Κάποια μικρά τροπικά ψαράκια μπορεί να φαίνονται μπουκιά και συχώριο, αν όμως ένα μεγαλύτερο ψάρι κάνει το λάθος να τα καταπιεί θα του ξεφύγουν κυριολεκτικά μέσα από το στόμα. Αυτό χάρη στο δηλητήριο που διαθέτουν το οποίο, όπως φαίνεται, είναι άκρως αποτελεσματικό: Όχι μόνο τους επιτρέπει να σωθούν αλλά το ψάρι που αποπειράθηκε να τα φάει δεν πρόκειται να τα ξαναπλησιάσει ποτέ.
Το δηλητήριο αυτό προσελκύσι το ενδιαφέρον των επιστημόνων οι οποίοι το μελετούν διεξοδικά, διερευνώντας πώς θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην ανάπτυξη αντι-υπερτασικών φαρμάκων.
Οι βλέννιοι που διαθέτουν κυνόδοντες (fanged blennies) περιλαμβάνουν αρκετά είδη, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι δημοφιλή ψάρια ενυδρείων σε όλο τον πλανήτη. Σε ελεύθερη κατάσταση ωστόσο ζουν κυρίως στον Ειρηνικό και στον Ινδικό Ωκεανό και δεν είναι ιδιαίτεροι μόνο επειδή διαθέτουν αυτά τα ασυνήθιστα για ψάρια δόντια. Οι κυνόδοντες τους επιτρέπουν να διοχετεύουν στον θηρευτή τους ένα ακόμη πιο ασυνήθιστο δηλητήριο δαγκώνοντάς τον μέσα στο στόμα την ώρα που αυτός πάει να τα καταπιεί.
Μόλις η τοξική αυτή ουσία περάσει στο αίμα του μεγάλου ψαριού, η αρτηριακή πίεσή του πέφτει κατακόρυφα, χάνει τον συντονισμό του, γυρίζει στο πλάι και άθελά του ανοίγει διάπλατα το στόμα αφήνοντας το θήραμά του να φύγει σώο και αβλαβές.
«Οι θηρευτές θα πρέπει να τρέμουν και να ριγούν, ανοίγουν τις σιαγόνες και τα βράγχιά τους πάρα πολύ» εξήγησε στο περιοδικό New Scientist ο Νικ Κέιζγουελ από τη Σχολή Τροπικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ στη Βρετανία, ο οποίος μελετά τα τελευταία χρόνια το ιδιόμορφο δηλητήριο των βλέννιων μαζί με μια διεθνή ομάδα ερευνητών. «Επιπλέον δεν ξανατρώνε ποτέ βλέννιους, επομένως όποια και αν είναι η επίδραση θα πρέπει να είναι πολύ δυσάρεστη για τους θηρευτές».
Οι μελέτες και τα αντι-υπερτασικά φάρμακα
Οι ερευνητές μελέτησαν το δηλητήριο ένδεκα ειδών βλέννιων με κυνόδοντες που ζουν στον Δυτικό Ειρηνικό Ωκεανό, και ιδιαίτερα εκείνο του ριγέ Meiacanthus grammistes και του Meiacanthus atrodorsalis με τη διχαλωτή ουρά. Εντόπισαν σε αυτό τρία κυρίως συστατικά τα οποία έχουν βρεθεί στο δηλητήριο άλλων ζώων αλλά μεμονωμένα. Οι εγκεφαλίνες, οι οποίες υπάρχουν σε κάποια είδη σκορπιών, ενεργούν στους υποδοχείς των οπιούχων, κάτι το οποίο υποδηλώνει ότι ενδεχομένως έχουν αναλγητική δράση, το νευροπεπτίδιο Υ, το οποίο έχουν κάποια δηλητηριώδη κοχύλια, κατεβάζει την αρτηριακή πίεση, ενώ η φωσφολιπάση PLA2, την οποία παράγουν φίδια, σαύρες, μέλισσες και σκορπιοί, μάλλον προκαλεί φλεγμονή.
Οι επιστήμονες θεωρούν ότι οι εγκεφαλίνες και το νευροπεπτίδιο Υ ενεργούν συνδυαστικά προκαλώντας ταχεία πτώση της αρτηριακής πίεσης, έως και κατά 37% μέσα σε τέσσερα λεπτά.
«Αν αυτό συνέβαινε σε έναν άνθρωπο θα αισθανόταν αδυναμία, ζαλάδα και ίσως ναυτία» ανέφερε ο Κέιζγουελ. «Δεν γνωρίζουμε πραγματικά πώς αισθάνεται ένα ψάρι, αλλά σίγουρα θα πρέπει να είναι κάτι πολύ αποτρεπτικό αφού δεν ξανατρώει ποτέ βλέννιους». Το πιθανότερο πάντως είναι ότι το δηλητήριο των βλέννιων δεν προκαλεί πόνο. Ο ίδιος και οι συνεργάτες του έχουν δει σε πειράματα που έχουν κάνει με ποντίκια ότι τα πειραματόζωα δεν πονούν, κάτι το οποίο επίσης θεωρείται παράξενο εφόσον, όπως τονίζει ο ερευνητής, τα περισσότερα ζώα που παράγουν δηλητήριο το χρησιμοποιούν για να προκαλούν πόνο.
Αποκλειστικά αμυντικό όπλο
Μια ακόμη ιδιαιτερότητα στο δηλητήριο των βλέννιων –το οποίο οι επιστήμονες δεν θεωρούν ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ανάπτυξη αντι-υπερτασικών φαρμάκων– είναι η εξελικτική του ιστορία. ‘Οπως αναφέρουν ο Κέιζγουελ και οι συνεργάτες του στην πρόσφατη μελέτη τους στην επιθεώρηση Current Biology, αντίθετα με τα περισσότερα δηλητηριώδη ζώα τα οποία πρώτα αναπτύσσουν τις τοξικές ουσίες τους και στη συνέχεια εξελίσσουν τα απαραίτητα «εργαλεία» για να τις διοχετεύουν, οι βλέννιοι ανέπτυξαν πρώτα τους κυνόδοντες και στη συνέχεια κάποια είδη εξέλιξαν το δηλητήριο που διοχετεύουν μέσω αυτών. Το δηλητηριώδες δάγκωμά τους είναι ίσως το μοναδικό στο ζωικό βασίλειο που αναπτύχθηκε αποκλειστικά και μόνο για αμυντικό σκοπό.