Φόβος για το σκοτάδι ή αλλιώς νυκτοφοβία∙ Την ανίχνευση των αιτιών του συγκεκριμένου φόβου αλλά και των τρόπων που μπορούμε αποτελεσματικά να τον αντιμετωπίσουμε επιχειρεί το pontos-news με το παρόν άρθρο, στο πλαίσιο σειράς άρθρων για τις ανθρώπινες φοβίες, με τη συνδρομή της κλινικής ψυχολόγου Ευδοξίας Λύκου.
Ο φόβος για το σκοτάδι είναι έμφυτος, όπως υποστηρίζει η ειδικός.
«Ο φόβος για το σκοτάδι ή νυκτοφοβία, εμφανίζεται συνήθως στα παιδιά στην ηλικία των 2-3 ετών, περίοδο κατά την οποία υπάρχει δυνατότητα για φαντασία χωρίς όμως να είναι ακόμα εφικτή η διάκριση φανταστικού-πραγματικού. Κατατάσσεται στους συχνότερους έμφυτους φόβους (για τους οποίους είμαστε βιολογικά προετοιμασμένοι) και βασίζεται σε μια διαστρεβλωμένη αντίληψη του τι θα μπορούσε να συμβεί σε ένα σκοτεινό χώρο. Πρόκειται για αντίδραση που θεωρείται φυσιολογική για τα παιδιά αυτής της ηλικίας στα πλαίσια της εξελικτικής τους ανάπτυξης», εξηγεί.
Σε κάποια παιδιά βέβαια ο φόβος αυτός μπορεί να πάρει υπερβολικές διαστάσεις, σε συνάρτηση με κάποιους παράγοντες. «Ένα παιδί μπορεί να αρχίσει να φοβάται πολύ το σκοτάδι μετά από κάποιο ιδιαίτερα αγχογόνο γεγονός όπως ο αποχωρισμός από τους γονείς, η παραμονή στο νοσοκομείο. Τρομακτικές σκηνές στην τηλεόραση, φοβικές φράσεις που χρησιμοποιεί το περιβάλλον για την επιβολή κανόνων (μπαμπούλας, μάγισσα κ.α.) μπορεί επίσης να εντείνουν τον φόβο», σημειώνει η Ευδοξία Λύκου.
(Φωτ.: EPA / Mohammed Badra)
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε στο σημείο αυτό ότι η στάση του γονέα μπορεί να καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη (αντιμετώπιση ή αντίθετα εγκατάσταση φοβίας). Η νυκτοφοβία που επιμένει και στην ενήλικη ζωή, μπορεί να συνδέεται σε κάποιες περιπτώσεις με ιδιαίτερα τραυματική παιδική εμπειρία, όπως εξηγεί η ψυχολόγος.
Μήπως όμως από την άλλη πλευρά ο φόβος για το σκοτάδι δείχνει άνθρωπο με μεγάλη φαντασία;
Ισχύει, σημειώνει η Ευδοξία Λύκου και εξηγεί πώς μπορεί να λειτουργήσει αυτή η διαδικασία και προς την κατεύθυνση αντιστροφής της φοβίας: «Σε σύγκριση με έναν ενήλικα, ένα παιδί έρχεται αντιμέτωπο με πολλές άγνωστες, και άρα ακατανόητες καταστάσεις. Η φαντασία ενεργοποιείται για να του επιτρέψει να δώσει νόημα στο άγνωστο, τους θορύβους για παράδειγμα στη μέση της νύχτας. Τόσο ως παιδιά όσο και στην ενήλικη ζωή λοιπόν, όσο πιο δημιουργική είναι η φαντασία μας, τόσο πιο εύκολο μας είναι να «δημιουργήσουμε» διαφόρων ειδών απειλές που θα μπορούσαν να κρύβονται στο σκοτάδι! Και το καλό νέο είναι πως μπορούμε να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τη φαντασία μας ως ένα ακόμα όπλο και για να αντιστρέψουμε την κατάσταση!»
Παρ’ όλα αυτά το βέβαιο είναι ότι ο φόβος για το σκοτάδι μπορεί να μας κάνει δύσκολη τη ζωή και κυρίως να επηρεάσει σημαντικά την ποιότητα του ύπνου μας.
«Κοιτάζοντας στο σκοτάδι», έργο του Αμερικανού καλλιτέχνη Jima Dine (φωτ.: EPA / Chritsian Bruna)
Φανταστείτε, για παράδειγμα, να νοιώθετε την ανάγκη να «τσεκάρετε» ξανά και ξανά ότι δεν κρύβεται κάτι κάτω από το κρεβάτι ή στην ντουλάπα σας. Να σας είναι αδύνατο να κοιμηθείτε μόνος. Να αγχώνεστε τόσο για το τι μπορεί να συμβεί κατά τη διάρκεια της νύχτας, που να προσπαθείτε ακόμα και να μείνετε άγρυπνος, ή να ξυπνάτε επανειλημμένα. Και η κατάσταση αυτή μπορεί να έχει συνέπειες και στην υπόλοιπη καθημερινότητα του ατόμου (κόπωση, μειωμένη αποδοτικότητα κλπ), κάτι που με τη σειρά του μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του άγχους ή και κατάθλιψη.
Βοηθάει το αναμμένο φως κατά τη διάρκεια της νύχτας; Μήπως αυτή η συνεχής έκθεση στο φως ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στη λειτουργία του εγκεφάλου;
«Είναι αλήθεια πως άνθρωποι με νυκτοφοβία συχνά αφήνουν φώτα ή την τηλεόραση ανοιχτά το βράδυ, σε μια προσπάθεια να διαχειριστούν το έντονο άγχος τους. Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερες έρευνες υποστηρίζουν πως η έκθεση σε διαρκή τεχνητό φωτισμό κατά τη διάρκεια της νύχτας, διαταράσσοντας τον φυσιολογικό κύκλο φωτός-σκοταδιού, μπορεί να προκαλέσει κατάθλιψη (και άλλα προβλήματα)», είναι η άποψη της ειδικού.
Ωστόσο η ίδια σπεύδει να υπογραμμίσει ότι η παρουσία χαμηλού (και άρα λιγότερο επιβαρυντικού) φωτισμού μπορεί να αποτελέσει ένα βήμα στην προσπάθεια σταδιακής αντιμετώπισης της νυκτοφοβίας. Προσοχή όμως, γιατί όπως υπογραμμίζει, δεν πρέπει να είναι αυτός ο τελικός στόχος.
(Φωτ.: EPA / Michael Nelson)
Σκοπός μας είναι να μάθουμε ότι δεν υπάρχει πραγματικός λόγος να φοβόμαστε και όχι ότι η παρουσία φωτός μας κρατά ασφαλείς και άρα καθησυχάζει το άγχος μας.
Τι μπορούμε να κάνουμε λοιπόν για την αντιμετώπιση της νυκτοφοβίας;
Όπως όλες οι φοβίες, έτσι και η συγκεκριμένη δύσκολα αντιμετωπίζεται χωρίς την έκθεση στο ερέθισμα που φοβόμαστε, δηλαδή το σκοτάδι. Τι προτείνει η κλινική ψυχολόγος: «Κάποια βήματα που θα μπορούσε να ακολουθήσει κάποιος είναι να μειώσει σταδιακά την παρουσία φωτός κατά τη διάρκεια της νύχτας (ή και άλλους μηχανισμούς αποφυγής του ερεθίσματος που έχει τυχόν εγκαταστήσει), να καταγράφει και να προκαλεί ενεργά τις σκέψεις που προκαλούν τον φόβο του (π.χ. ποιες οι πραγματικές πιθανότητες να συμβεί το κακό που φοβάμαι;) να μάθει να χρησιμοποιεί βαθιές αναπνοές, τεχνικές χαλάρωσης για να ελέγχει τα σωματικά συμπτώματα του άγχους του, να προσπαθήσει να αναπλαισιώσει την έννοια σκοτάδι (π.χ. ως την ευκαιρία μας να απολαύσουμε βαθύ ύπνο, να ξεκουράσουμε αποτελεσματικά το σώμα μας ώστε να χαρούμε περισσότερο τη μέρα μας, κ.λπ.)».
Βέβαια, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι σε μια εγκατεστημένη φοβία με επιπτώσεις στη λειτουργικότητα του ατόμου, η βοήθεια ειδικού είναι συνήθως απαραίτητη. Επιπλέον σε κάποιες περιπτώσεις και η χρήση φαρμακευτικής αγωγής μπορεί να κριθεί αναγκαία για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.