Πάντα ήμουν προσεκτικός σε θέματα που αφορούσαν τη μνήμη ανθρώπων που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο πρόσφεραν σ’ αυτόν τον τόπο. Όμως μέσα μου γεννήθηκε η ανάγκη σήμερα, ημέρα που έφυγε στους ουρανούς, το 1984, να αναφερθώ στον Γώγο. Ίσως είναι που περνάνε τα χρόνια και μεγαλώνουμε.
Τον Γώγο τον γνώρισα το 1977, στο υπόγειο της Καλλιθέας, εκεί που λειτουργούσε τότε το ποντιακό κέντρο «Κορτσόπον», υπό τη διεύθυνση του Γρηγόρη Τσαλκατίδη, αυτού του πραγματικού γίγαντα, που συνεχίζει να «χτίζει» κεμεντσιόπα στο Κοκκινόχωμα Καβάλας.
Εκεί στο υπόγειο, με την παρέα των ευελπίδων να δίνει τον τόνο κάθε Σαββατόβραδο, το δίδυμο Γώγου-Χρύσανθου στο πάλκο όπου τη σκυτάλη έπαιρνε ο Κωστίκας Τσακαλίδης. Δεν θα αναφερθώ στο σημείωμα αυτό στα όσα όμορφα ζήσαμε στις πίστες, χορεύοντας υπό τους ήχους της λύρας αλλά και της θαυμάσιας φωνής αυτού του τεράστιου καλλιτέχνη. Θα αναφερθώ όμως στη μέρα του θανάτου του.
Ήταν 20 Απριλίου 1984
Τότε, ήμουν υπίλαρχος, διοικητής της 2ης Ίλης, στη 10 Επιλαρχία Μέσων Αρμάτων, στις Σέρρες. Είχα ζητήσει ατύπως από τους διοικητές μου, πρώτα από τον αντισυνταγματάρχη Γεώργιο Μπούκη και μετά από τον Γεώργιο Μακρυνίτσα, να παίρνω στην ίλη μου τους Ποντίους στρατιώτες, όταν έρχονταν ως νεοσύλλεκτοι στη μονάδα. Και εκείνοι δεν μου είχαν χαλάσει το χατίρι. Έτσι, το 50-60 % των στρατιωτών της 2ης Ίλης, ήταν Ποντιόπουλα. Θα μου επιτρέψετε, να μην αναφερθώ ούτε στο πώς λειτουργούσε η ίλη με τόσους… Ποντίους. Ίσως κάποια άλλη φορά.
Ήταν Μεγάλη Παρασκευή, του 1984 και η 10η ΕΜΑ έκανε προετοιμασίες για τον εορτασμό του Πάσχα.
Ήμουν υπηρεσία και έμαθα το νέο: «Επέθανεν ο Γώγον».
Τότε πήγα στην Ίλη και συγκέντρωσα τους στρατιώτες, τα Ποντιόπουλα. Τους ανακοίνωσα το θάνατο του Γώγου, τους είπα πόσο σημαντική ήταν η συμβολή του στα μουσικά μας πράγματα, τους έβαλα να ακούσουν ένα μοιρολόι και έναν σκοπό χορού σέρα και τους ζήτησα να κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του. Κι έτσι λιτά τίμησε η 2η Ίλη της 10ης ΕΜΑ τον πατριάρχη της λύρας Γώγο Πετρίδη.
* Η φωτογραφία βγήκε ανήμερα του Πάσχα, στις 22 Απριλίου 1984, και μου την έστειλε μόλις σήμερα ένας από τους τότε στρατιώτες μου, ο καθηγητής Φυσικής Αγωγής Κώστας Παπαδόπουλος.
Σάββας Καλεντερίδης