Σε κάποιο σαπιοκάραβο που ’χε το σχήμα λύρας
ξυπόλυτοι και νηστικοί πάν’ στ’ άγνωστα της μοίρας.
Ξεριζωμός απάνθρωπος απ’ άγρια θηρία,
σπίτια, φαμίλια, λευτεριά, χάθηκαν και τα τρία.
Πού να σε βρω; Πού να με βρεις; Ρίζες ξεριζωμένες.
Μάνες που κλαίνε τα παιδιά φρικτά καθημαγμένες.
Τσούρμα αλαλάζοντα ορμούν, τους έπιασαν στον ύπνο,
πολιτικοί οργάνωσαν της προσφυγιάς το λίκνο.
Στα πλοία των συμμάχων μας ακούγανε φοβέρες.
Άτιμα τους φερθήκανε, ταξίδι τρεις ημέρες.
Κάπου τελείωσε ο διωγμός, άλλοι το λέν’ ταξίδι,
η μαύρη η συνέχεια πήρε το δρόμο ήδη.
Πίστεψαν μόλις φτάσανε πως ήρθαν στην πατρίδα,
μα μόλις την πατήσανε χάθηκε η ελπίδα.
Στην Κοκκινιά τους πέταξαν, ξύλα και τενεκέδες,
κανείς υπήρχε καφενές μ’ όμορφους ναργιλέδες.
Πάν’ οι κουρτίνες, τα χαλιά, δυο ξύλα σφηνωμένα
μ’ ένα σχοινί ανάμεσα ν’ απλώνουν τα βρεγμένα.
Εδώ αντιμετώπισαν κρύο, πείνα και τρόμο.
Η κρατική η μέριμνα τον έχασε το δρόμο.
Κουρνιάσανε τα όνειρα κάτω από λαμαρίνες,
μέρες αποτροπιασμού ήταν όλες εκείνες.
Η εκμετάλλευση φτηνή, δουλειά πρωί και βράδυ,
τζάμπα το μεροκάματο, της απονιάς το χάδι.
Συμβατικό συναίσθημα εκεί δεν λειτουργούσε,
σα να μην ήταν Έλληνες και τους περιφρονούσε.
Ελάχιστες οι προσφορές, από φτωχούς ανθρώπους,
βοηθήσατε τους πρόσφυγες και ζούσαν με ίδιους τρόπους.
Πολλά χρόνια περάσανε, μειδίασε η μοίρα
και νότες ακουστήκανε απ’ την κρυμμένη λύρα
που της καρδιάς τους έχει αυτή το σχήμα, τους ανήκει,
και πήρε η ζωή τα μπρος, πορεία για τη νίκη.
Τώρα όλα αλλάξανε, γλυκά χτυπά η καμπάνα.
Εκείνοι μας προσφέρανε αντί χολής το μάννα.
Εάν σας μένει για όλα αυτά κάποια αμφιβολία,
στην εορτή να πας να δεις, γιορτή της Παναγίας.
Της Παναγίας Σουμελά που μύριους συγκεντρώνει.
Εκεί θα δεις πολιτισμό τους γνώστες που θαμπώνει.
Καμία άλλη νότα εκεί, μονάχα η δική τους
με λεβεντιά χορεύουνε εκεί οι αητοί τους.
Τώρα εδώ διεκδικούν βραβείο της «Ειρήνης»
πολιτικοί οι ένοχοι της εποχής εκείνης.
Πόντιε φίλε σε τιμώ, βαθιά σε αγαπάω
και τα καλύτερα θα πω για σένα όπου πάω.
Πιστεύουν πως η Παναγιά κρατά γι’ αυτούς κρυμμένο
το θαύμα της επιστροφής, δίκαιο πεπρωμένο.
Έχουν ακόμη τα κλειδιά, σίγουροι θα γυρίσουν
μια νέα εθνική γιορτή και θα πανηγυρίσουν.
Κωνσταντίνος Δεβούρος