Ξημερώματα Πρωτομαγιάς του 1944 και κανείς στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου δεν κοιμόταν. Πιο πολύ απ’ όλους οι κομμουνιστές που την εποχή του Μεταξά κρατούνταν στην Ακροναυπλία. Οι Ακροναυπλιώτες, όπως ονομάζονταν, ήταν σίγουροι πως το δικό τους όνομα ήταν μέσα στη λίστα των μελλοθάνατων.
Συνολικά 200 «παρών» ακούστηκαν εκείνο το βράδυ μέσα στο στρατόπεδο. Τόσοι ήταν οι κρατούμενοι που ζητήθηκαν ως αντίποινα για τη δολοφονία ενός Γερμανού στρατηγού και τριών αξιωματικών σε ενέδρα στους Μολάους – 50 Έλληνες για κάθε έναν Γερμανό.
Όσοι άκουσαν το όνομά τους αποχαιρέτησαν τους συντρόφους τους και βγήκαν από τα κελιά με συνθήματα για την Ελλάδα και τη λευτεριά, για το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ.
Με σταθερό βήμα προχώρησαν και σχημάτισαν εικοσάδες μπροστά στο Μπλοκ 15, το κτήριο που ήταν χώρος αυστηρής απομόνωσης των κρατουμένων. Το στρατόπεδο Χαϊδαρίου ζει μία από τις πιο «σημαντικές» στιγμές στην ιστορία του.
Ο «μπαμπούλας», το φόβητρο για όσους ήταν απ’ έξω, εκεί όπου γίνονταν βασανιστήρια έστελνε στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής 200 Έλληνες για εκτέλεση.
Όμως ένα παρών που ακούστηκε πιο δυνατά από τα άλλα πάγωσε τους υπόλοιπους. Ο Ναπολέων Σουκατζίδης, ο διερμηνέας του στρατοπέδου που μιλούσε εννέα γλώσσες, το στήριγμα των υπολοίπων, ήταν στη λίστα των μελλοθάνατων.
«Θανάση μην ξεχνάς ποτέ πως είσαι Έλληνας κρατούμενος και εξυπηρετείς Έλληνες στρατιώτες. Να είσαι πάντα καλός μαζί τους. Στο πρόσωπό σου τους αποχαιρετώ όλους», είπε στον δεύτερο διερμηνέα Θανάση Μερεμέτη παραδίδοντάς του τη σφυρίχτρα και τα χαρτιά του.
Ο διοικητής του στρατοπέδου είχε δώσει τη δυνατότητα στον Ναπολέοντα Σουκατζίδη να απαλλαγεί και στη θέση του να μπει άλλος κρατούμενος. Ο γεννημένος στην Προύσα Έλληνας κομμουνιστής και συνδικαλιστής προτίμησε τον τοίχο της Καισαριανής από την ατίμωση.
Στο τελευταίο του γράμμα στον πατέρα του γράφει: «Πατερούλη, πάω για εκτέλεση. Να ’σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου. Ν’ αγαπάς και να λατρεύεις την κορούλα σου και την αδερφούλα μου. Κι οι δυο μεγάλοι άνθρωποι. Γεια, γεια πατερούλη. Ναπολέων».
Οι 200 ανέβηκαν στις καρότσες των φορτηγών με προορισμό την Καισαριανή. Μέχρι το Σκοπευτήριο ο δρόμος γέμισε με ρούχα και σημειώματα από τους μελλοθάνατους: «Πρωτομαγιά. Γεια σας. Όλοι πάμε στη μάχη», «Δε σας ξέχασα ποτές. Για σας και για τον ελληνικό λαό έδωσα τη ζωή μου. Σήμερα, 1η Μάη 1944, σας φιλώ για τελευταία φορά».
Μία από τις πιο αιματοβαμμένες σελίδες της ελληνικής Ιστορίας γράφτηκε λίγο αργότερα. «10 η ώρα το πρωί τους φέρανε και ως τις 12 το μεσημέρι βάσταξε κείνη η τελετή. Κατά εικοσάδες έβγαιναν και στήνονταν στον τοίχο. Αντίκρυ στον τοίχο, απάνω σε σιδερένια τρίποδα στις γωνιές ήταν τα πολυβόλα. Και τα πυρά τους τα έριχναν διασταυρούμενα. Μέσα στο χώρο της εκτέλεσης ήταν δύο εργάτες του Δήμου κι ένας παπάς. […] Δεν άντεξε για μια στιγμή ο παπάς, κάνει να στρίψει αλλού το πρόσωπο. Τον πρόγκηξαν οι Γερμανοί με τα πιστόλια.
»Ο κόσμος γύρω στα λοφάκια και τις ταράτσες στέκεται βουβός. Ακούγεται καθαρή-καθαρή η ομοβροντία και η ριπή της κάθε ομάδας. Τότε ο κόσμος όλος μαζί άρχισε να κλαίει. Κλαίγαν και οι γέροι και παιδιά. Λέγαν “κατάρα, ανάθεμα”. Σ’ όλο το διάστημα οι καμπάνες του συνοικισμού χτυπούσαν νεκρικά. Μια γυναίκα αστυφύλακας που κοίταζε από ψηλά τρελάθηκε», γράφει η Μέλπω Αξιώτη στις Πρωτομαγιές.
Τα φορτηγά απομάκρυναν τα άψυχα κορμιά και ο κόσμος έσπευσε να αποδώσει τα σέβη του. Οι άνδρες έβγαζαν το καπέλο, οι γυναίκες έτρεχαν ξοπίσω κουβαλώντας λουλούδια.
Την επόμενη ημέρα στην Καισαριανή οι Έλληνες αψηφώντας την τρομοκρατία ονόμασαν το δρόμο που χύθηκε το αίμα οδό Ηρώων. Στους τοίχους γράφτηκε το σύνθημα: «Αυτός ο δρόμος είναι ΔΡΟΜΟΣ ΗΡΩΩΝ. Τον διαβαίνουν οι λεβέντες του έθνους. Χτες 1 του Μάη τον διάβηκαν 200 παλικάρια».