Παρότι άκρως ελκυστικές, οι ιδέες και οι απόψεις περί ενοποίησης του πλανήτη συνεχίζουν να συνιστούν μια φενάκη, η οποία επαναλαμβάνεται επί χιλιετίες με κάθε κατάλληλη αφορμή. Επιθυμίες και ουτοπικά οράματα, που πάντοτε προσκρούουν στην αδιάληπτη επιθυμία των κοινωνιών να ετεροπροσδιορίζονται διατηρώντας το δικό τους στίγμα επί του πλανήτη.
Κάπως έτσι το περιέγραψε ο Σάμιουελ Χάντινγκτον στην περίφημη «Σύγκρουση των πολιτισμών»:
Ενόσω το τέλος κάθε μεγάλης σύρραξης συνδέεται με την ανάδυση αντιλήψεων «ενοποίησης του κόσμου», η τάση να σκεφτόμαστε υπό όρους «δύο κόσμων» ενυπάρχει σε όλο τον ρου της ανθρώπινης ιστορίας. Οι άνθρωποι πάντοτε ωθούνται να διαχωρίζουν τους ανθρώπους μεταξύ «ημών» και «αυτών», την «εσω-ομάδα» και τους «άλλους», τον «πολιτισμό μας» και «εκείνους τους βάρβαρους». Οι μελετητές έχουν αναλύσει τον κόσμο υπό όρους Δύσης και Ανατολής, Βορρά και Νότου, κέντρου και περιφέρειας. Οι μουσουλμάνοι έχουν παραδοσιακά διαχωρίσει τον κόσμο μεταξύ εκείνου των πιστών του Ισλάμ και της ειρήνης (Dar al-Islam) και εκείνου του πολέμου (Dar al-Harb).
Αμέτρητα τα παραδείγματα κατά τα οποία το τέλος ενός μεγάλου πολέμου έφερνε την ελπίδα της «πλανητικής σταθεροποίησης» και αναλόγως αμέτρητες οι διαψεύσεις όταν αυτό επιχειρείτο να πραγματοποιηθεί υπό όρους ηγεμονικής σταθερότητας ή, κατά το κοινώς λεγόμενο, υπό τους όρους του νικητή. Ο ηττημένος δεν ήταν πάντοτε αυτός του πολέμου, αλλά εκείνος που αγνοούσε την οντολογία των διακρατικών σχέσεων και κατέληγε ο επαίτης της επόμενης ημέρας, εκείνος που δεν μεριμνούσε για την αυτοβοήθειά του, εκείνος που θεώρησε ότι η σύγκλιση συμφερόντων συνεπάγεται στρατηγική «χαλάρωση», εκείνος που τελικά πίστεψε ότι είναι εφικτή η ενοποίηση, με τον ίδιο μάλιστα να είναι ο περιούσιος.
Όπως συχνά αναγράφεται στις ταινίες, με μια μικρή αλλαγή στο τέλος: «Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική – αν και ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα».
Έχουμε, λοιπόν, ένα εκκρεμές μεταξύ ουτοπίας και πραγματικότητας το οποίο, λόγω της διαχρονικής επανεμφάνισής του, καταλήγει να αποτελεί μια ιστορική φάρσα ή μια «τραγωδία» όπως θα το έθετε ο Τζον Μερσχάιμερ.
Εν μέσω της εν λόγω ιστορικής φάρσας, προκύπτουν οι μεγάλες δυνάμεις με τις παραδοσιακές στοχεύσεις τους όσον αφορά την περιφέρειά μας και τον πλανήτη, ή και οι περιφερειακές δυνάμεις με μια παγιωμένη στρατηγική κουλτούρα δεκαετιών, όπως το Ισραήλ. Επίσης, υπάρχουν και δυνάμεις (όνομα και μη χωριό) οι οποίες έχουν παραδώσει τις τύχες τους αλλού στα πλαίσια μιας εξαρτησιακής λογικής η οποία έχει τις ρίζες της στα δάνεια της Επανάστασης, στα παιχνίδια του Θρόνου και στην προσφορά χωρίς ανταλλάγματα των Παγκόσμιων Πολέμων, της Κορέας, του ελληνισμού της Πόλης, της Κύπρου και τόσων άλλων.
Η ανάλυση του Χάντινγκτον επιδέχεται αρκετή κριτική όσον αφορά τις χρησιμοποιούμενες μεταβλητές και τα επιμέρους συμπεράσματα. Ουδείς ωστόσο μπορεί να αμφισβητήσει την κεντρική θέση του περί ενός πλανήτη κατακερματισμένου εξαιτίας, μάλιστα, εγγενών αδυναμιών των κοινωνιών και παθογενειών του διεθνούς συστήματος.
Βασικό διακύβευμα για κάθε δρώντα συνεχίζει να είναι η χάραξη μιας ορθολογικής υψηλής στρατηγικής, ήτοι η διατύπωση ενός πλαισίου σκοπών και μέσων με άξονα την προαγωγή των εθνικών συμφερόντων και, εν τέλει, των συμφερόντων των πολιτών.
Τα λόγια του Ρεϊμόν Αρόν, όπως παρατίθενται από τον Παναγιώτη Ήφαιστο, είναι ενδεικτικά: «Η φιλοσοφική διάκριση μεταξύ της κατάστασης της φύσης και της κοινωνίας των πολιτών εκφράζει ένα μόνιμο χαρακτηριστικό του διεθνούς χώρου. Τα άτομα ζουν υπό συνθήκες κοινωνίας, αλλά πάντοτε υπήρχαν πολλές και όχι μία κοινωνία. Το πέρασμα από την κατάσταση στην οποία υπάρχουν πολλά κυρίαρχα κράτη στην κατάσταση όπου θα υπάρχει μόνο ένα κυρίαρχο κράτος δεν είναι αδιανόητη ή πρακτικά ανέφικτη, αλλά θα είναι ουσιωδώς διαφορετική σε σύγκριση με το πέρασμα από την Πόλη στην Αυτοκρατορία. Οι αυτοκρατορίες εξάλειψαν ή απορρόφησαν-αφομοίωσαν άλλα κυρίαρχα κράτη. Δεν εξάλειψαν όλες τις κυρίαρχες συλλογικές οντότητες».