Η είδηση γέμισε υπερηφάνεια τους Έλληνες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης: Ο δρ Οφθαλμολογίας Χρήστος Ταχτσίδης, ο διεθνούς φήμης επιστήμονας, είναι ο άνθρωπος που κατάφερε πρώτος να κάνει μεταμόσχευση βιονικού ματιού στη Ρωσία. Ο ασθενής του είναι ο 41ος άνθρωπος σε όλο τον κόσμο που φέρει αυτό το πρωτοποριακό εμφύτευμα, το Argus II.
«Είναι χειρουργός από τον Θεό», λένε για εκείνον οι Έλληνες της Ρωσίας, όπως σημειώνεται σε παλαιότερο δημοσίευμα της Ποντιακής Γνώμης που παραθέτει μεταφρασμένη συνέντευξή του η οποία παραχωρήθηκε το 2010 στον Βλαντίμιρ Γκουμπαρέβ για το περιοδικό Επιστήμη και Ζωή.
Το ιδιαίτερο της συγκεκριμένης συνέντευξης είναι οι αναφορές του στα παιδικά του χρόνια που ξυπνούν μνήμες πολλών προσφύγων οι οποίοι κατέληξαν «εργαλεία αξιοποίησης χέρσων εκτάσεων» τόσο στη γη της Μακεδονίας όσο και του Καζακστάν.
- Οι πρόγονοί μου ήταν από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Συγκεκριμένα από την Τραπεζούντα, από όπου κατάγονται και οι δύο παππούδες μου, ενώ η μητέρα και ο πατέρας μου γεννήθηκαν στον Καύκασο. Ήταν δύσκολες εποχές, γινόταν ξεριζωμός των χριστιανών από εκείνα τα ενκλάβια όπου έμειναν από αιώνες. Αλλά και ύστερα, το 1949, τους γονείς μου τους εξόρισαν στην κεντρική Ασία, προς «αξιοποίηση χέρσων εκτάσεων» όπως συνηθιζόταν να λέγεται η πολιτική εκείνη του αναγκαστικού εκτοπισμού. Απλούστατα τους εξορίσανε. Εμείς βρεθήκαμε στην περιοχή Γκολόντναγια Στέπα [σ.τ.μ.: Πεινασμένη Στέπα], 90 χλμ βόρεια από την Τασκένδη. Στην ουσία, στη νοτιότερη άκρη του Καζακστάν.
- Ο λαός επιβίωνε μόνο χάρη στην αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια, διότι διαφορετικά απλώς δεν γινόταν. Η αλληλοϋποστήριξη ήταν η φιλοσοφία της ζωής. […] Θυμάμαι πολύ καλά πώς χτίζονταν τα σπίτια. Αρχικά ζούσαμε σε παράγκες και χαμόσπιτα, και ύστερα εμφανίστηκαν τα πρώτα σπίτια. Επρόκειτο για οικοδόμηση από κοινού, στην οποία μάλιστα κανένας δεν καλούσε για βοήθεια, όλοι έρχονταν από μόνοι τους. Όποιος ήταν ελεύθερος εκείνη τη στιγμή, ερχόταν και δούλευε. Ο πατέρας μου επέστρεφε από την εργασία του, έτρωγε στα γρήγορα και πήγαινε στον γείτονα να βοηθήσει με την κατασκευή του σπιτιού. Και δεν περνούσε μέρα που να μην υπήρχαν ξένοι βοηθοί στην οικοδομή. Αυτό το πνεύμα των ανθρώπινων αξιών ήταν «πανταχού παρόν», και τα παιδικά μου χρόνια διαποτίστηκαν από αυτό. Έννοιες όπως δόλος, κακία, πονηριά και άλλες παρόμοιες απλώς δεν χωρούσαν, δεν μπορούσαν να επιβιώσουν σε τέτοιες συνθήκες.
Οι άνθρωποι που χαρακτηρίζονταν από τέτοια πάθη εξαφανίζονταν, διαλύονταν, με απλά λόγια χάνονταν… Η εντυπωσιακή μεταμόρφωση συνέβη αργότερα, όταν η ευημερία άρχισε να αυξάνεται.
- Εμείς, τα παιδιά, μπορούσαμε να περάσουμε ολόκληρη τη συνοικία μέσα από τις αυλές, διότι όλων ανεξαιρέτως οι αυλόπορτες ήταν ανοιχτές. Σαν μια ορδή τρέχαμε στις αυλές, και στην καθεμιά από αυτές μας καλοδέχονταν, όποτε ερχόταν η ώρα του φαγητού μάς φίλευαν. Εάν κάποιος από εμάς, για παράδειγμα, πληγωνόταν στο παιχνίδι, τότε σε όποιο κοντινότερο σπίτι όπου υπήρχαν μεγάλοι, μας περιποιούνταν: καθάριζαν την πληγή, έβαζαν επίδεσμο, ιώδιο… Ήταν από τους άγραφους νόμους. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον γινόταν η ανατροφή του ανθρώπου. Γιατί αναφέρομαι σε αυτά με τόση λεπτομέρεια; Μεγαλώνοντας αρχίζεις και ψάχνεις μέσα σου, αναρωτιέσαι από πού προέρχεται η μία ή άλλη πτυχή του χαρακτήρα σου…
- Δεν θυμάμαι ποτέ ο πατέρας μου να με έβαζε απέναντι και να μου εξηγούσε «αυτό είναι καλό και αυτό είναι κακό». Όμως πολύ καλά θυμάμαι ότι πολλοί έρχονταν στον πατέρα μου για συμβουλές, από τη φύση του ήταν άνθρωπος δυνατής βούλησης. Έξι χρόνων έμεινε ορφανός από πατέρα και μητέρα. Χωρίς φροντίδα και επίβλεψη μεγαλυτέρου περιπλανιόταν με τον αδελφό του, ύστερα άρχισε να δουλεύει όπου έβρισκε, τέλος πάντων επιβίωσε αφού πέρασε όλη την ακαδημία της ζωής από το μηδέν. Η φύση δεν τον αδίκησε με το μυαλό, γι’ αυτό ο κόσμος ερχόταν να τον συμβουλευτεί. Δεν πέρναγε μέρα χωρίς να έρθει κάποιος σπίτι μας να μοιραστεί το πρόβλημά του με τον πατέρα μου. Εγώ καθόμουν σε κάποια γωνιά και άκουγα τις συζητήσεις τους. Σήμερα πιάνω τον εαυτό μου να σκέπτομαι πως παίρνοντας κάποια απόφαση επιστρέφω σε εκείνες τις βραδινές «συσκέψεις» του πατέρα μου. Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, αλλάζει το σχήμα – εμφανίζονται φιογκάκια, το περιτύλιγμα γίνεται πιο φανταχτερό, όμως η ουσία παραμένει ίδια.
- Έζησα εκεί 18 χρόνια. Επισήμως ήμουν τρία χρόνια υπό κρατική καταστολή. Το 1956 ήραν τους περιορισμούς. Οι άνθρωποι άρχισαν να ζουν με μεγαλύτερη οικονομική άνεση. Σιγά-σιγά έκλεισαν οι αυλόπορτες, εμφανίστηκαν οι φράχτες, και η άλλοτε ενότητα άρχισε να διασπάται. Οι άνθρωποι απέκτησαν ιδιαιτερότητες που παλιότερα καταπνίγονταν.
Αυξανόταν η ευημερία, προβαλλόταν και αναπτυσσόταν ο ατομικισμός.
- Εμείς αποκαλούμαστε «Έλληνες του Πόντου». Πυκνή παρουσία μας υπήρχε κάτω από το Σότσι, απ’ όπου ήταν ο πατέρας μου, ενώ η μητέρα μου και το σόι της ήταν από Βατούμ. Δηλαδή, κατοικούσαμε στα παράλια του Εύξεινου Πόντου… Όμως εγώ γεννήθηκα στην κεντρική Ασία, όπου εξόρισαν τους γονείς μου. Ως χαρακτήρας είχα κλίση στις θετικές επιστήμες. Συμμετείχα σε διάφορες μαθητικές ολυμπιάδες, κέρδιζα στα μαθηματικά και τη φυσική, ετοιμαζόμουν να δώσω εξετάσεις για ανώτατη τεχνική σχολή. Ωστόσο, αρρώστησε ο πατέρας μου. Ήμουν μαθητής Γ΄ Γυμνασίου. Ήρθε τότε από το Βατούμ ο μικρότερος αδελφός της μητέρας μου, που ήταν γιατρός, ο μοναδικός στο σόι μας. Ήταν φοβερός αφηγητής, παρέσερνε οποιονδήποτε με τις ιστορίες του. Ο πατέρας μου δεν είχε αρρωστήσει ποτέ, δεν είχε πάρει ποτέ αναρρωτική. Ενώ εδώ τον λύγισε αμέσως η ασθένεια, και δεν καταφέραμε να τον σώσουμε. Διαγνώστηκε ότι είχε όγκο στον εγκέφαλο, απεβίωσε μετά από λίγο. Φυσικά, αυτό με συντάραξε. Αποφάσισα να γίνω γιατρός.
Μετάφραση-επιμέλεια: Χριστίνα Χαφουσίδου.
- Πηγή: Εφ. Ποντιακή Γνώμη 45, Νοέμ. 2012, σ. 10-11.