Η αληθινά χρηστική σκέψη στοχεύει πάντοτε στην ανακάλυψη και στον εμπλουτισμό της γνώσης. Ο άμεσος ή ο απώτερος στόχος είναι η επίλυση προβλημάτων, η συστηματική αντιμετώπισή τους στην πράξη και η πρόοδος της ανθρωπότητας σε όλα τα επίπεδα. Αυτό, με λίγα λόγια, είναι η επιστήμη.
Η απόκτηση γνώσεων και η συνεχής πληροφόρηση σε ένα επιστημονικό πεδίο προαπαιτείται, αλλά δεν αρκεί, για να μπορεί κάποιος ν’ αποκαλεί τον εαυτό του πραγματικό επιστήμονα.
Χρειάζεται πάντοτε η λογική επεξεργασία των στοιχείων της δεδομένης γνώσης προς την κατεύθυνση της επίλυσης ενός προβλήματος που πάντοτε είναι το ουσιαστικό ζητούμενο.
Υπάρχουν επιστημονικά μυαλά, λοιπόν, με καλύτερη συνθετική σκέψη, και άλλα που πλεονεκτούν στην αναλυτική σκέψη. Οι πραγματικά μεγάλοι επιστήμονες, όμως, δηλαδή τα καλύτερα μυαλά, είναι εξίσου δυνατά και στους δυο τρόπους. Περνούν αλληλοδιαδοχικά και συνεχώς από τη σύνθεση στην ανάλυση μέχρι ν’ απαντήσουν το ερώτημα που έχουν, να λύσουν ένα πρόβλημα ή ν’ αντιμετωπίσουν ένα ζήτημα. Τα ακόμα σπουδαιότερα μυαλά μαζί με αυτό κάνουν και κάτι άλλο: περνούν από το εξειδικευμένο στο γενικότερο και πάλι συνεχώς και διαδοχικά. Μελετούν, δηλαδή, τις λεπτομέρειες κάθε δέντρου, αλλά έχουν και συνεχή επίγνωση της γενικότερης κατάστασης του δάσους.
Επομένως, καλός επιστήμονας δεν είναι εκείνος που έχει απλώς γεμίσει το κεφάλι του με γνώσεις, αλλά εκείνος που επιπλέον έχει τον τρόπο σκέψης, τη μέθοδο, την κρίση και την ευφυΐα να τις διαχειριστεί όπως πρέπει σε κάθε περίπτωση. Λέμε, για παράδειγμα, πως κάποιος γιατρός έχει σπουδαίο διαγνωστικό ένστικτο και βρίσκει τι έχει ένας άρρωστος, εκεί που οι άλλοι απέτυχαν. Ή για το αστυνομικό δαιμόνιο αυτού που ανακάλυψε ποιος ήταν ο παμπόνηρος ένοχος, όταν οι υπόλοιποι συνάδελφοί του ήταν μακριά νυχτωμένοι.
Δεν πρόκειται ούτε για ένστικτο ούτε και για δαιμόνιο. Με την εμπειρία και την αυτοπεποίθηση, η ευφυΐα κι η οξυμένη κρίση πάνε και ξεδιαλέγουν αστραπιαία τα κατάλληλα δεδομένα που κάθονται αραγμένα στη μνήμη.
Αυτόματα τα συνθέτουν και τα αναλύουν, και αν χρειαστεί αναζητούν κι άλλα∙ ψάχνοντας, όμως, προς τη σωστή κατεύθυνση. Όταν αποκτηθούν κι αυτά, μπαίνουν μαζί με τα προηγούμενα σε διαδοχική σύνθεση και ανάλυση και ούτω καθεξής μέχρι να απαντηθεί το ζητούμενο. Αυτές οι νοητικές διεργασίες γίνονται τόσο γρήγορα που ούτε κι ο ίδιος που τις κάνει τις συνειδητοποιεί πλήρως. Γι’ αυτό μιλάμε για «ένστικτο».
Τέτοια μυαλά πρέπει να είναι προσανατολισμένη να διαπλάθει η παιδεία. Στη χώρα μας, δυστυχώς, γίνεται το ακριβώς αντίθετο. Αυτό είναι το πρόβλημα της «παπαγαλίας» που λένε. Το συντριπτικά μεγαλύτερο βάρος πέφτει στην απόκτηση και στην απομνημόνευση της γνώσης, ενώ η κρίση και η επιδέξια νοητική επεξεργασία βρίσκονται σε δεύτερη μοίρα. Παρεπόμενο είναι και το άγχος των μαθητών και των φοιτητών για την όσο το δυνατόν ακριβέστερη ανάκληση αυτών που έχουν διαβάσει, που τα αποκαλούν «ύλη».
Και τι ύλη, βέβαια, σε αυτήν την περίπτωση: πολτώδης και θολερή. «Λίθοι και πλίνθοι και ξύλα και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα ουδέν εστι» που έλεγε κι ο αρχαίος μας ιστορικός Ξενοφών.
Το συγκεκριμένο άγχος, λοιπόν, κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα, γιατί έχει έναν απίστευτο τρόπο να εμποδίζει τη λογική και ψύχραιμη νοητική επεξεργασία. Αυτό γίνεται γιατί στην περίπτωσή μας το άγχος αυτό συνδυάζεται με την κλονισμένη αυτοπεποίθηση. Και πώς η τελευταία να μην κλονιστεί; Είναι δυνατόν ο ανθρώπινος εγκέφαλος να αποστηθίζει σελίδες επί σελίδων και να μπορεί να ανακαλέσει κομμάτια του την οποιαδήποτε στιγμή; Τι είναι; Υπολογιστής; Κάθονται λοιπόν τα κακόμοιρα τα παιδιά και προσπαθούν να ανακαλέσουν τι διαβάσανε πριν από τις εξετάσεις, για να δούνε πού πατάνε και πού βρίσκονται. Και λένε όλοι μαζί, περισσότερο ή λιγότερο διαβασμένοι, το περιβόητο «πω πω ρε φίλε!… δεν θυμάμαι τίποτα…».
Άγχος, κλονισμένη αυτοπεποίθηση, εκπαίδευση στερημένη από τη χαρά και τις προκλήσεις της ποιοτικής επιστημονικής σκέψης. Αυτός είναι ο κανόνας στην ελληνική εκπαίδευση. Κι όποιος διαφωνεί και μου αναφέρει μερικά παραδείγματα επιτυχίας, δυο πράγματα μόνο θα πετύχει:
Το πρώτο είναι ότι θα μου δώσει μερικές ακόμα εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Το δεύτερο είναι ότι θα μ’ εκνευρίσει…
Έχω δει πολλούς άριστους μαθητές που γίναν και άριστοι φοιτητές και πήραν πτυχίο μετά βαΐων και κλάδων και προχώρησαν και σε μεταπτυχιακές σπουδές, που μπορούσαν να διαβάσουν μια λίστα με ψώνια και να σ’ την πουν απ’ έξω με τη μία. Τριάντα αντικείμενα να σ’ τα πουν νεράκι. Σαν να λέμε τσιγάρα, αναπτήρας, λάδι, τυρί φέτα κτλ. Αλλά σαν τους ρωτούσες «τι σχέση έχει ο αναπτήρας με τα τσιγάρα;»… σιωπή… Και ξανά (μω την πλάση σ’!…) «αναπτήρας-τσιγάρα, ποια η σχέση τους;». Σιωπή… και εκείνο το βλέμμα το απορημένο με τα μάτια που λένε «τι είναι αυτά που με ρωτάς τώρα άνθρωπε;».
Η σιωπή αυτή μπορεί και να σπάσει. Ναι… Αλλά μόνο όταν αρχίζουν και σου λένε ξανά τη λίστα από την αρχή. «Μα δεν σε ρώτησα αυτό!». Είναι να μη σταυροκοπιέσαι και να αναρωτιέσαι «πως πέρασε τούτος εδώ στις πανελλαδικές;», «πως πήρε πτυχίο;», «τι γιατρός, τι δικαστής, τι φιλόλογος θα γίνει;».
Ω… Ελλάδα! Χώρα μαγική κι ονειρεμένη…