Οι Πόντιοι. Αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι, που επιμένουν να κρατάνε άσβηστη τη φλόγα τους και τη μοναδικότητά τους σε εποχές που όλα μοιάζουν να πιέζονται προς την ομογενοποίηση, έναν αχταρμά καταναλωτών και ατομικότητας, που οδηγεί σε ένα άδοξο τέλος για την ανθρωπότητα.
Διωγμένοι από τον τόπο τους μετά τη Γενοκτονία (1914-1923) από τους τσέτες και τους Νεότουρκους του Κεμάλ, και βεβαίως με τις φιτιλιές (τις «διευθετήσεις») ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Με αφορμή τη 19η Μαϊου, Ημέρα Μνήμης, όπως καθιερώθηκε από το 1994, μετά από εισήγηση του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, το Πρακτορείο τους αφιερώνει τις σελίδες του ως μια μικρή ένδειξη σεβασμού. Οι Πόντιοι που ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους, τη γλυκύτατη Ανατολή (που οι Δυτικοί κατασυκοφάντησαν, διαστρέβλωσαν την ιστορία της και την πολιτιστική κληρονομιά της, κατέκλεψαν τον πλούτο της λειτουργώντας ως αρπακτικά), συνεχίζουν να κρατούν τη γλώσσα τους, τα ήθη και τα έθιμά τους, την αλληλεγγύη τους προς τον αδύναμο, την καλοκαρδία τους.
Πρόσφυγες από τον Πόντο, την Τραπεζούντα, τη Σαμψούντα, τη Σινώπη, την Αργυρούπολη, την Κερασούντα, τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, όπου είχαν ακμάσει, με περίπου 350.000 απώλειες –τόσοι είχαν σφαχτεί– για να ξαναχτίσουν σε άγριες εποχές, μες στον αβάσταχτο πόνο τους, από το τίποτα, με χώμα και νερό –κι αυτό λιγοστό– και πάλι τα σπίτια τους, τις φαμίλιες τους, τον πολιτισμό τους.
Οι Πόντιοι, που λες και γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους, που θα βρουν γνωστούς, φίλους και συγγενείς σε όλα τα μέρη, ακόμη και τα πιο απίθανα, που ανοίγουν τα σπίτια τους και σε κάνουν δικό τους, είναι έτοιμοι πάντα να πάρουν την καρδιά τους και να σου τη δώσουν.
Αλήθεια, παράταιροι σε αυτή την Ευρώπη, που κοιτά μόνο το πορτοφόλι.
Βλέπω στην περιοχή μου νέα παιδιά να χορεύουν τους ποντιακούς χορούς, με τη συνοδεία μιας ποντιακής λύρας. Περήφανα παιδιά: για την καταγωγή τους, για τους παππούδες τους και τους γονείς τους. Τα βλέπεις να χορεύουν τον πυρρίχιο, πολεμικό χορό με ρίζες από την Αρχαιότητα, και να σηκώνουν τη σκόνη της ιστορίας τους και την παλικαριά των προγόνων τους. Οι κοφτές κινήσεις του σώματος, η βίαια στροφή των ποδιών στο δάπεδο, οι συσπάσεις των μυών του σώματος προκαλούν το θαυμασμό, αλλά και σε κάνουν να συνειδητοποιείς το μεγαλείο αυτού του λαού. Ένας λαός που έχει τραβήξει τα πάνδεινα και έχει προσφέρει μαζί με τους άλλους κατατρεγμένους της Μικράς Ασίας τα μέγιστα σε αυτή τη χώρα, και κυρίως στον πολιτισμό, με τη διατήρηση της ταυτότητάς τους, της ψυχής τους.
Εγώ θα θυμηθώ τη θρυλική τραγουδίστρια Σεβάς Χανούμ (Σεβαστή Παπαδοπούλου), από τη Σαμψούντα, μια αμαζόνα, μια ντερβισογυναίκα, που τη δεκαετία του ‘50 λιώναν για το τραγούδι της και τη γοητεία της, καθώς ερμήνευσε δίπλα σε τεράστιες μορφές όπως ο Τσιτσάνης, ο Καζαντζίδης, ο Χιώτης και άλλους, κορυφαία λαϊκά τραγούδια. Μιλάμε για μια γυναίκα, μια καλλιτέχνιδα, που θα μπορούσε να προικίσει και τα δισέγγονά της, και πέθανε, αφού τραγούδησε για τελευταία φορά ντυμένη με ποντιακή φορεσιά, το 1990, κατατυραννισμένη από αρρώστιες και κακουχίες, πάμπτωχη σε ένα υπόγειο. Στην ψάθα, περήφανη και αδούλωτη, όπως μπήκε στον σκληρό χώρο του λαϊκού τραγουδιού και της ζωής.
Χάρης Αναγνωστάκης
Υπεύθυνος έκδοσης του περιοδικού Πρακτορείο, του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
- Διαβάστε περισσότερα για τη Γενοκτονία των Ποντίων και συγκλονιστικές Μαρτυρίες στις σχετικές ενότητες του pontos-news.gr.