Το ξημέρωμα της 3 Σεπτεμβρίου του 1843 στρατιωτικό άγημα πολιόρκησε τα ανάκτορα, υποχρεώνοντας τον Όθωνα να παραχωρήσει σύνταγμα. Η συμπόρευση της εμβληματικής μορφής του στρατηγού Μακρυγιάννη, όπως και άλλων επιφανών στρατηγών με το λαϊκό αίτημα, νομιμοποίησε και τα πολιτικά κόμματα στη διεκδίκηση συντάγματος. Τα πολιτικά κόμματα την «εποχή εκείνη» είχαν ισχνά ερείσματα στη συνείδηση της κοινωνίας, διότι εξυπηρετούσαν κυρίως ξένα κέντρα εξουσίας (αγγλικά, γαλλικά, ρωσικά).
Αυτή ήταν η πρώτη παρέμβαση του στρατού στις πολιτικές υποθέσεις του νεοσύστατου νεοελληνικού κράτους.
Τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο Γουδί το 1909 αποτελούν ένα νέο κεφάλαιο της συμμετοχής του ελληνικού στρατού στην πολιτική ζωή. Το κίνημα του 1909, απαρτιζόμενο κυρίως από χαμηλόβαθμους αξιωματικούς, αποτέλεσε ισχυρή τομή στην επίδραση του στρατού στις πολιτικές και ιστορικές εξελίξεις στη χώρα, εγκαθιστώντας στη χώρα τον Βενιζέλο ως τον κύριο εκφραστή των αναγεννητικών προθέσεων του Στρατιωτικού Συνδέσμου.
Η σύμπτωση απόψεων Βενιζέλου και βασιλιά, και η αγαστή συνεργασία τους, οδήγησαν στις ένδοξες νίκες των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-13, με τις οποίες η Ελλάδα διπλασίασε τα σύνορά της. Τη δόξα των Βαλκανικών Πολέμων δυστυχώς διαδέχθηκε ο διχασμός του 1915, η συνέχεια του οποίου αποτέλεσε και την κύρια αιτία της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922. Μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 και την επάνοδο του Κωνσταντίνου, και ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η μικρασιατική εκστρατεία, αντικαταστάθηκαν οι στρατηγοί του μετώπου με συνέπεια την αποδυνάμωση της ισχύος του ελληνικού στρατού. Την περίοδο αυτή λαός και στρατός ήταν πλήρως διαιρεμένοι.
Η διαίρεση αυτή επιβεβαιώθηκε και με το αποτυχημένο αντιβασιλικό κίνημα του 1935, το οποίο υποκινήθηκε από φιλοβενιζελικούς στρατιωτικούς.
Μετά το αποτυχημένο αντιβασιλικό πραξικόπημα του 1935, η συντηρητική παράταξη πήρε τα σκήπτρα της πλειοψηφίας και της εξουσίας στις ΕΔ, τα οποία διατηρεί μέχρι και σήμερα. Το αντιβασιλικό πραξικόπημα αποτέλεσε και τον προάγγελο της βασιλικής παλινόρθωσης και της δικτατορίας του Μεταξά.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ ΠΠ ο ελληνικός στρατός σύσσωμος αντιμετώπισε με επιτυχία τις ιταλικές επιθέσεις και αντιστάθηκε σθεναρά στη γερμανική εκστρατεία, προκαλώντας τον παγκόσμιο θαυμασμό. Στη συνέχεια, και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, υπερασπίστηκε με επιτυχία την παραμονή της χώρας στον ελεύθερο Δυτικό κόσμο.
Το 1952 η Ελλάδα εντάχθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την Τουρκία στο ΝΑΤΟ. Οι δύο χώρες, μετά και το σύμφωνο φιλίας μεταξύ Βενιζέλου και Ινονού του 1930, εισήλθαν σε μια περίοδο η οποία φαινομενικά προοιωνίζονταν από μακρά και ειρηνική γειτνίαση.
Τα μέλη του ΝΑΤΟ υπογράφουν την ένταξη Ελλάδας και Τουρκίας στους κόλπους του (φωτ.: nato.int)
Ο ελληνικός στρατός λοιπόν, αφού θεωρητικά είχε εξασφαλίσει τα ανατολικά του σύνορα, εστίασε το δόγμα του στην αμυντική του οργάνωση κυρίως για την αντιμετώπιση του από Βορρά κινδύνου, ο οποίος συνέπιπτε και με τους στρατηγικούς στόχους της Συμμαχίας. Παράλληλα ο στρατός ανέλαβε να παίξει και τον προσβλητικό ρόλο του ελέγχου των πολιτικών αντιλήψεων της κοινωνίας. Το σύστημα ελέγχου και πληροφοριών εντός του στρατού, στερούμενου μέσων και παιδείας, ανταγωνιζόταν τον εαυτό του προκειμένου να ανακαλύψει υπόπτους ώστε να αυτοδικαιωθεί, με αποκορύφωμα την κατάλυση του συντάγματος.
Το δυστύχημα είναι ότι ο φόβος της «ανατροπής» της κοινωνίας και του κράτους εδραιώθηκε και ως νοοτροπία στο εσωτερικό του στρατού.
Έτσι, μολονότι ο στρατός βρέθηκε στον Δυτικό κόσμο, στον κόσμο της προόδου και της ελευθερίας, οποιαδήποτε πρόταση εκσυγχρονισμού από το εσωτερικό του προκαλούσε συχνά το φόβο ανατροπής της τάξης. Έτσι γαλουχήθηκαν γενιές και γενιές αξιωματικών, με αναστολές ως προς την ελεύθερη έκφραση των απόψεών τους. Στα προαναφερόμενα αίτια του φόβου προστέθηκε και ο φόβος της ανακοπής της εξέλιξης, δηλαδή της «καριέρας», και τα τελευταία χρόνια και ο φόβος του αποκλεισμού από μετάθεση στο εξωτερικό. Τα προαναφερόμενα αίτια φόβου σε συνδυασμό με την κοινωνική και οικονομική προέλευση των στρατιωτικών, παρήγαγαν το πρότυπο του συμβιβαζόμενου αξιωματικού, που θα πρέπει να ευθυγραμμίζεται με τις απόψεις των προϊσταμένων του, ενίοτε και προκαταβολικά, ανεξάρτητα από την μακροχρόνια αποτελεσματικότητα των επιβαλλόμενων απόψεων.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εστίασε κυρίως στην ανάδειξη «δημοκρατικών» στελεχών, όσον αφορά όμως τη σχέση τους με την πολιτεία αλλά και την εξουσία, όσων δηλαδή δεν αποτελούσαν κίνδυνο ανατροπής της κυβέρνησης και του πολιτεύματος – κάτι που επιβεβαιώνεται και από την ανάληψη του ΥΠΕΘΑ από τον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου το 1981.
Επίσης η τάση της δημαγωγίας που επικράτησε στη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες, ταύτισε τη δημοκρατικότητα με το λαϊκισμό.
Η σημερινή κυβέρνηση, αδύναμη να παρέμβει στα στρατιωτικά ζητήματα όχι γιατί δεν μπορεί να βρει ερείσματα μεταξύ των στρατιωτικών, αλλά κυρίως λόγω της διαχρονικής της απαξίωσης του χώρου και των ιδεοληψιών της, ανέθεσε το ΥΠΕΘΑ στον συγκυβερνήτη της. Ο Π. Καμμένος όμως αποφεύγει τις ρήξεις με αναχρονιστικές λογικές και νοοτροπίες, διότι δεν επιθυμεί τις αντιθέσεις με την εκλογική του δεξαμενή στην οποία ανήκουν πολλοί στρατιωτικοί.
Η ευθύνη από εδώ και στο εξής βαραίνει το σύνολο του πολιτικού κόσμου, αλλά πρωτίστως τη συντηρητική παράταξη, η οποία έχει τα ισχυρότερα ερείσματα στο στρατό και η οποία επί χρόνια δεν τόλμησε τις αναγκαίες εκσυγχρονιστικές τομές.
Οι καιροί επιβάλουν σε όλους να πάψουν να αντιμετωπίζουν το στρατό ως εκλογική πελατεία και ως εργαλείο πολιτικών φιλοδοξιών, και να προχωρήσουν στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για την αποκατάσταση χρόνιων αγκυλώσεων και στρεβλώσεων, για την απελευθέρωση και τον εκσυγχρονισμό της νοοτροπίας των στελεχών επ’ ωφελεία των συντελεστών ισχύος της πατρίδας μας, τις οποίες η αποστολή και η λειτουργία του στρατού αγγίζει, συναρτά και εξαρτά.
Γιώργος Μουρουζίδης