Το DNA του γράφει… Πόντιος και η ταυτότητά του Καλιοντζίδης. Ο 24χρονος Χρήστος Καλιοντζίδης, γιος του γνωστού λυράρη Μιχάλη Καλιοντζίδη, αν και φέρει μια βαριά κληρονομιά εντούτοις έχει καταφέρει να δώσει το δικό του στίγμα. Ισορροπώντας ανάμεσα στο παραδοσιακό και το σύγχρονο, υποστηρίζει ότι η ποντιακή παράδοση είναι τόσο ισχυρή που μπορεί να επιβιώσει για εκατομμύρια χρόνια, και με το δοξάρι του βάζει το δικό του λιθαράκι.
Με απώτερη καταγωγή από το χωριό Κοσμά της Ματσούκας της Τραπεζούντας, γεννήθηκε στις 17 Αυγούστου του 1993 στη Βέροια.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε στην Αθήνα, και όταν ήταν 7 ετών η οικογένεια μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη. Η αγάπη του για τη μουσική τον έφερε στο Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής του ΤΕΙ Ηπείρου – αν και ήρθε σε επαφή με πολλά μουσικά όργανα, αγάπησε ακόμα περισσότερο την ποντιακή λύρα.
«Αν με ρωτήσει κάποιος τι παίζω, λύρα θα πω», λέει χαρακτηριστικά στο pontos-news.gr, και δηλώνει ότι το μέλλον θέλει να ασχοληθεί πιο εντατικά και με τον κεμανέ. Επίσης το αγγείο του κεντρίζει το ενδιαφέρον, και μάλιστα αναφέρει ένα χαρακτηριστικό γεγονός: Ο πατέρας του Μιχάλης τού αγόρασε ένα αγγείο με σκοπό να μάθει να παίζει. Τότε επισκεπτόταν συχνά τη Θεσσαλονίκη ο Γιώργος Σοφιανίδης, με τον οποίο ο Χρήστος έκανε μαθήματα. Όταν δε έμαθε τον πρώτο σκοπό –διπάτ’– σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο Γ. Σοφιανίδης ενθουσιασμένος έλεγε στον πατέρα του Χρήστου «Ρε συ αούτος θα μαθάν’» για τον… μικρό. Ωστόσο του έμεινε το παράπονο που ο μαθητής του δεν συνέχισε με το αγγείο. Το μέλλον του ήταν άλλο…
Όταν σηκώνεις ψηλά την παράδοση…
Όταν έπαιξε για πρώτη φορά λύρα σε κόσμο, στον Άγιο Δημήτριο Κοζάνης
Ο Χρήστος Καλιοντζίδης θυμάται ότι από μικρός πήγαινε με τον πατέρα του σε διάφορες εκδηλώσεις. Χαρακτηριστικά μας αναφέρει την πρώτη, που έπαιξε κιόλας, σε ηλικία 9 ετών στα παρχάρια του Αγίου Δημητρίου Κοζάνης. «Αν θες να έρθεις μαζί μου αύριο» του είχε πει από την προηγούμενη ο πατέρας του, θεωρώντας δεδομένο ότι θα πάει, «θα ανέβεις και θα παίξεις δύο τραγούδια», ανέφερε στη συνέχεια.
Έτσι ο 9χρονος Χρήστος έζησε το πρώτο βράδυ άγχους της ζωής του, το οποίο τον κράτησε ξάγρυπνο. Την επόμενη μέρα, όμως, τα πράγματα ήταν πιο χαλαρά απ’ ό,τι περίμενε. «Με το που άκουσα τη λύρα από τα ηχεία μου έφυγε το άγχος», εξηγεί και αποκαλύπτει ότι το ντεμπούτο του ήταν με το «Αητέντς επαραπέτανεν» και το «Τη Τρίχας το γεφύρ’».
Οι καινοτομίες του πατέρα του παρέσυραν και τον ίδιο
«Σαν φοιτητής στην Άρτα εντυπωσιάστηκα από τον καινούργιο κόσμο που γνώρισα. Γνώρισα μουσικούς οι οποίοι έπαιζαν όργανα άγνωστα για μένα, όπως είναι το κανονάκι, το νέι. Εντυπωσιάστηκα και μπήκα στη διαδικασία να μάθω βιολί. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής μου θεωρούσα ότι βρήκα το όργανο που με γεμίζει», εξηγεί.
Το βιολί για τον Χρήστο Καλιοντζίδη είναι ένα όργανο με άπειρες δυνατότητες, με μεγαλύτερη έκταση συγκριτικά με τη λύρα, καθώς έχει μια χορδή παραπάνω από αυτήν. «Εμένα αυτό το πράγμα μου κέντριζε το ενδιαφέρον από την αρχή», καταλήγει.
Και ο πατέρας σου;, ρωτάμε. «Ποτέ δεν μου είπε ότι πρέπει να μάθω λύρα, ή να κάνω κάτι διαφορετικό από αυτό που ήθελα. Αντίθετα, με έσπρωξε στο βιολί καθώς θεωρούσε ότι θα μου δώσει κλασική παιδεία και άλλες δυνατότητες στο χέρι. Ότι θα με βοηθούσε να μάθω ακόμα καλύτερα και τη λύρα», σημειώνει.
Ωστόσο, εξηγεί ότι τελικά το βιολί το «νίκησε» η ποντιακή λύρα, αφού επικράτησε το βιωματικό στοιχείο.
«Όταν μεγαλώνεις με έναν ήχο στα αυτιά σου από μωρό παιδί –εγώ μεγάλωσα με τη λύρα μέσα στο σπίτι μου, από το πρωί μέχρι το βράδυ–, θέλοντας και μη κάποια στιγμή θα σε τραβήξει προς τα εκεί, όπως και να ‘χει», αναφέρει.
Έμαθε λύρα παρακολουθώντας τον πατέρα του με τους μαθητές του
Όταν είχε μάθημα λύρας ο πατέρας του ο Χρήστος έμπαινε μέσα και καθόταν σε μια γωνιά. Ηχογραφούσε το μάθημα και στο τέλος έπαιρνε την παρτιτούρα του μαθητή και την έβγαζε φωτοτυπία. Έτσι, μέσα σε ένα χρόνο έκανε τα πενταπλάσια και δεκαπλάσια μαθήματα από έναν μέσο μαθητή. «Φαντάσου, εάν την ημέρα περνούσαν είκοσι παιδιά, έκανα είκοσι μαθήματα», εξηγεί, και συνεχίζει: «Αυτός ο τρόπος με βοήθησε να προχωρήσω σχετικά πιο γρήγορα, παρόλο που δεν είχα δάσκαλο απέναντί μου να μου δείξει».
Ο Χρήστος Καλιοντζίδης με φόντο τον Παρθενώνα
Σε ό,τι αφορά τις επιρροές θεωρεί ότι ο καθένας παίρνει μεν κάποια στοιχεία ωστόσο τα εκφράζει διαφορετικά. «Θα ήμουν ψεύτης εάν έλεγα πως δεν έχω καθόλου επιρροές από τον πατέρα μου», εκμυστηρεύεται. Σπεύδει, όμως, να προσθέσει ότι προσπαθεί να βρει τρόπο να εισάγει μερικά στοιχεία στο παίξιμό του αλλά ταυτόχρονα να μην αλλοιώσει την ποντιακή μουσική.
Ο Χρήστος Καλιοντζίδης θεωρεί ότι δεν πρέπει να κρίνεται αρνητικά η εφευρετικότητα και η δημιουργικότητα ενός καλλιτέχνη, «επειδή αυτό που κάνει είναι διαφορετικό από αυτό που έχουμε μάθει εμείς μέχρι τώρα. Είναι άδικο να κρίνεις έναν άνθρωπο για τις δεξιότητες που του έχει δώσει ο θεός τόσο απλόχερα. Ωστόσο, όλα κρίνονται για μένα στο αισθητικό υπόβαθρο του τρόπου που θα το κάνεις αυτό».
Αναφερόμενος στην πορεία του πατέρα του επισημαίνει ότι θεωρείται ένας κατεξοχήν Πόντιος καλλιτέχνης, παρά τις καινοτομίες που έκανε στην εποχή του. «Τις έκανε όμως με τέτοιο τρόπο ώστε να μην φανεί ότι κάτι είναι ξένο στην ποντιακή μουσική. Με μέτρο, έβαλε ένα λιθαράκι να γίνει πιο ωραίο», τονίζει.
Ακόμα, επισημαίνει ότι το να παίζει κάποιος λύρα με στυλ βιολίσιο, δηλαδή σε μία χορδή και με διαφορετικές τεχνικές, είναι καλαίσθητο. «Όταν όμως θες να παίξεις ποντιακή μουσική πρέπει να παίξεις σύμφωνα με τη φύση του οργάνου, τη διπλοχορδία, για να μην αλλοιωθεί το άκουσμα», σπεύδει να προσθέσει.
Χρήστος Καλιοντζίδης: Η ποντιακή παράδοση δεν χρειάζεται προστάτες ούτε θεματοφύλακες. Έχει τον τρόπο να επιβιώσει.
«Θεωρώ ότι μια μουσική και μια παράδοση –ήθη, έθιμα, γλώσσα, θρησκεία– δεν μπορούν να αλλοιωθούν σε βάθος χρόνου. Έχουν επιβιώσει χιλιάδες χρόνια. Έχει περάσει από χίλιες δύο κακουχίες», τονίζει.
Η πρώτη του δισκογραφική δουλειά με τίτλο «Ση Χάλκοβας τα στράτας»
Όνειρο του κάθε καλλιτέχνη, αναφέρει ο Χρ. Καλιοντζίδης, είναι να κάνει μια δική του επαγγελματική δουλειά. Η αγάπη για τη γενέτειρα τού πατέρα του, τον Διπόταμο Καβάλας, και συγκεκριμένα το σημείο στο βουνό που χωρίζει το χωριό από τον Κεχρόκαμπο, τη Χάλκοβα, υπήρξαν έμπνευση για το δίσκο Ση Χάλκοβας τα στράτας. Το αναφέρει ως μια δουλειά τιμής ένεκεν στον τόπο που με την πάροδο του χρόνου εγκαταλήφθηκε κι έχουν απομείνει μονάχα 15 μόνιμοι κάτοικοι.
Τη μουσική στο ομώνυμο κομμάτι του δίσκου την έγραψε όταν ήταν στη Β’ Λυκείου. Κάποια κομμάτια πήρε από τον πατέρα του, σε κάποια άλλα έγραψε στίχους, ενώ στίχους του έγραψαν ο Αντώνης Πιλαλίδης, ο Γιάννης Γκόσιος και ο Γιάννης Μάγκος.
Τα τραγούδια στο CD κατά κύριο λόγο μιλούν για την αγάπη, ενώ υπάρχει και ένα τραγούδι για τη Γενοκτονία.
«Απαραίτητο για όποιον τραγουδάει είναι να ξέρει τι τραγουδάει», αναφέρει ο Χρήστος Καλιοντζίδης. Γι’ αυτό για τους στίχους ζήτησε τη βοήθεια του Χριστόφορου Χριστοφορίδη από την Ξηρολίμνη Κοζάνης, γνώστη της ποντιακής διαλέκτου. Όποιος ακούσει το CD θα καταλάβει ότι ο 24χρονος βάδισε στα μουσικά χνάρια του πατέρα του: Εισήγαγε μουσικά όργανα, ξένα με την ποντιακή παραδοσιακή μουσική, τα οποία, όμως, δεν ξενίζουν στο αυτί.
Η λύρα πρέπει να φτάσει σε μια παγκόσμια μουσική σκηνή
«Δυστυχώς την ποντιακή λύρα δεν την ξέρουν όλοι», δηλώνει ο Χρήστος Καλιοντζίδης, και υποστηρίζει ότι το να κάνει ανοίγματα σε άλλα ακούσματα είναι ένας τρόπος. «Αν τη βλέπαμε δίπλα στην Μπιονσέ ή την Μαντόνα θα έπρεπε να εστιάσουμε στο γεγονός ότι τη λύρα τη βλέπει όλος ο πλανήτης, όχι αν παίζει ποντιακά ή όχι», επισημαίνει.
Μια κεμεντζέ, ένα παίξιμο που ανασταίνει και τους νεκρούς στον αρχαιολογικό χώρο
του αρχαίου νεκροταφείου στον Κεραμεικό
Επιπλέον θεωρεί ότι το συγκεκριμένο μουσικό όργανο είναι «όχημα» για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων. «Δεν γίνεται να βγαίνεις σε ένα παράθυρο μιας τηλεόρασης ή σε ένα κανάλι στο YouTube ή στο Facebook, ή κάπου αλλού, και να φωνάζεις και να λες για τη Γενοκτονία. Πρέπει ο κόσμος να μάθει την Ιστορία. Πρέπει να σε γνωρίσει σταδιακά. Γι’ αυτό εάν η λύρα πήγαινε σε κάποια τόσο μεγάλα σαλόνια σίγουρα θετικό θα ήταν», υπογραμμίζει και εξηγεί ότι κάποιος ψάχνοντας για το καινούργιο που είδε τότε θα μάθαινε περισσότερα και για το παρελθόν.
Χρήστος Καλιοντζίδης: Όταν ο πατέρας μου έπαιξε μαζί με τον Γιώργο Νταλάρα στο Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης η ποντιακή λύρα είχε μια εξωπραγματική, εντυπωσιακή αντιμετώπιση.
Από την άλλη, αναφορικά με το γεγονός ότι πολλοί Πόντιοι καλλιτέχνες εκφράζονται με σύγχρονα ακούσματα, θεωρεί ότι δεν είναι προς… θάνατο. «Αν γνωρίζει ποια είναι η ποντιακή μουσική, ποια είναι η ποντιακή παράδοση, ξέρει να παίξει ποντιακά τραγούδια και να τραγουδήσει, τότε είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι άλλο θέλει», σημειώνει.
Με σεβασμό στην παράδοση, προχωράει στο μέλλον
Συστήνει στο κοινό να μην έχει παρωπίδες, και να μην πανικοβάλλεται όταν η λύρα δεν παίζει μόνο ποντιακά. «Δεν έχουμε την πατρίδα μας, δεν μιλάμε στο φυσικό μας χώρο τη διάλεκτο και δεν τη μιλάμε άνετα και συστηματικά. Γι’ αυτό το λόγο ένας μεγάλος σε ηλικία άνθρωπος που έχει ακούσει ιστορίες από τους προγόνους του και ξέρει τι έχει περάσει ο λαός, βλέπει να κρατά ο νέος τη λύρα και να μην παίζει ποντιακά, πανικοβάλλεται. Σου λέει αφού δεν φυλάσσομαι από πουθενά, είμαι ευάλωτος», καταλήγει.
Η ποντιακή παράδοση και κάθε λαϊκή παράδοση ανά τον κόσμο είναι πολύ ισχυρές.
Ο 24χρονος που μεγάλωσε με την ποντιακή λύρα μέσα στα αυτιά του θεωρεί ότι δεν είναι ένα όργανο «εύκολο» για κάποιον που δεν έχει καμία σχέση με την ποντιακή μουσική. Αυτός για να το αγαπήσει, θα «πρέπει να έχει τρελές ανησυχίες και σίγουρα το μυαλό του σκέφτεται με πολύ διαφορετικό τρόπο από των υπολοίπων. Η ποντιακή μουσική είναι ιδιαίτερη, δύσκολη και δεν την ακολουθεί κάποιος εύκολα αν δεν έχει από πριν επαφή», εξηγεί.
Κλείνοντας ρωτάμε τον Χρήστο Καλιοντζίδη πού θα ήθελε να βρίσκεται: «Στο ομορφότερο μέρος στον Πόντο, στο Σαράχο στην Τραπεζούντα με θέα τη λίμνη», λέει και θυμάται την πρώτη φορά που πήγε: Πήρε τη λύρα του, κάθισε σε ένα παγκάκι και ταξίδεψε σε έναν άλλο, δικό του κόσμο…
Κείμενο, φωτογραφίες, βίντεο: Βασίλης Καρυοφυλλίδης.