Μετά από μια εντυπωσιακή άνοδο ως το 2000, υπάρχει μια, εξίσου εντυπωσιακή, πτώση της αριστεράς, σε όλες τις μορφές της, στην Ευρώπη. Αν εξαιρέσει κάποιος την Ελλάδα και την Πορτογαλία, στις υπόλοιπες, σημαντικές, χώρες της Ευρώπης, η εικόνα της αριστεράς είναι απογοητευτική. Στη Γαλλία, ουσιαστικά, ο υποψήφιος της «κυβερνητικής αριστεράς», αυτός, δηλαδή, που θα μπορούσε να διεκδικήσει με αξιώσεις την προεδρία, έχει τεθεί εκτός παιχνιδιού, στις εκλογές της 23ης Απριλίου.
Η περίπτωση Μελανσόν είναι ιδιόμορφη. Συγκεντρώνει ο ίδιος ένα αξιόλογο ποσοστό το οποίο, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να τον οδηγήσει στο β΄ γύρο, όμως, ουσιαστικά συσπειρώνει διάφορα αριστερά ρεύματα στα οποία προστίθενται ψήφοι λόγω του ότι ο ίδιος είναι χαρισματικός. Ας μην ξεχνάμε πως στη Γαλλία το ΚΚΓ μεσουράνησε στην πολιτική σκηνή ως ευρωκομμουνιστική τάση αλλά, μετά την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού ακολούθησε την τύχη των άλλων κομουνιστικών κομμάτων.
Ο Μελανσόν δεν αποκλείεται να πάει καλά στις αυριανές γαλλικές εκλογές, αλλά αυτό θα συμβεί ως αντίδραση των ψηφοφόρων στα κατεστημένα κόμματα και όχι ως συνειδητή αριστερή επιλογή.
Το ίδιο καλά και για τους ίδιους λόγους μπορεί να πάει και η Λεπέν.
Στη Γερμανία, δεν είναι τόσο η Άνγκελα Μέρκελ που κρατά καθηλωμένους τους ψηφοφόρους στη δεξιά Χριστιανοδημοκρατία, ούτε η εμβέλεια του υποψηφίου του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Μάρτιν Σουλτς, αλλά, η απουσία εναλλακτικής πρότασης από την αριστερά και η απογοήτευση από την προηγούμενη κυβερνητική της θητεία.
Στη Μεγάλη Βρετανία, όπου ο ηγέτης των Εργατικών δεν είναι κάποιος τυπικός ευρωπαίος σοσιαλδημοκράτης ή κεντροαριστερός αλλά, περισσότερο ριζοσπάστης αριστερός, ο Τζέρεμι Κόρμπιν, το Εργατικό Κόμμα έχει καταβαραθρωθεί και αναμένεται να υποστεί μεγάλη ήττα στις εκλογές του Ιουνίου.
Και στην Ελλάδα, μετά την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, αναμένεται η αριστερά να υποστεί μεγάλη καθίζηση.
Τι είναι, λοιπόν, αυτό που κάνει την αριστερά να υποχωρεί τόσο πολύ στην ευρωπαϊκή ήπειρο;
Κατ’ αρχάς ο καιροσκοπισμός της, όπως διαπιστώνουμε με οδυνηρό τρόπο στην Ελλάδα. Και κατά δεύτερον, το ότι δεν μπόρεσε να διαμορφώσει αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση για τη διαχείριση της μεταβατικής περιόδου από τον καπιταλισμό, όπως τον γνωρίζαμε, στις νέες μορφές που παίρνει με την καταλυτική επίδραση των νέων τεχνολογιών.
Είναι ανούσιο να μιλά κανείς για σοσιαλιστικό μετασχηματισμό στις μέρες μας. Εκείνο που επιζητά η κοινωνία είναι μια πιο ανθρώπινη διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας από την αριστερά. Και εκεί, διαψεύστηκαν οι ελπίδες της. Τα αριστερά ρεύματα τα οποία διεκδίκησαν , κατέκτησαν ή, και σήμερα, διεκδικούν την εξουσία, αποδέχθηκαν τη φιλελεύθερη πρόταση για την οικονομία οπότε οι ψηφοφόροι μεταξύ ενός ιμιτασιόν φιλελευθερισμού και του γνήσιου, επιλέγουν τον γνήσιο.
Το δυστύχημα είναι ότι αυτήν την κρίσιμη περίοδο οι κοινωνίες χρειάζονται μια καλά οργανωμένη και ειλικρινή, ως προς τις προθέσεις και τον πολιτικό της λόγο αριστερά, ώστε να περιοριστούν οι αρνητικές επιπτώσεις από τις νέες μορφές του καπιταλισμού.
Αλλά, δυστυχώς, ο χώρος αφέθηκε σε καιροσκόπους και εξουσιομανείς που δεν έχουν κανένα πρόβλημα να τον απαξιώσουν προκειμένου να βρίσκονται στην κυβερνητική εξουσία.
Μήπως, μέχρι να αποκτήσουν συνεκτική εναλλακτική πρόταση, θα ήταν προτιμότερο να ασκούν πίεση για μια εξισορρόπηση των αρνητικών συνεπειών της κρίσης στον λαό παρά να διαχειρίζονται την κρίση, αφού στη διαχείριση αυτή αποδείχθηκε ότι δεν τα καταφέρνουν;