Πριν από πέντε περίπου χρόνια έγραψα κάτι για τις παρελάσεις και τη σημαία. Τώρα που τούτοι οι καντιποτένιοι αλλάζουν το σύστημα επιλογής σημαιοφόρων στο Δημοτικό, προφανώς για να παραδώσουν τη σημαία σε μωαμεθανούς και να ρίξουν τη χαριστική βολή στο τελευταίο υγιές κίνητρο για μελέτη –κάποτε μιλούσαμε για ευγενή άμιλλα των μαθητών–, αποσπώ κάποιες παραγράφους από εκείνο το άρθρο:
Οι παρελάσεις των εθνικών επετείων τα τελευταία χρόνια έγιναν πεδίο διχογνωμιών και ιδεολογικής τριβής. Ως συνήθως η κρατικοδίκαιη, αριστεροφανής ιστοριογραφία –το νεοταξικό κηφηναριό– και η λοιπή προοδομανής συνοδοιπορία, αμφισβητεί:
- Πρώτον: την ιστορικότητα των παρελάσεων.
- Δεύτερον: Τη χρησιμότητα των παρελάσεων, τις οποίες θεωρούν μεταξικό κατάλοιπο και, επομένως, εθνικιστική εκδήλωση.
- Τρίτον: Το ζήτημα της σημαίας. Πρέπει η όχι να την φέρουν και αλλοδαποί μαθητές;
Ως προς την ιστορικότητα των παρελάσεων. Μια ελάχιστη νύξη στην «προϊστορία» του θεσμού: Στην αρχαία Ελλάδα οι παρελάσεις γίνονταν σε διάφορες γιορτές προς τιμήν θεοτήτων. Στα Παναθήναια, για παράδειγμα, εν επισήμω πομπή, παρελαύνουσα «η πόλις» συνόδευε το πέπλο και το έθετε επί του ξοάνου της θεάς Αθηνάς –«του αρχαίου έδους»– στον Παρθενώνα. Στην πομπή έπαιρναν μέρος και στρατιωτικοί (οπλίτες, αρματοδρόμοι και ιππείς) οι οποίοι έκαναν επιδεικτική παρέλαση, όπως αυτό διαπιστώνεται και από την αριστουργηματική ζωφόρο του Φειδία. Στο Βυζάντιο είχαμε τους θριάμβους. Θρίαμβος ονομαζόταν η μεγαλοπρεπής υποδοχή των νικητών αυτοκρατόρων η στρατηγών, κατόπιν περιφανούς νίκης. Κατά το «θρίαμβο» παρήλαυνε ο τροπαιούχος στρατός, ακολουθούμενος από τους δορυάλωτους, αιχμάλωτους εχθρούς και τα λάφυρα.
Την περίοδο της Εθνεγερσίας, ο Παπαφλέσσας με τους αντρειωμένους του σπεύδει προς απελευθέρωση της Τριπολιτσάς. Καθ’ οδόν περνά μέσα από χωριά, για να δώσει θάρρος στο αιματοβαμμένο Γένος. «Καθώς έβλεπαν οι Έλληνες τας σημαίας και τους στρατιώτας, εσήμαινον των εκκλησιών τα σήμαντρα και οι μεν ιερείς έβγαινον ενδεδυμένοι τα ιερά άμφια και με το Ευαγγέλιον ανά χείρας, οι δε Χριστιανοί άνδρες, γυναίκες και παιδία επαρακαλούσαν τον Θεόν να τους ενδυναμώνει. Ο Αρχιμανδρίτης [σ.σ.: ο Παπαφλέσσας] μάλιστα εφορούσε μίαν περικεφαλαίαν και δια τούτο τον εκύτταζαν με πολλήν περιέργειαν οι άνθρωποι και τον εδέχοντο με μεγάλην υποδοχήν. Είχε δε σημαιοφόρον ένα καλόγηρο θεόρατο, παπα-Τούρταν ονομαζόμενον, ο οποίος εκράτει ένα μεγάλο σταυρόν υψηλά εις τα χέρια και επήγαινε μπροστά εις το στράτευμα. Ο κόσμος εγένετο τείχος και έκαμαν τον σταυρό τους, καθώς επέρνα ο καλόγηρος με το σταυρό» (Ηλ. Οικονόμου, Κείμενα πίστεως και ελευθερίας, Αθήνα 1985, σ. 206. Το περιστατικό διασώζει ο Φωτάκος στα Απομνημονεύματά του).
Εδώ έχουμε μία κανονική περιγραφή παρέλασης, με σημαιοφόρο, και τον λαό «να κάμει τείχος», όπως ακριβώς γίνεται και σήμερα στις παρελάσεις.
Παραπέμπω και στο εξαιρετικό, δίτομο έργο του συμπολίτη μας Θ. Βαφειάδη Χρονικό του Κιλκίς 1913-1940, ο οποίος κυριολεκτικά «χτένισε τις πηγές», που γράφει στον α´ τόμο, σ. 232-233: «Αθήνα 21 Ιουνίου 1914. Μετά το πέρας της δοξολογίας άρχισε η παρέλαση των διαφόρων σωμάτων του στρατού προ του βασιλέως: “Μελαμψοί, δυνατοί, νευρώδεις περνούν οι στρατιώται ενώ η μουσική της φρουράς παίζει διάφορα εμβατήρια και τον βασιλικόν ύμνον. Εμπρός από ένα των προχωρούντων λόχων ο πρίγκηψ Αλέξανδρος βαδίζει υπερήφανα με το κεφάλι ψηλά, σκονισμένος, κοκκινισμένος, ιδρωμένος, χαλκόχρους”. Μετά την παρέλασι ο βασιλιάς, αφού συνεχάρη εκ νέου τον επικεφαλής της Γαλλικής αποστολής Στέφανο Βιλλαρέ και χαιρέτισε τον Μητροπολίτη και το υπουργικό συμβούλιο, αναχώρησε κάτω από τις ζωηρές επευφημίες του συγκεντρωμένου πλήθους». Άρα δεν είναι μεταξικό κατάλοιπο.
(Φωτ.: ΑΠΕ-ΜΠΕ / Συμέλα Παντζαρτζή)
Για την παιδαγωγική χρησιμότητα θα γράψω αυτό που βλέπω στους μαθητές μου. Αν μιλήσεις στα παιδιά για τους πατρικούς αγώνες και τις θυσίες, για τα κόκαλα των Ελλήνων τα ιερά, μετέχουν στην παρέλαση με καμάρι. Εξάλλου οι παρελάσεις είναι φανέρωση του «εμείς», της αίσθησης του «συνανήκειν», είναι το ωραιότερο μάθημα φιλοπατρίας – και τα έθνη λέγονται έθνη «όταν είναι στολισμένα με πατριωτικά αιστήματα». Οι παρελάσεις είναι προσανάμματα μνήμης των αγώνων για πατρίδα ελληνική και όχι πολυπολιτισμικό… παστίτσιο. Ακόμη και η ενδυματολογική ομοιομορφία υποδηλώνει την εν Επιδαύρω διακήρυξη των προγόνων μας ότι «όλοι οι Έλληνες εισίν ίσοι ενώπιον των νόμων, άνευ τινός εξαιρέσεως».
Τη σημαία του Παπαφλέσσα, με το σταυρό, την κρατούσε ένας καλόγερος, ο Παπατούρτας, πολεμιστής, φόβητρο των Τουρκαλβανών.
Κατά τα άλλα η Εκκλησία δεν θυσιάστηκε στον Αγώνα, αλλά συνεργάστηκε με τον κατακτητή. «Αφάνισαν όλως διόλου τα μοναστήρια και οι καϊμένοι οι καλόγεροι, οπού αφανίστηκαν εις τον αγώνα, πεθαίνουν της πείνας μέσα στους δρόμους, οπού αυτά τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της απανάστασής μας. […] Και θυσίασαν οι καϊμένοι οι καλόγεροι· και σκοτώθηκαν οι περισσότεροι εις τον αγώνα», γράφει ο Μακρυγιάννης.
Τη σημαία, το εθνικό σύμβολο, πρέπει να το κρατούν μαθητές με ιθαγένεια, χέρια Ελλήνων. Ερώτηση: αν αύριο-μεθαύριο μαθητής, μουσουλμάνος το θρήσκευμα, αριστεύσει, τι θα συμβεί; Ίσως απαιτήσει να παρελάσει χωρίς τη σημαία και θα προσφύγει –με την συνδρομή των Γραικύλων του πολυπολιτισμού– σε κάποιο διεθνές καφενείο-δικαστήριο και μάλλον θα δικαιωθεί. Τα περί ρατσισμών τα ακούω… βερεσέ.
Να μη λησμονούμε ότι το εξαμελές άγημα των μαθητών που προπορεύεται και ξεχωρίζει από το υπόλοιπο σχολείο, «συνοδεύει» και τιμά την σημαία, το σύμβολο του έθνους, και όχι τον σημαιοφόρο.
Η λέξη σημαία παράγεται από την αρχαία «σήμα» που σημαίνει τάφος. «Ανδρός μεν τόδε σήμα πάλαι κατατεθνηώτος» («άνδρα που σκοτώθηκε παλιά είναι αυτός ο τάφος»), λέει ο Έκτορας στην ραψωδία Η, 89. Και σ’ αυτούς τους τάφους αναπαύονται τα λευκασμένα κόκαλα όσων έδωσαν την ζωή τους για την Ελευθερία μας, που πήραν τ’ άρματα υπέρ πίστεως και πατρίδος, όπως βροντολαλεί ο Κολοκοτρώνης.
Δημήτρης Νατσιός, δάσκαλος (Κιλκίς)