθήκαμε όλοι – παιδαρέλι ήμανε τότες. Οι περισσότεροι ήτανε Φαναριώτες, είχε και λίγους Μικρασιάτες. Το χωριό δεν είχε νερά. Μόν’ πηγάδια, αλλά και το νερό δεν ήταν καλό. Έβαν’ς το σαπούνι μέσα και το νερό γινόταν σαν κομμένο γάλα!
Το ’27 μόλις ήρθαμε στο σπίτι, εγκατασταθήκαμε, ο πατέρας μ’ έκανε μαντριά, είχε κατσίκια και πρόβατα που έφερε απ’ την Τουρκία. Ήταν θρακιώτικα, ντόπια, παραγωγικά και γερά ζώα. Εδώ τα σπίτια τα έχτισε το κράτος με πλιθιά και τα παρέδιδε στον νοικοκύρ’. Με ξυλείες κι αυτά όλα.
Ο μπαμπάς μ’ πέθανε το ’27. Δε μ’ς χάρηκε που μεγαλώσαμ’.
- Μαρτυρία του Αποστόλη Λαμπέα, από το Νέο Όλβιο Νέστου, από το υπό έκδοση βιβλίο του Νίκου Κωνσταντινίδη «Ενιαυτών πορείαι», Ξάνθη 1999.
- Πηγή: easternthrace1922.blogspot.gr.