Η ισχύς αποτελεί αναμφισβήτητα τη βασική εξεταζόμενη μεταβλητή στο άναρχο διεθνές σύστημα. Η κατανομή της καθορίζει τις συγκρούσεις και τους ανταγωνισμούς, ενώ η ισορροπία της αποτελεί την προϋπόθεση της σταθερότητας. Κάποιοι μελετητές τη θεωρούν αυτοσκοπό, κάποιοι άλλοι την αναγιγνώσκουν ως μέσο, αλλά όλοι υπογραμμίζουν τη σημασία της.
Η ήπια ισχύς συνιστά ίσως την εξυπνότερη έκφανσή της, σταθερά επιδιωκόμενη από τις ορθολογικές ηγεσίες εξαιτίας του υψηλού οφέλους και του ταυτόχρονου χαμηλού κόστους.
Κατά τον Τζόζεφ Νάι, η ήπια ισχύς συνίσταται «στην ικανότητα να διαμορφώνεις τις προτιμήσεις των άλλων» δίχως βίαιο εξαναγκασμό. Όσο μακροπρόθεσμα δύνανται να είναι τα οφέλη από μια έξυπνη στρατηγική με άξονα την ήπια ισχύ, τόσο μακροπρόθεσμες και δύσκολα αναστρέψιμες δύνανται να είναι και οι ζημιές.
Στην περίπτωση της τουρκικής ήπιας ισχύος, τα πλήγματα είναι διαδοχικά και θεαματικά – όσο θεαματικές έχουν υπάρξει και οι πρωτοβουλίες από πλευράς των τουρκικών κυβερνήσεων για την αναστροφή του κλίματος. Σε γενικές γραμμές η αποτυχία έγκειται στην πρόδηλη ανατολίτικη κουτοπονηριά, η οποία χαρακτηρίζει σχεδόν το σύνολο των τουρκικών πολιτικών με γνώμονα την ενίσχυση της στρατηγικής εικόνας της Άγκυρας.
Μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1960, και πολύ έντονα μετά την εισβολή στην Κύπρο, η Τουρκία αποπειράθηκε να ενισχύσει την εικόνα της ως προς τον μουσουλμανικό κόσμο.
Αιτία ήταν η ανάγκη της να βρει υποστήριξη, στο επίπεδο των ψηφοφοριών της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, για τις ηγεμονικές και παράνομες πολιτικές της στην Κύπρο με αποκορύφωμα, φυσικά, τον Αττίλα το 1974.
Τα μουσουλμανικά κράτη της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής είχαν ιδιαίτερα αρνητικές προσλαμβάνουσες λόγω του οθωμανικού κεκτημένου αιώνων, ενώ και η κουτοπόνηρη άρνηση απομάκρυνσης από τη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ και του Ισραήλ δεν έπειθε τα κράτη-μέλη του τότε Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης. Βέβαια, ένας ακόμη σημαντικότατος λόγος αφορούσε το γεγονός ότι στην πλειονότητά τους τα εν λόγω κράτη εξέρχονταν από αιώνες αποικιοκρατίας διαθέτοντας χαμηλά επίπεδα εσωτερικής συνοχής, και έτσι είχαν αποστροφή προς πάσα πρακτική επεμβατισμού, παρέμβασης στα εσωτερικά των κρατών και αλλαγής των συνόρων.
Λίγες δεκαετίες αργότερα, κατά την επαύριο της λήξης του Ψυχρού Πολέμου και με μικρές αναλαμπές κατά την περίοδο της Αραβικής Άνοιξης, προέκυψε το λεγόμενο «τουρκικό μοντέλο». Βασική ιδέα ενίσχυσης της τουρκικής ήπιας ισχύος ήταν η παρουσία της Τουρκίας ως πρότυπο υπό την έννοια ότι αποτελούσε –και υποτίθεται ότι αποτελεί ακόμα– μια δυτικότροπη κοινοβουλευτική δημοκρατία επί ενός πληθυσμού με ισλαμική ταυτότητα και παραδόσεις.
Η βιωσιμότητα των δημοκρατικών θεσμών δεν υπήρξε πειστική, οι επιβεβλημένοι οικονομικοί πόροι δεν βρέθηκαν ποτέ, ενώ και η τάση της Άγκυρας να αυτοπροσδιορίζεται και να προβάλλει εαυτόν ως ηγέτιδα δύναμη προξενούσε περισσότερες δυναμικές αντισυσπειρώσεων παρά ενίσχυε τη στρατηγική εικόνα της. Άλλωστε, η ίδια η αποτυχία των περίφημων «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» του Αχμέτ Νταβούτογλου συγκεφαλαιώνει –μεταξύ άλλων– την αποτυχία και σε αυτό το επίπεδο.
Τελευταίο επεισόδιο είναι η κριτική του Ηνωμένου Βασιλείου προς την τουρκική κυβέρνηση. Σε πρόσφατη έκθεσή της, η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων του βρετανικού Κοινοβουλίου σημειώνει ότι «έχουμε επανειλημμένα αναφέρει ότι η απάντηση της τουρκικής κυβέρνησης στην απόπειρα πραξικοπήματος οφείλει να είναι μετρημένη. Το Ηνωμένο Βασίλειο συνεχώς επισημαίνει στους Τούρκους εταίρους μας τα ζητήματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Σε άλλο σημείο, η έκθεση υπογραμμίζει ότι οι κατηγορίες εναντίον του Φετουλάχ Γκιουλέν δεν έχουν στοιχειοθετηθεί επαρκώς και είναι έωλες.
Η αδυναμία της Τουρκίας να υποστηρίξει ένα προφίλ δημοκρατικής χώρας, και η αμφισβήτησή της ακόμη και από παραδοσιακούς συμμάχους της θέτουν σε ευθεία αμφισβήτηση τη δυνατότητά της να συνεχίζει να απολαμβάνει τους καρπούς της στρατηγικής σχέσης της με τις ΗΠΑ και το ΗΒ. Η εσωτερική και η εξωτερική νομιμοποίηση της στρατηγικής είναι θεμελιώδες ζήτημα ιδίως για τις εν λόγω μεγάλες δυνάμεις, και η σημερινή Τουρκία θέτει αναμφισβήτητα προσχώματα.
Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι ακόμη και ο πολυκομματισμός στην Τουρκία προέκυψε ως όρος για την ένταξη της χώρας στη νατοϊκή στρατηγική ομπρέλα.