Η πολιτική διαμάχη πάνω στα αποκαΐδια της χώρας δείχνει και τον κοινωνικό αλλά και τον πολιτικό μας πρωτογονισμό. Περιουσίες ανθρώπων και σημαντικό μέρος της χώρας καταστράφηκαν, και η πολιτική αντιπαράθεση κυβέρνησης και αντιπολίτευσης περιστράφηκε γύρω από το αν οι σημερινές φωτιές προκάλεσαν περισσότερες ζημιές από τις φωτιές του 2009.
Τα κόμματα δεν θα μπορούσαν να υποβαθμίσουν τόσο πολύ το επίπεδο του δημόσιου λόγου αν δεν έβρισκαν εύπιστο ακροατήριο.
Το διαδίκτυο δείχνει ότι το ακροατήριο αυτό και υπάρχει και είναι πρόθυμο να αναπαράγει, ακόμη και σε συνθήκες μεγάλης ένδειας, τα φληναφήματα των προπαγανδιστικών μηχανισμών των κομμάτων που τυφλά υπηρετεί – κυρίως της κυβέρνησης, διότι αυτή διαχειρίζεται σήμερα τις τύχες της χώρας.
Το ακόμη τραγικότερο είναι ότι υπήρξαν και διάλογοι στο διαδίκτυο πάνω στο ερώτημα γιατί δεν βοήθησε η Παναγιά, την Κοίμηση της οποίας εορτάσαμε, να σβήσουν οι φωτιές. Και δεν επρόκειτο για αστεία αθέων. Φοβάμαι πως η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας και την κοινωνία στην οποία ζούμε είναι πολύ κολακευτική σε σχέση με την πραγματικότητα.
Οι πυρκαγιές δεν είναι κάτι που αντιμετωπίζεται εύκολα αν οι παράγοντες που τις προκάλεσαν και τις συντηρούν είναι αρνητικοί. Με λίγα λόγια, αν σε δύσκολες καιρικές συνθήκες μια φωτιά πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, δύσκολα την ελέγχεις. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε πολύ πιο οργανωμένες κοινωνίες και κράτη.
Η πολιτική που μπορεί να ακολουθήσει ένα κράτος στο θέμα των θερινών πυρκαγιών είναι η πρόληψη και η κατάλληλη οργάνωση των ορεινών όγκων και των δασών. Και εδώ δεν τα πηγαίνουμε καθόλου καλά. Ούτε σήμερα ούτε και χθες.
Αυτό βεβαίως ισχύει στις περιπτώσεις που έχουμε φωτιές από φυσικά αίτια, όχι από οργανωμένες προσπάθειες εμπρησμών. Οι προσπάθειες αυτές όταν δεν έχουν ψυχολογικά αίτια ή όταν δεν είναι συντονισμένες ενέργειες ξένων μυστικών υπηρεσιών, έχουν ως κίνητρο την καταστροφή για τη δημιουργία των προϋποθέσεων κατοίκησης μιας περιοχής. Είναι το πιο εύκολο πρόβλημα που μπορεί να λυθεί. Χρειάζεται μια απλή νομοθετική ρύθμιση που να το απαγορεύει. Γιατί δεν έγινε χθες και γιατί δεν γίνεται και σήμερα, είναι το ερώτημα.
Από τη στιγμή που πάρει διαστάσεις μια φωτιά, η κατάσβεσή της έχει ένα πολιτικό και ένα επιχειρησιακό μέρος. Στο πολιτικό μέρος η πολιτική εξουσία θα διαθέσει τα μέσα που απαιτούνται. Το επιχειρησιακό το αναλαμβάνει η αρμόδια υπηρεσία, στην προκειμένη περίπτωση η Πυροσβεστική. Οι πυροσβέστες υπερέβαλαν εαυτούς στις προσπάθειές τους, όπως και οι πιλότοι των πυροσβεστικών αεροπλάνων. Θα δούμε όμως τις επόμενες ημέρες αν έγιναν και ποια επιχειρησιακά λάθη από την ηγεσία τους, όπως και τις ελλείψεις που έχει η χώρα σε υποδομές.
Τα πάντα όμως καταλήγουν στην πολιτική ευθύνη. Και εδώ το επιχείρημα δεν μπορεί να είναι «και οι άλλοι τα ίδια έκαναν» – το οποίο αναμασούν, με περισσή ευκολία, οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί με την ίδια ευκολία που πιστεύουν πως ο καθένας μπορεί να ηγηθεί μιας χώρας στο επίπεδο του πρωθυπουργού.
Η Αριστερά έχει παράδοση στο ότι η ηγεσία πρέπει να προέρχεται από τα σπλάχνα του προλεταριακού κινήματος παλιά, του λαϊκού σήμερα.
Ο οργανωτικός γραμματέας του ΚΚΕ τα δύσκολα χρόνια, Γιάννης Ιωαννίδης, άσχετος σε πολλά, ακόμη και στον θεωρητικό μαρξισμό, αλλά μεγάλος οπορτουνιστής, όταν κάποτε στριμώχτηκε σε μια κομματική απολογία του βρήκε την εύκολη απάντηση: «τι περιμένετε από εμένα. Ένας τσαγκάρης είμαι». Ένας τσαγκάρης, όμως, που διεκδίκησε (και το κόμμα τού ανέθεσε) υψηλότατη θέση από την οποία συν-καθόρισε τις τύχες ενός λαού.
Ένα πρόσφατο παράδειγμα: Τη νύχτα των Ιμίων ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ ναύαρχος Χρήστος Λυμπέρης, αφού έκανε όλες τις οργανωτικές κινήσεις που χρειάζονταν για να αντιμετωπίσει την Τουρκία, ζήτησε από τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη την «απελευθέρωση των κανόνων εμπλοκής». Με λίγα και απλά λόγια, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ δεν μπορούσε να δώσει την εντολή κάποιας ενέργειας αν δεν το επέτρεπε ο πρωθυπουργός απελευθερώνοντας τους κανόνες εμπλοκής.
Είναι γραμμένο και δεν διαψεύσθηκε. Ο Κ. Σημίτης απευθύνθηκε στους συνεργάτες του και τους ρώτησε. Τι είναι αυτό που ζητάει ο αρχηγός; Ο πρωθυπουργός δεν γνώριζε τι σημαίνουν κανόνες εμπλοκής.
Και κάτι τελευταίο: Πριν από λίγες μέρες ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου δήλωσε πως δεν υπάρχουν σύνορα στο Αιγαίο. Βεβαίως και σύνορα στο Αιγαίο υπάρχουν και το καθεστώς των νησιών είναι καθορισμένο. Αλλά θα θυμάστε πως και ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας υπέπεσε παλαιότερα στο ίδιο λάθος.
Στο επίπεδο του πρωθυπουργού δεν ισχύει το «και τι έγινε;». Πρωθυπουργός δεν γίνεται όποιος λάχει ή όποιος μπορεί να υποσχεθεί τα περισσότερα, βέβαιος ότι και να μην τα τηρήσει δεν χάλασε ο κόσμος. Και πολύ περισσότερο ότι θα βρει και τους κατάλληλους προπαγανδιστές να παίξουν το ρόλο του Γκέμπελς. Ο πρωθυπουργός μιας χώρας είναι ένα πρόσωπο που απολαμβάνει σεβασμού, γνωρίζει τα θέματα που θα χειριστεί, δεν προσπαθεί να εξαπατήσει την κοινωνία και είναι παρών στις κρίσιμες στιγμές. Δεν κρύβεται στις δύσκολες περιστάσεις.
Και καλά οι φωτιές, προκάλεσαν σοβαρές μεν, αλλά υλικές ζημιές. Τι θα γίνει αν, παρά την ειρηνική θέληση της Ελλάδας, η χώρα χρειαστεί να αντιμετωπίσει την τουρκική προκλητικότητα με δυναμικό τρόπο; Θα εξαφανιστεί η πολιτική ηγεσία;
Θυμάστε ότι κάτι τέτοιο συνέβη το καλοκαίρι του 1974 όταν η δικτατορική κυβέρνηση Ανδρουτσόπουλου μετά την τουρκική εισβολή εγκατέλειψε τις θέσεις της, και ο απεσταλμένος της αμερικανικής κυβέρνησης, Σίσκο, ο μόνος τον οποίο βρήκε να μιλήσει για το τι θα γίνει ήταν ο αρχηγός Ναυτικού, ναύαρχος Πέτρος Αραπάκης;
Όταν λοιπόν καλούμεθα να ψηφίσουμε τον άνθρωπο που θα ηγηθεί της κυβέρνησης που θα διαχειριστεί τις τύχες μας, ας γνωρίζουμε πως κατά τη διάρκεια της θητείας του μπορεί να συμβεί κάτι σοβαρό. Και τότε θα πρέπει και να γνωρίζει τα θέματα και να μπορεί να τα διαχειριστεί και να έχει το ψυχικό σθένος.
Για να είμαι ειλικρινής, αυτές τις αρετές δεν τις διακρίνω σε κανέναν πολιτικό μας ηγέτη σήμερα. Ο τελευταίος που τις είχε ήταν αυτός στον οποίο ολόκληρη η ελληνική κοινωνία ρίχνει κατά τρόπο εύκολο και ανεξήγητο όλες τις ευθύνες για τη σημερινή τραγωδία.