«Κάθε μέρα προσπαθώ να μπω στη θέση σου. Κάθε μέρα αποτυγχάνω. Γιατί αγαπάω εκείνους που αγαπούν τη ζωή. Και που η λύπη τους είναι η δύναμή τους. Που κοιτάζουν με μάτια άδολα και αθώα ακόμα κι αν πέρασε ὁ χρόνος αδυσώπητος από πάνω τους. Που γνωρίζουν ότι δεν τα ξέρουν όλα, γιατί δεν μαθαίνονται όλα. Που στύβουν το λίγο και βγάζουν το πολύ. Για τους εαυτούς τους και για όσους αγαπούν. Και δεν κουράζονται να αναζητούν την ομορφιά στην κάθε μέρα, στα χαμόγελα των ανθρώπων..», γράφει ο Οδ. Ελύτης.
Ζούμε μέσα σ’ ένα άδικο σύστημα που υποκρίνεται ότι είναι δίκαιο. Τόσα χρόνια μια χαρά επιβίωσαν μέσα σ’ αυτό όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα.
Ακόμη και τα λεγόμενα προοδευτικά δεν συγκρούσθηκαν με τις αδικίες του όσο έπρεπε, αλλά βούλιαξαν κι αυτά στο ίδιο, ριζωμένο επί δεκαετίες σύστημα. Τι έχουν να πουν οι πολιτικοί μας ταγοί στους νέους που δεν δίνουν τσακιστή δεκάρα για την πολιτική τους; Τι έχουν να προτείνουν σ’ εκείνους που για μερικές δεκάδες ευρώ έχασαν το σπίτι τους; Τι έχουν να πουν στον άνεργο, στον άστεγο, στον ηλικιωμένο που πονά κι υποφέρει;
Την κοινωνία δεν την πείθουν ούτε οι ανίδρωτοι της Βουλής ούτε οι παραθεριστές της Μυκόνου, ούτε οι καλοπερασάκηδες της ζωής που ζουν ερήμην των προβλημάτων της! Είναι ουτοπία να πιστεύει κανείς ότι την Ελλάδα θα την σώσουν εκείνοι που με τη συμμετοχή τους την οδήγησαν στο σημερινό χάλι. Αυτοί είναι οι πρώτοι που θα έπρεπε να πάρουν εξιτήριο από την πολιτική.
Ζούμε σε μια πατρίδα στην οποία διαχρονικά οι ισχυροί επιβάλλουν ωμά τα θέλω τους σε βάρος του κοινού συμφέροντος. Το αλλοτινό και παλλαϊκό –θα πρόσθετα– σύνθημα «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» αποδείχθηκε πως ήταν η μεγαλύτερη μεταπολιτευτική ουτοπία. Η μόνη που κέρδισε από το σύνθημα αυτό ήταν η εκφωνήτριά του από τα μικρόφωνα του Πολυτεχνείου, το 1973. Ήταν πράγματι το πιο ακριβό σύνθημα που πουλήθηκε ποτέ και που ουδέποτε υλοποιήθηκε.
Πενήντα τέσσερα χρόνια πέρασαν από τότε, και για τους Έλληνες το ψωμί έγινε ψωμάκι, η παιδεία έγινε πείραμα και η ελευθερία περιορίστηκε στο μέγεθος της τσέπης.
Ζούμε σ’ ένα μεταλλαγμένο σύστημα, όπου το αλλοτινό κραταιό «Κίνημα» έχασε τον προσανατολισμό του, η Δεξιά ψάχνει ταυτότητα και η Αριστερά διανύει την όψιμη εφηβεία της. Στην κοινωνία των φοβισμένων η φτώχεια δεν ξεσηκώνει το λαό αλλά τον υποτάσσει. Ο πιο δειλός είναι ο φοβισμένος. Έχει δίκιο ο Βάρναλης όταν λέει: «Ασήμαντοι, χυδαίοι, μηδενικοί / κάναν την οικουμένη φυλακή…».
«Γύφτε λαέ, άκουσέ με. / Από τους κόσμους του Αύριο / το μήνυμα της νίκης εγώ σου φέρνω. / Είμαι η σάλπιγγα εγώ μιας Ανάστασης…» δονούν τη γη οι στίχοι του ποιητή που έφυγε καταμεσής της γερμανικής Κατοχής στις 27 Φλεβάρη 1943.
Στα χρόνια της νέας γερμανικής Κατοχής που βιώνει η πατρίδα μας, έχει ανάγκη από ένα νέο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), όπως εκείνο που ιδρύθηκε στις 27 Σεπτέμβρη 1941 στην Αθήνα. Χρειάζεται ένα ενιαίο μέτωπο ενάντια στον ίδιο κατακτητή, που τώρα έρχεται ντυμένος φίλος. Είναι όμως ο ίδιος όπως και πριν. Ίδιος είναι και ο στόχος του: Η αρπαγή του φυσικού μας πλούτου. Αλλιώς, αν ήταν φίλος πραγματικός θα είχε πληρώσει από καιρό όσα μας χρωστά από τις πολεμικές επανορθώσεις και το κατοχικό δάνειο.
Η δικτατορία είτε είναι στρατιωτική είτε οικονομική, είναι δικτατορία. Η πολιτική, αν είναι δημοκρατική ή όχι, κρίνεται από το αν εκφράζει το λαό ή αν αποφασίζει γι’ αυτόν ερήμην του.
«Το πιο σημαντικό μάθημα που έμαθα», γράφει ο Μπρεχτ, «ήταν πως το μέλλον της ανθρωπότητας μπορεί να ιδωθεί μόνον από τα κάτω. Από τη σκοπιά των καταπιεσμένων και των εκμεταλλευόμενων. Μόνον όποιος αγωνίζεται μαζί τους αγωνίζεται για την ανθρωπότητα».