Το Πάσχα –ή η Λαμπρή, όπως την ονομάζει ο Σολωμός– είναι η μεγαλύτερη χριστιανική γιορτή σε ανάμνηση της Ανάστασης του Χριστού, η οποία γιορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο που ακολουθεί την εαρινή ισημερία. Ανάσταση είναι η μετάβαση από το θάνατο στη ζωή.
Ο Άδης είναι γνωστός από πολύ παλιά. Τις πύλες του τις έχουν διαβεί ήρωες και ημίθεοι για να δουν ή να φέρουν πίσω αγαπημένα πρόσωπα. Ο Ηρακλής για να φέρει την Άλκηστη, ο Ορφέας την Ευρυδίκη και ο Οδυσσέας για να συναντήσει τη μάνα του, την Αντίκλεια.
Εκτός από τη συμβολική άποψη υπάρχει και η χριστιανική, που αφορά τη νίκη της ζωής ενάντια στο θάνατο. Η ανάσταση των νεκρών απασχόλησε τον Έλληνα ανέκαθεν. Ο ελληνισμός και ο Χριστιανισμός, δίχως να ταυτίζονται, αποτελούν ενιαία έκφραση, ώστε δικαίως ο Ελ. Βενιζέλος είπε: «Ο ελληνισμός είναι ο παρασκευάσας τον κόσμον προς παραδοχήν του Χριστιανισμού».
Ένα έθιμο που επιβιώνει έως τις μέρες μας είναι η λατρεία του Άδωνη, του αγαπημένου της θεάς Αφροδίτης. Τα Αδώνεια γιορτάζονταν παλιά κάθε άνοιξη, με την αναπαράσταση του θανάτου του Άδωνη. Οι γυναίκες στόλιζαν το νεκρικό κρεβάτι κατά τον ίδιο τρόπο που στολίζεται ο επιτάφιος του Χριστού, με λουλούδια μέσα σε καλάθια που τα ονόμαζαν «Κήποι Αδώνιδος». Ακολουθούσε η επιτάφιος πομπή και την επομένη γιόρταζαν με πανηγυρισμούς την ανάστασή του. Από το αίμα του Άδωνη πρόβαλλαν στη γη κόκκινα ρόδα, ενώ από τα δάκρυα της θεάς φύτρωναν ανεμώνες. «Δακρύζουν για τον Άδωνη στα όρη οι νερομάνες και τα λουλούδια άλικα βάφονται από τον πόνο» γράφει ο Βίων ο Σμυρναίος στο ποίημα «Επιτάφιος Αδώνιδος».
Ο Σεφέρης, συγκρίνοντας τον επιτάφιο του Χριστού με αυτόν του Άδωνη ως προς το τελετουργικό τους μέρος, λέει: «Συχνά, όταν πήγαινα στην ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής, μου ήταν δύσκολο να αποφασίσω αν ο Θεός που κηδεύεται είναι ο Χριστός ή ο Άδωνης».
Το τσούγκρισμα των αυγών του Πάσχα είναι έθιμο που συμβολίζει τη ζωή που σπάει το κέλυφος του αυγού και ξεπηδά από μέσα του. Στον Ορφικό Ύμνο έχουμε τον έρωτα να γεννιέται μέσα από αυγό. Είναι ο Φάνης, που οδηγεί στο φως τον κόσμο. Το κόκκινο συμβολίζει το αίμα του Χριστού που έσταξε όταν τον λόγχισε ο Ρωμαίος στρατιώτης.
Σε όλη την ελληνική ποίηση, εκείνη που δεσπόζει είναι η μάνα. Στα ομηρικά χρόνια έχουμε τη θεά Θέτιδα να κλέβει την ψυχή του γιου της Αχιλλέα για να την εναποθέσει σε μια μικρή νησίδα στις εκβολές του Δούναβη. «Να ’χα τ’ αθάνατο νερό ψυχή καινούρια να ’χα να σου ’δινα να ξύπναγες για μια στιγμή μονάχα» ακούγεται ο θρήνος της χαροκαμένης μάνας στον «Επιτάφιο» του Γ. Ρίτσου, ενώ στη «Μάνα του Χριστού» ο Βάρναλης βάζει στο στόμα της Παναγιάς τα παρακάτω λόγια: «Η ομορφιά σου βασίλεψε, κίτρινε γιε μου, δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι γλυκέ μου».
Όλοι οι θρήνοι από όλες τις γενιές κι όλες τις μάνες, από τα αρχαία ως τα σημερινά χρόνια σμίγουν για να ενωθούν με το θρήνο της Θεοτόκου το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, που με σπαραγμένα στήθια ανακράζει: «Ω γλυκύ μου Έαρ, γλυκύτατον μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος. Ω φως των οφθαλμών μου, γλυκύτατον μου Τέκνον, πώς τάφω νυν καλύπτη».
Το Πάσχα είναι η μεγαλύτερη γιορτή της Ορθοδοξίας γιατί ταιριάζει στη μοίρα του λαού μας.
Του λαού που οδεύει στο θάνατο και τη ζωή, πότε με το γέλιο και πότε με το κλάμα, και που εμπνέει τον ποιητή να γράψει: «Άξιος εστί ο πικρός και ο μόνος, ο από πριν χαμένος εσύ να ’σαι. Ποιητής που δουλεύει το μαχαίρι στο ανεξίτηλο τρίτο του χέρι. Ότι ΑΥΤΟΣ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ και αυτός η ΖΩΗ» (Ελύτης, «Άξιον Εστί»).
Ο ελληνικός λαός είναι λαός πολύπαθος. Νιώθει το πάθος του Χριστού και προσδοκά μαζί με την Ανάστασή Του και τη δική του. Ο δρόμος για τον Παράδεισο περνά μέσα από την κόλαση. Για να αναστηθεί κάτι πρέπει προηγουμένως να έχει πεθάνει.