Με μια σειρά άρθρα προσπάθησα μέχρι τώρα με διάφορους τρόπους, προσεγγίσεις και παραδείγματα να εξηγήσω ότι το κύριο αίτιο της κακοδαιμονίας του κράτους μας είναι η στελέχωση του δημόσιου τομέα. Αυτή τελικά επιμολύνει και το ιδιωτικό επιχειρείν και τη συνολική λειτουργία της χώρας. Αυτό είναι που μας εξόντωσε.
Αυτό είναι που μας κάνει (και θα μας κάνει πάντοτε στο μέλλον, εάν δε διορθωθεί), να κινούμαστε μεταξύ των κατηγοριών «μαύρο χάλι» στη χειρότερη περίπτωση και μέτριο στην καλύτερη.
Μέσα στη ζωή άλλοι είναι που παίρνουν το δρόμο της αρετής κι άλλοι της κακίας, όπως ακριβώς το περιγράφει ο μύθος στον οποίο πρωταγωνιστεί ο Ηρακλής. «Ορώ σε, ω Ηράκλεις, απορούντα ποίαν οδόν επί τον βίον τράπη». Τελικά, πράγματι, είναι τόσο απλό. Έτσι ήταν, είναι και θα είναι τα πράγματα· έτσι είναι η ανθρώπινη φύση. Οι καλοί και οι κακοί πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν. Στη μια μεριά πάντα θα είναι αυτοί που κυνηγάν με λύσσα και με κάθε τρόπο και μέσο το συμφέρον τους, τσαλαπατώντας καθετί καλό κι όμορφο στο διάβα τους. Στην άλλη θα είναι αυτοί που θα προσπαθούν να φροντίσουν το συμφέρον το δικό τους, αλλά και των άλλων, με αρετή, χωρίς να παραβαίνουν τους κανόνες και σεβόμενοι τον πλησίον τους.
Η τύχη και η κατάσταση μιας χώρας δεν εξαρτώνται από την απόλυτη επικράτηση της μιας κατηγορίας έναντι της άλλης. Μόνο στην άλλη ζωή θα ξεχωρίσουν απόλυτα, και για πάντα, οι καλοί απ’ τους κακούς. Η πραγματικότητα τούτης της ζωής διαμορφώνεται όχι από το απόλυτο, αλλά μάλλον από τα ποσοστά – από τη στατιστική και τον μέσο όρο.
Επειδή βρισκόμαστε σ’ αυτό το χάλι, είναι αυταπόδεικτο και δεδομένο ότι το ποσοστό των κακών κρατικών λειτουργών ξεπερνά κατά πολύ ένα κάποιου είδους κρίσιμο όριο.
Μέσα σε αυτό το σύστημα, λοιπόν, οι καλοί και φιλότιμοι κρατικοί λειτουργοί (ναι, υπάρχουν και τέτοιοι) βρίσκονται σε πολύ δυσάρεστη θέση∙ διώκονται και υποφέρουν καθημερινά. Ας δούμε, λοιπόν, τι γίνεται με την περίπτωσή τους, για να λύσουμε κάποιες απορίες.
Αυτοί –οι καλοί– χωρίζονται σε δυο κατηγορίες. Στην πρώτη ανήκουν εκείνοι που αντιδρούν και ελέγχουν τα κακώς κείμενα. Αυτοί μιλούν θαρρετά, ελέγχουν τους φαύλους και προσπαθούν να πάνε κόντρα στο ρέμα και στις κάθε είδους παρανομίες και βρομιές. Καταγγέλλουν, συγκρούονται, κάνουν φασαρία, γίνονται δυσάρεστοι και προσπαθούν «να χαλάσουν τη σούπα», αναστατώνοντας τις καλοστημένες μηχανές της διαφθοράς στο χώρο τους.
Στη δεύτερη ανήκουν εκείνοι που ναι μεν λειτουργούν σωστά και με ήθος, αλλά κατά τα άλλα κάθονται, όπως λέγεται, «φρόνιμοι». Βλέπουν τις ατασθαλίες και τα κακώς κείμενα δίπλα τους, αλλά δεν αντιδρούν, δεν μιλούν καθόλου. Λένε κάθε φορά από μέσα τους: εγώ θα βγάλω το φίδι απ’ την τρύπα;
Στέλνουν με τον τρόπο τους το μήνυμα στους κακούς: βλέπετε πως δεν σας ενοχλώ· αφήστε με λοιπόν ήσυχο να κάνω τη δουλειά μου.
Αυτή η δεύτερη κατηγορία απαρτίζεται από δύο υποσύνολα. Στο πρώτο ανήκουν αυτοί που είναι έτσι φτιαγμένοι και είχαν αυτήν τη νοοτροπία από την πρώτη κιόλας μέρα της δουλειάς τους. Άνθρωποι ευαίσθητοι που φοβούνται, ή δεν αντέχουν, ή απλώς απεχθάνονται τελείως τις συγκρούσεις. Στο δεύτερο κατατάσσονται εκείνοι που δεν ήταν, αλλά κατάντησαν έτσι. Αυτοί ξεκίνησαν από την πρώτη κατηγορία και πολέμησαν στην αρχή το σύστημα με δυναμισμό. Έπειτα όμως κουράστηκαν, απογοητεύτηκαν, απελπίστηκαν, πλήρωσαν ακριβά το τίμημα ή απλώς νικήθηκαν. Το σύστημα τους γονάτισε. Άλλοι πάλι, πιο σκληροτράχηλοι, έμειναν μεν όρθιοι, αλλά συνειδητοποίησαν ότι στον μοναχικό αγώνα τους δεν είχαν καμία στήριξη. Κατάλαβαν ότι ματαιοπονούν κι ότι το σύστημα είναι πανίσχυρο κι ανίκητο.
Θα περίμενε κανείς ότι μέσα σε αυτό το άρρωστο περιβάλλον μπελά βρίσκουν μόνο οι καλοί της πρώτης κατηγορίας – αυτοί που πάνε κόντρα. Δεν είναι όμως έτσι… Κι αυτό το έχουν μεγάλη απορία οι δεύτεροι: μα γιατί αφού δεν μιλάμε καθόλου και τους αφήνουμε ελεύθερους να κάνουν τις βρομιές τους, μας κυνηγάνε κι εμάς;
Η απάντηση βρίσκεται σε μια μικρή ιστορία, όπως γλαφυρά μας τη διασώζει ο Στρατηγός Μακρυγιάννης. Την παραθέτω χωρίς άλλα σχόλια.
«Τραβήσανε οι νοικοκυραίοι και οι τίμιοι άνθρωποι από αυτούς όσα δεν τράβησαν από τους Τούρκους. Τελευταία τους άφησαν κι όλο τους το πράμα εις την εξουσίαν τους οι νοικοκυραίγοι κ’ έφυγαν δια τα νησιά. Μαζί μ’ όσους ήταν τότε δημογέροντες ήταν κ’ ένας τίμιος νοικοκύρης, τον είχαν εις το βίον του κάστρου να το προσέχη, τον έλεγαν Χατζή Γιωργαντά Σκουζέ. Τους άφησε κι αυτός κρυφίως κ’ έφυγε. Και τους άφησε ελεύτερους να κάμουν τους σκοπούς τους εις το βίον του κάστρου. Αφού κάμαν ό,τι μπόρεσαν, είχαν υποψίαν από αυτόν να μην μαρτυρήσῃ ύστερα τι λείπει, ότι ήξερε τι βίον ήταν. Να πάρουνε αυτείνοι, να δώσουν κ’ εκεινού δεν ήθελε, ότ’ ήταν τίμιος άνθρωπος. Έφυγε. Στείλαν και τον πήρανε από την Κούλουρη με δύναμη τ’ αρχηγού τους Μπατζακάτζα και με δική τους. Στο δρόμο του ’κοψαν το κεφάλι».