Σε πρόσφατη εισήγησή του σε συνέδριο στην Κωνσταντινούπολη, ο Μουσταφά Ακιντζί αναφέρθηκε στις επιθυμίες των Τουρκοκυπρίων λέγοντας: «Δε θέλουμε να γίνουμε η 82η επαρχία της Τουρκίας». Φήμες λένε ότι ο πρόεδρος Ερντογάν, όταν ενημερώθηκε για τη συγκεκριμένη δήλωση, απάντησε χαμογελώντας: «Κι εσένα ποιος σε ρώτησε;».
Προφανώς οι «φήμες» ενέχουν θέση αστεϊσμού, αλλά το σκεπτικό απηχεί πλήρως την πραγματικότητα.
Η κοινότητα των μουσουλμάνων της Κύπρου ποτέ δεν υπήρξε διακριτή εθνική μειονότητα ή ομάδα, παρά κατέστη τέτοια υπό τις ευλογίες των Βρετανών και της πάγιας τακτικής τού «διαίρει και βασίλευε». Υπό τις μεταπολεμικές συνθήκες της αποαποικιοποίησης η Κύπρος ήταν η πρώτη υποψήφια «βρετανική κτήση» προς αποχώρηση, δεδομένης της βαθιάς ελληνικότητας του νησιού και των πολυετών αγώνων για ελευθερία, αυτοδιάθεση και ένωση με την Ελλάδα.
Η Βρετανία, η οποία δεν διέθετε νομιμοποιητικό έρεισμα και τα όρια του παρεμβατισμού της ήταν συγκεκριμένα μετά τον όλεθρο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ενέταξε στο παίγνιο τον δρώντα που θα έκανε τη «βρόμικη δουλειά»: την Τουρκία. Το πρόσχημα ήταν η προστασία των μουσουλμάνων, κατά τη στιγμή που στο δημοψήφισμα του 1950 για Ένωση με την Ελλάδα συμμετείχαν πολλοί εξ αυτών υπερψηφίζοντας.
Μουσουλμάνοι οι οποίοι έγιναν Τούρκοι, λοιπόν, κατά την πάγια μεθοδολογία δημιουργίας τουρκικού έθνους.
Ας μην επεκταθούμε πόσο υποτιμητικό ήταν να σε φωνάζουν «Τούρκο» μόλις τον 19ο αιώνα, και πώς ο ίδιος ο Κεμάλ κινητοποίησε πλατιές μάζες εναντίον των Ελλήνων επικαλούμενος τη θρησκευτική και όχι την εθνική ταυτότητά τους. «Έθνος του Ισλάμ» συνήθιζε να αποκαλεί ο Κεμάλ το δημιούργημά του, πριν τελικά τους ονομάσει «Τούρκους».
Αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα της διασύνδεσης της ταυτότητας του μουσουλμάνου με εκείνη του Τούρκου στην ευρύτερη περιοχή θέλησε –και ας παραδεχτούμε ότι κατάφερε– να εκμεταλλευτεί η Βρετανία. Έκτοτε η Άγκυρα εισήλθε δυναμικά στο νησί δεχόμενη με ευχαρίστηση το δώρο, αρχικά υπό τη σκέπη του ΝΑΤΟ και λαμβάνοντας υπ’ όψιν το ψυχροπολεμικό πλαίσιο ανταγωνισμού, και έπειτα με μεγαλύτερη αυτονομία και διασαφηνίζοντας τα δικά της πλέον ζωτικά συμφέροντα στο νησί και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η περιλάλητη φράση του Αχμέτ Νταβούτογλου ότι «ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου», όπως και τόσες άλλες από τους Ερντογάν, Τσαβούσογλου ή Μπαγίς, περιγράφουν το πώς βλέπει η Τουρκία όχι απλά την Κύπρο αλλά και τους Τουρκοκύπριους.
Οι Τουρκοκύπριοι δεν είναι παρά «πιόνια» στις στρατηγικές βλέψεις της Άγκυρας και υπόκεινται πλήρως στους στρατηγικούς σχεδιασμούς της.
Το ελληνικό δόγμα της «συμπαράστασης στους Κύπριους» δεν υπάρχει στην άλλη πλευρά. Έχει αποδειχθεί πολλές φορές στον παρελθόν ότι το πρόβλημα αφορά τους Κύπριους και την εισβάλλουσα Τουρκία. Μάλιστα, η συγκεκριμένη πραγματικότητα ολοένα και βαθαίνει, αντί να αμβλύνεται, εξαιτίας της συνεχούς ροής μεταναστεύσεων των Τουρκοκυπρίων προς το εξωτερικό καθώς δεν αντέχουν τις επιπτώσεις της –σχετικής– διεθνούς απομόνωσης και της ποσοστιαίας επικράτησης των εποίκων. Πρώτα, δηλαδή, είχαμε την καταπάτηση της βούλησης της μουσουλμανικής κοινότητας και πλέον γινόμαστε μάρτυρες του πλήρους εκτουρκισμού των Κατεχομένων με τη σταδιακή μείωση του ποσοστού των πραγματικών «Τουρκοκύπριων», οι οποίοι έχουν μια συνείδηση αυτοδιάθεσης και ελευθερίας.
Υπό τις εν λόγω συνθήκες φαντάζει αστεία η αναφορά του Ακιντζί περί αυτόνομης βούλησης των Τουρκοκυπρίων, ακόμη και αν η εκφορά τέτοιων απόψεων εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο στρατηγικής συμπεριφοράς. Ο αμοραλισμός της χάραξης στρατηγικής βάσει συμφερόντων ούτε επιδοκιμάζεται ούτε αποδοκιμάζεται, συνιστά απλώς το απαύγασμα του άναρχα δομημένου διεθνούς συστήματος και εκλαμβάνεται ως αναπόσπαστο μέρος της οντολογίας του.
Συνεπώς, τα προαναφερθέντα έχουν αποκλειστικά δύο στόχους: α) να γνωρίζουμε ποιοι είναι οι πραγματικοί δρώντες στην Κύπρο και ποιοι είναι οι στόχοι τους, και β) να έχουμε κατά νου ότι στην τουρκική θέση «ακόμα κι αν δεν υπήρχε ένας μουσουλμάνος Τούρκος…» δεν μπορεί να αντιτάσσεται η λογική ότι «η Κύπρος κείται μακράν» ενώ υπάρχουν ένα εκατομμύριο Έλληνες με ελληνική συνείδηση και ελληνοφωνία.