Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι μια χαρισματική πολιτική προσωπικότητα, ίσως η πιο σημαντική μετά τον Μουσταφά Κεμάλ, στη διαμόρφωση και την εξελικτική πορεία της Τουρκικής Δημοκρατίας. Ο Κεμάλ είναι ο άνθρωπος που έκανε συμβιβασμούς και συγκερασμούς, και πάνω στα ερείπια, τους ποταμούς αίματος και τα κόκαλα των γενοκτονημένων Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων κατόρθωσε να χτίσει ένα κράτος αποδεκτό από τη χριστιανική Δύση και εν μέρει από τη μουσουλμανική Μέση Ανατολή.
Το κράτος του Κεμάλ στηρίχτηκε πάνω στους εξής τέσσερις πυλώνες: «Ένα έθνος, ένα κράτος, μία γλώσσα, μία θρησκεία».
Όλα αυτά τα χρόνια που ο κεμαλισμός ήταν η βασική και μοναδική ιδεολογία του κράτους, όλες οι πολιτικές ιδεολογίες αλλά και το λεγόμενο πολιτικό Ισλάμ ήταν υπό τον ασφυκτικό έλεγχο των κρατικών μηχανισμών, αυτό που λέμε «βαθύ κράτος».
Ο Ταγίπ Ερντογάν ήταν ο άνθρωπος που έσπασε τα στεγανά του κεμαλισμού και διέσπασε τους μηχανισμούς του βαθέος κράτους, εγκαθιδρύοντας το πολιτικό Ισλάμ και καθιστώντας το σταδιακά ως τη νέα κυρίαρχη ιδεολογία στην Τουρκία. Ταυτόχρονα διεύρυνε και επέκτεινε τις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που είχε αρχίσει να θεσπίζει ο Τουργκούτ Οζάλ τη δεκαετία του 1980, δίνοντας έτσι μια ιδιαίτερη ώθηση στην τουρκική οικονομία.
Χαρισματική φυσιογνωμία, μιλώντας εκτός κειμένου, από στήθους –ή μάλλον από καρδιάς– στους πολίτες, κατόρθωνε να συναρπάζει τα πλήθη πετυχαίνοντας αλλεπάλληλες εκλογικές νίκες από το 2002.
Και όλα αυτά μέχρι τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα.
Γιατί τη δεύτερη δεκαετία αρχίζει μια νέα περίοδος. Ο Ερντογάν απομακρύνει από κοντά του σταδιακά τους παλιούς συντρόφους του, με τους οποίους ίδρυσε το AKP, και δημιουργεί τον οικογενειακό του κύκλο με παιδιά, γαμπρούς και ανίψια.
Το χειρότερο: απομονωμένος από τους παλιούς συντρόφους του, που του έδιναν μια ευσταθή ισορροπία, μπαίνει στον πειρασμό της συγκέντρωσης πολιτικού χρήματος για να αντισταθμίσει το πολιτικό έλλειμμα και το έλλειμμα ευστάθειας που δημιουργήθηκε γύρω του με την αποχώρηση της ηγετικής ομάδας του ΑΚΡ.
Όμως η συγκέντρωση πολιτικού χρήματος γίνεται ένας πειρασμός που οδηγεί στη διαφθορά, και ο φόβος της αποκάλυψής της, στον αυταρχισμό και τον απολυταρχισμό.
Αυτό ακριβώς έπαθε ο Ερντογάν.
Όμως η κατάσταση αυτή, εκτός της πολιτικής ευστάθειας από την οποία σε αποστερεί, σου στερεί και τη δυνατότητα να δεις καθαρά τι γίνεται σε πολιτικό επίπεδο στο εσωτερικό και σε γεωπολιτικό επίπεδο στον περίγυρό σου και στον κόσμο.
Έτσι ο Ερντογάν δεν κατόρθωσε να αναλύσει σωστά τα τεκταινόμενα αλλά και τα σχεδιασθέντα για την περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Μεσοποταμίας, η οποία τελευταία καταλαμβάνει μέρος της τουρκικής επικράτειας. Αυτό τον οδήγησε να κάνει λάθη επί λαθών, με αποτέλεσμα σήμερα ο ίδιος αλλά και η χώρα του να αντιμετωπίζει τον ορισμό του στρατηγικού αδιεξόδου, αφού αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις της και με τη Ρωσία και με τις ΗΠΑ και με το Ιράν και με τη Συρία και με τους Κούρδους, που είναι οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν τις εξελίξεις στην προαναφερθείσα περιοχή.
Επίσης, αυτό τον οδήγησε στην απόφαση να προκηρύξει δημοψήφισμα στις 16 Απριλίου, για τη συνταγματική μεταρρύθμιση που θα οδηγήσει στην μετεξέλιξη του πολιτεύματος από Προεδρευομένη σε Προεδρική Δημοκρατία.
Όσον αφορά δε τα πρακτικά ζητήματα, υπέπεσε κι εκεί σε τραγικά λάθη. Πρώτον, στην προεκλογική στρατηγική του «Ναι» ενέταξε τον Μουσταφά Κεμάλ, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως συνεχιστή του έργου του. Όμως αυτό μετατράπηκε σε αυτεπίστροφο όπλο –μπούμερανγκ το λένε στην Αυστραλία–, για δύο λόγους. Ο ίδιος λίγους μήνες πριν είχε «δείξει» τον Κεμάλ ως υπεύθυνο για την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης, την οποία χαρακτηρίζει ήττα για την Τουρκία. Εκτός αυτού, όμως, η σύγκριση θεωρήθηκε κάτι σαν βλασφημία, αφού ο κεμαλισμός για πολλές γενιές ήταν και παραμένει κάτι σαν θρησκεία και ο Κεμάλ κάτι σαν ημίθεος!
Δεύτερον, απαξίωσε την τουρκική κοινωνία και ιδίως τη νεολαία, η οποία αποτελεί την κινητήρια δύναμη του «Όχι».
Τώρα ο Ερντογάν είναι αντιμέτωπος με το φάσμα της αποτυχίας, που σημαίνει κάτι σαν πολιτική αυτοχειρία για τον ίδιο. Και επειδή δεν έχει πολιτικά επιχειρήματα για το «Ναι», επειδή δεν πείθει, χρησιμοποιεί σαν σανίδα σωτηρίας την αντιευρωπαϊκή και αντιχριστιανική ρητορική, αφού οι μετρήσεις δείχνουν ότι μετά την κρίση με την Ολλανδία, το «Ναι», κέρδισε περίπου δύο εκατοστιαίες μονάδες.
Η κατάσταση αυτή οδήγησε τον Ερντογάν να κάνει την ανατριχιαστική δήλωση ότι «κανείς Ευρωπαίος πολίτης δεν θα αισθάνεται ασφαλής», λειτουργώντας στην ουσία ως «κυβερνητικός εκπρόσωπος» του λεγόμενου Ισλαμικού Κράτους.