Τέτοια μέρα πριν από 104 χρόνια, οι άνδρες του Δοξάτου Δράμας, όσοι γλίτωσαν από τις άγριες σφαγές που είχαν γίνει από βάρβαρους Βούλγαρους δύο ημέρες πιο πριν, άνοιγαν με πόνο αλλά και οργή ομαδικούς τάφους για να θάψουν τις εκατοντάδες των εκτελεσθέντων συγγενών και συγχωριανών τους, των οποίων τα πτώματα κείτονταν σε αυλές σπιτιών και στους δρόμους…
Το μαρτυρικό Δοξάτο είναι η μοναδική πόλη στην Ελλάδα, που γνώρισε τρεις φορές το ολοκαύτωμα, μέσα σε 30 χρόνια, από τον ίδιο εισβολέα, τους Βούλγαρους.
Η πρώτη ήταν το 1913 (στην οποία θα αναφερθούμε παρακάτω), τέσσερα χρόνια μετά, το 1917, η δεύτερη, όταν έστειλαν όσους άνδρες απέμειναν στη Βουλγαρία, στα κάτεργα, όπου 74 άφησαν εκεί τα κορμιά τους, ενώ περίπου 200 γυναικόπαιδα αφανίσθηκαν από πείνα και αρρώστιες. Και το 1941 η τρίτη, όταν εκτέλεσαν στην πλατεία του χωριού χωρίς οίκτο 270 κατοίκους. Μάλιστα ο Βούλγαρος πρόεδρος του Δοξάτου Δασκάλωφ υποχρέωσε όσους επέζησαν να πληρώσει κάθε οικογένεια 2.500 λέβα, την αξία των φυσιγγίων, με τα οποία εκτέλεσαν συγγενικά τους πρόσωπα.
Στον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο, η περιοχή της Δράμας κατελήφθη (τον Οκτώβριο του 1912) από τους Βουλγάρους, για να απελευθερωθεί στη συνέχεια από τον Ελληνικό Στρατό κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο την 1η Ιουλίου 1913. Όταν όμως αποχωρούσαν (στις 29/6/1913), κυνηγημένοι από τον Ελληνικό Στρατό, οι Βούλγαροι προκάλεσαν ολέθριες καταστροφές.
Ομαδικοί τάφοι
Το πρωί της Κυριακής 30 Ιουνίου, 120 Βούλγαροι στρατιώτες ιππείς περικύκλωσαν το Δοξάτο, ενώ την ίδια στιγμή το πυροβολικό τους βομβάρδιζε σπίτια και καταστήματα. Και μόλις οι κάτοικοι βγήκαν έντρομοι από τα σπίτια και κυρίως από την γεμάτη εκκλησιά, διακόπτοντας την θεία λειτουργία, άρχισαν να τους καταδιώκουν, σφάζοντας αγρίως, χωρίς διακρίσεις, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Στη συνέχεια, επιδόθηκαν στο πλιάτσικο και κατόπιν έριξαν πετρέλαιο και πυρπόλησαν τα σπίτια.
Ο απολογισμός ήταν τραγικός: Κατέσφαξαν ανηλεώς 650 κατοίκους (το 45% των 1.500) και πυρπόλησαν, αφού τα λεηλάτησαν, 240 κατοικίες, 80 καταστήματα και 10 καπνομάγαζα. Εκτός των σφαγών, υπήρξαν πάμπολλοι βιασμοί κοριτσιών. Όπως μαρτυρεί ο Ρώσος δημοσιογράφος Βλαδίμηρος Ταρδόφ, απεσταλμένος της εφημερίδας Ούτρο Ροσσίγιε, οι Βούλγαροι στρατιώτες έσφαζαν πρώτα τους άνδρες και μετά οδηγούσαν γυναίκες και κορίτσια στα δωμάτια όπου προέβαιναν σε κτηνώδεις βιασμούς. Είδε γυναίκες να ουρλιάζουν μπροστά στα λογχισμένα παιδιά τους, δύο ιερείς κατεσφάγησαν επειδή προστάτευαν το ποίμνιο τους κι ένα πανέμορφο κοριτσάκι, αιμόφυρτο, μισολιπόθυμο από τους κτηνώδεις βιασμούς, δίπλα στα νεκρά σώματα των γονιών της. «Παντού οι οφθαλμοί μου έβλεπαν τη φρίκη και μας έπνιγε απαίσια οσμή… Ησθάνθην αίσχος, διότι αι θηριωδίαι αύται διεπράχθησαν υπό Σλάβων».
Ένα από τα κορίτσια που μαρτύρησε στα χέρια των κτηνάνθρωπων βιαστών της, ήταν και η 14χρονη Αικατερίνη Ναλμπάντη. Μπροστά της κατέσφαξαν τον πατέρα της.
Πριν από μήνες, είχαν πιέσει τον πατέρα της να πολιτογραφηθεί Βούλγαρος, αλλά εκείνος αρνιόταν. Τώρα, τον τρομοκράτησαν και τον απείλησαν, αλλά εκείνος δεν απαρνήθηκε την ελληνικότητά του. Αφού τον βασάνισαν αγρίως, τον σκότωσαν, μπροστά στα μάτια των επτά παιδιών του, ηλικίας 3-14 ετών, χωρίς να τους συγκινεί το γοερό τους κλάμα. Μετά, αυτοί οι κτηνάνθρωποι άρπαξαν και βίασαν το 14χρονο κορίτσι, το κακοποίησαν βάναυσα επειδή πρόβαλε αντίσταση κι έζησε μετά, έως το 1969, απαρηγόρητο με τα βαριά και αθεράπευτα ψυχικά του τραύματα.
Και το πιο φρικτό, όπως το διηγείται ο ανθυπολοχαγός Βάτσεφ στον Γάλλο διευθυντή μονοπωλίου καπνού Άγκελ στη Δράμα, «Βούλγαροι στρατιώτες διασχίζοντες κοιλίας εγκύων, εστοιχημάτιζον αν τα εξαγόμενα βρέφη ήσαν άρρενα ή θήλεα»! Ο Γάλλος Βαλέτ μαρτυρεί στον εκεί απεσταλμένο της γαλλικής εφημερίδας Χρόνος και θεωρεί «την επέλασιν του Ιππικού και τας σφαγάς των γυναικοπαίδων στίγμα ανεξάλειπτον δια την Βουλγαρίαν».
Βούλγαροι άρπαξαν από τις δύο ελληνικές τράπεζες και τα σπίτια ευπόρων Ελλήνων χιλιάδες χρυσές λίρες, ενώ πολλές πήραν και οι Τούρκοι για να τους… προστατεύσουν τάχα από τις σφαγές, όταν κατέφυγαν για να σωθούν στην τουρκική συνοικία του Δοξάτου. Όταν έφτασε αργότερα ο Ελληνικός Στρατός και ανακατέλαβε την περιοχή, αντίκριζε παντού καπνούς και διάσπαρτα νεκρά ανθρώπινα κορμιά.
Η υπόμνηση των γεγονότων, δεν σημαίνει ότι ζητάμε εκδίκηση, αλλά μία συγγνώμη, για να αναπαυτούν οι ψυχές των 1.124 θυμάτων του Δοξάτου. Αυτό ζητεί επιμόνως και ο δήμαρχος της μαρτυρικής πόλης Δημήτρης Δαλακάκης.
Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη