Το πολιτικό σκηνικό της χώρας περιπλέκεται, αντί να ξεκαθαρίζει, και δεν είναι λίγοι οι Έλληνες που μπροστά στην απουσία πολιτικής λύσης που να ικανοποιεί, στο ελάχιστο, τις λαϊκές προσδοκίες, εύχονται η κρίση να βαθαίνει περισσότερο για να επέλθει κάθαρση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αναπαράγει ένα αφήγημα και μια πολιτική συμπεριφορά γνώριμα στον ελληνικό λαό από το πρόσφατο παρελθόν. Άλλωστε η κρίσιμη μάζα που επηρέασε καθοριστικά αυτού του είδους την πολιτική συμπεριφορά είναι η ίδια.
Το παράδοξο είναι ότι βρίσκει ανταπόκριση.
Η Νέα Δημοκρατία είναι όμηρος των αντιφάσεών της, αντιφάσεις που, για ορισμένους, θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στο εκλογικό αποτέλεσμα. Η διαμάχη των δύο πόλων της είναι πλέον ανοικτή. Κατά μια άποψη, ο ένας από τους δύο αυτούς πόλους είναι ο τρίτος, αλλά αφανής, παράγων της συγκυβέρνησης.
Ο ενδιάμεσος χώρος παρουσιάζει μια πολυχρωματική εικόνα που θυμίζει την «ανανεωτική Αριστερά» στη μεταπολιτευτική της προσπάθεια να εκπροσωπηθεί στο Κοινοβούλιο.
Ο ενδιάμεσος αυτός χώρος, που στη Μεταπολίτευση με διάφορες μορφές κυριάρχησε πολιτικά, δεν έχει σήμερα αφήγημα. Ούτε στίγμα. Τι είναι, από ποιες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις συγκροτείται και ποιαν αναγκαιότητα υπηρετεί. Όλα αυτά είναι θολά, αν όχι ανύπαρκτα, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι για να διεκδικήσεις πολιτικό ρόλο πρέπει να έχεις ξεκαθαρισμένο τι θέλεις και τι εκπροσωπείς.
Και εδώ αναδεικνύεται η πολιτική μεγαλοφυΐα του Ανδρέα Παπανδρέου, που από νωρίς συνέλαβε την ιδέα ενός πολιτικού κινήματος το οποίο θα ξεπερνούσε τα σχήματα του προδικτατορικού παρελθόντος. Αντιθέτως, σήμερα ο πολιτικός χώρος τον οποίο διαμόρφωσε ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ υποφέρει από την αδυναμία ανάδειξης νέων και ικανών προσώπων, αλλά κυρίως από τη δυνατότητά τους να διαμορφώσουν πολιτική και ιδεολογική πρόταση.
Ορισμένοι θεωρούν νομοτελειακή την επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας, αλλά μάλλον δεν είναι.
Λογικά σκεπτόμενοι, οι εκλογές θα πρέπει να διεξαχθούν το πρώτο εξάμηνο του 2018, διότι τότε λήγει το τρίτο μνημόνιο. Για τους οικονομικούς παρατηρητές, ένα τέταρτο μνημόνιο θα είναι αναγκαίο. Λογικά, πάλι, είναι δύσκολο η σημερινή κυβέρνηση να υπογράψει ένα άλλο μνημόνιο λίγο πριν ολοκληρωθεί η θητεία της.
Μπορεί οι εντυπώσεις που έχουν διαμορφωθεί στην κοινή γνώμη από τα μέτρα της κυβέρνησης να είναι αρνητικές αλλά τα πράγματα είναι δύσκολα και για την αντιπολίτευση.
Πρώτον, η Νέα Δημοκρατία δεν λέει τίποτε στην κοινωνία για τις θέσεις και την πολιτική της πάνω στα ζητήματα που απασχολούν τον κόσμο. Μπορεί ο κόσμος να υποφέρει από τα μέτρα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όσο η αντιπολίτευση δεν παίρνει θέσεις, υπάρχει μια επιφύλαξη του εκλογικού σώματος απέναντί της.
Δεύτερον, τα εσωκομματικά της Νέας Δημοκρατίας είναι δύσκολα. Η ηγετική της, σήμερα, ομάδα δεν μπορεί να κυριαρχήσει. Και ο άλλος ισχυρός πόλος της, δεν θα ήθελε να δει τον αρχηγό της να κυβερνά.
Τρίτον, οι μαρξιστές του ΣΥΡΙΖΑ είναι συνηθισμένοι και εκπαιδευμένοι σε τακτικισμούς. Είναι σίγουρο πως μεθοδεύουν την επίθεσή τους στην τελική ευθεία. Και δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ετοιμάζονται για λαϊκιστικά μέτρα που θα τους δώσουν εκλογικούς πόντους, ή θα θολώσουν το νεοδημοκρατικό αφήγημα.
Τέταρτον, η ηγεμονεύουσα τάξη στην Ελλάδα δεν είναι η αστική τάξη, όπως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά ένα ευρύ και ισχυρό δημοσιοϋπαλληλικό στρώμα και άλλοι πληθυσμοί που συντηρούνται από το κράτος, το οποίο εκφράζει περισσότερο ικανοποιητικά ο ΣΥΡΙΖΑ από τη Νέα Δημοκρατία. Η οποία Νέα Δημοκρατία επαγγέλλεται τον απολύτως αναγκαίο περιορισμό του. Δηλαδή, την αντίθεση μαζί του.
Η αντίθεση αυτή, όμως, για να είναι επιτυχής θα πρέπει να υπάρχει ένα σημαντικό αστικό στρώμα και μια διανόηση που θα παρήγαγε τις αξίες του αστικού πολιτισμού.
Αλλά ο αστισμός τα τελευταία πενήντα με εξήντα χρόνια άρχισε να παρακμάζει σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως πολύ καλά απέδειξε ο Παναγιώτης Κονδύλης στο βιβλίο του ***Η παρακμή του αστικού πολιτισμού**. Αντιλαμβάνεστε το μέγεθος της παρακμής του σε μια χώρα, την Ελλάδα, στην οποία ποτέ δεν αναπτύχθηκε και η οποία ποτέ δεν διαμόρφωσε αστική τάξη. Οι διάφοροι πόλοι πλούσιων σχετικά ανθρώπων δεν συνιστούν αστική τάξη, με τα χαρακτηριστικά που αυτή είχε στην Ευρώπη. Δυστυχώς, δεν συνέτρεξαν γι αυτό οι προϋποθέσεις.
Από της δημιουργίας του ελληνικού κράτους και αμέσως μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια ούτε υπήρξε ούτε διαμορφώθηκε μια τέτοια τάξη που να μεσολαβεί, έστω, μεταξύ των ξένων προστατών και του λαού. Ακόμη και έτσι θα ανέπτυσσε, αναγκαστικά, ορισμένα αστικά και εθνικά χαρακτηριστικά. Αντιθέτως, από τη μια μεριά είχαμε τους προστάτες με τον δικό τους εγκάθετο εκπρόσωπο, τον βασιλιά, και από την άλλη το λαό. Η πόλωση αυτή οικοδόμησε μια άμεση εξάρτηση της κοινωνίας από το κράτος και στέρησε την Ελλάδα από μια δική της ιθύνουσα, οικονομικά και πολιτικά, τάξη.
Κάποια ψήγματα αστικής τάξης άρχισαν να διαμορφώνονται επί Χαρίλαου Τρικούπη τα οποία έλαβαν συγκεκριμένη μορφή και αναζήτησαν πολιτική έκφραση στον Ελευθέριο Βενιζέλο, αλλά η προσπάθεια αυτή τελείωσε με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά αν τον πόλεμο τον κέρδιζε η Ελλάδα.
Μια νέα ευκαιρία δόθηκε μετά την έλευση των προσφύγων το 1922.Αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής υπήρξε η μεσοπολεμική ανάπτυξη της χώρας και η διαμόρφωση μιας σημαντικής ομάδας διανοουμένων –της γενιάς του ’30– η οποία ασχολήθηκε με την αναζήτηση και διατύπωση της «ελληνικότητος».
Η αστική αυτή ανάπτυξη προσέκρουσε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στον Εμφύλιο. Πάνω στη δεκαετία αυτή προσέκρουσε και διαλύθηκε και η διανόηση της χώρας.
Η δυναμική παρουσία του ΚΚΕ και τα λάθη –ή οι αναγκαστικές διαχειριστικές αδυναμίες του αστικού πολιτικού χώρου– οδήγησαν στην απώλεια και της αστικής τάξης και των διανοουμένων που πίστευαν στις αξίες της και θα μπορούσαν να τις αναπαράγουν. Διότι, χωρίς διανοούμενους, η ιδεολογική –και κατά συνέπεια και πολιτική– ηγεμονία δεν διαμορφώνεται.
Ο τρόπος που ο αστικός πολιτικός χώρος αντιμετώπισε τους συνεργάτες του κατακτητή και οι διώξεις που οι νικητές του Εμφυλίου εξαπέλυσαν κατά των αντιπάλων τους τις μεταπολεμικές δεκαετίες δεν βοήθησαν στην ανάπτυξη αστικής τάξης και γενιάς διανοουμένων. Αντιθέτως, διαμόρφωσαν μια κρατική ελίτ και έναν λαό καθημαγμένο που εξαρτιόταν από αυτήν. Και η διανόηση, όση είχε απομείνει, προτίμησε να υποστηρίξει τους αριστερούς κατατρεγμένους.
Τη χαριστική βολή στην προσπάθεια διαμόρφωσης αστικού χώρου (και πολιτικού και πνευματικού) έδωσε η δικτατορία του 1967.
Ήταν επόμενο, λοιπόν, η Μεταπολίτευση να βρει τη χώρα με την Αριστερά ηγεμονεύουσα. Η ροπή του κόσμου προς τα αριστερά σχήματα θα ήταν ισχυρότατη αν δεν δημιουργούσε το αριστερό μεν, αλλά όχι μαρξιστικό ΠΑΣΟΚ ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος με τον ριζοσπαστικό του λόγο συγκράτησε την κοινωνική δυναμική. Όταν τα πράγματα ηρεμήσουν και η ανάλυση για τη μεταπολιτευτική πορεία της χώρας γίνει πιο ψύχραιμα, θα αναδειχθεί η συνεισφορά του Ανδρέα Παπανδρέου στην πολιτική ανάπτυξη της χώρας.
Αυτή η ηγεμονία της Αριστεράς υπήρξε –και για ορισμένους υπάρχει– μέχρι σήμερα. Κάποια πλήγματα έχει δεχθεί από τη άσκηση της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η ομολογία πως τα μέτρα που έχουν συμφωνηθεί μπορεί να τα περάσει μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ, δείχνει πως η ηγεμονία συνεχίζεται.
Το τελευταίο δε επεισόδιο, με τα κομμουνιστικά εγκλήματα επί υπαρκτού σοσιαλισμού και ο τρόπος που το διαχειρίστηκαν και η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ, δείχνει πως η Αριστερά διατηρεί ακόμη την ιδεολογική ηγεμονία και πως το κυρίως κόμμα του αστικού χώρου δεν έχει ικανούς διανοουμένους. Όσο για τους πολιτικούς του, είναι, μάλλον, μετρίου επιπέδου.
Τρεις εμβληματικές προσωπικότητες διανοουμένων που επιχείρησαν να αμφισβητήσουν το αριστερό –και συριζαίικο– αφήγημα, υπέστησαν επιθέσεις χωρίς να υποστηριχθούν ούτε από την κοινωνία ούτε από τις πολιτικές δυνάμεις.
Η μία περίπτωση είναι του Στέλιου Ράμφου, τον οποίο το σημερινό πολιτικό σύστημα πολέμησε σκληρά. Αποτέλεσμα ήταν ο περιορισμός του λόγου του.
Η άλλη ήταν του Στάθη Καλύβα, ο οποίος μαζί με ομάδα άλλων συναδέλφων του επιχείρησαν να αμφισβητήσουν το μεταπολεμικό ιδεολογικό αφήγημα της Αριστεράς. Έπεσε θύμα της λανθασμένης επιλογής του σε ένα άρθρο σχετικά με τη δικτατορία.
Η τρίτη και τελευταία περίπτωση που αυτές τις ημέρες δέχεται τρομακτική επίθεση, είναι του Αρκά. Εγκάθετοι της κυβέρνησης, πολλοί από τους οποίους δεν γνωρίζουν ποιος είναι ο Αρκάς, του επιτίθενται ως χουντικό! Αν είναι δυνατόν!
Δυστυχώς, ούτε η κοινωνική ούτε τα πολιτικά κόμματα μπορούν να στηρίξουν έναν διαφορετικό –αλλά ισχυρό– πολιτικό λόγο που εκφέρεται από τα ψήγματα διανοουμένων της χώρας.
Και αυτό δείχνει πως με αυτές τις προϋποθέσεις δύσκολα κερδίζεις εκλογική μάχη και πολύ δυσκολότερα κυβερνάς.