Οι ήχοι της κεμεντζέ, που δημιουργούσαν πάντοτε τη δική τους μοναδική ατμόσφαιρα στη Μέκκα της ποντιακής μουσικής, το κέντρο «Μίθριο» της Πολίχνης, δεν ήταν άγνωστοι στον 10χρονο Δημήτρη Ξενιτόπουλο, όταν το 1998 το επισκέφθηκε μαζί με τους γονείς του στο πλαίσιο του χορού του Ποντιακού Συλλόγου Νικομήδειας Θεσσαλονίκης, του συλλόγου του χωριού του. Από τα πρώτα χρόνια της ζωής του ο Δημήτρης περνούσε πολλές ώρες με τον παππού και τη γιαγιά –από την πλευρά του πατέρα του–, οι οποίοι στο σπίτι μιλούσαν ποντιακά και άκουγαν πολύ συχνά ποντιακή μουσική, ενώ πολλές φορές άκουγε και τον άλλο του παππού να… γρατζουνάει ερασιτεχνικά τις λύρες που έφτιαχνε ο ίδιος.
Όμως εκείνο το βράδυ κάτι μέσα του άρχισε να σκιρτάει, όταν είδε νεαρά παιδιά –όχι πολύ μεγαλύτερά του σε ηλικία– με πάθος και με ζήλο να τραγουδούν και να παίζουν ποντιακά.
Ήταν τα αδέλφια Γιώργος (τραγούδι) και Λάζος (λύρα) Ιωαννίδης, οι οποίοι άθελά τους αποτέλεσαν το έναυσμα, την έμπνευση, αλλά και το κίνητρο ώστε ο Δημήτρης Ξενιτόπουλος να αποφασίσει να ασχοληθεί με την ποντιακή μουσική και να θεωρείται σήμερα, στα 29 του χρόνια, ένας από τους πιο φερέλπιδες λυράρηδες στη χώρα.
Ο νεαρός λυράρης επί το έργον…
«Γοητεύτηκα απίστευτα όταν είδα τους Γιώργο και Λάζο Ιωαννίδη, δύο ανθρώπους πολύ νέους σε ηλικία, να ασχολούνται με την παραδοσιακή μουσική. Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση αυτό το γεγονός και αποφάσισα από εκείνη τη στιγμή κι εγώ να ασχοληθώ με τη λύρα. Είχα από το σπίτι διάφορα ακούσματα στα ποντιακά κι άκουγα συχνά και τη μητέρα μου, η οποία είναι καλλίφωνη, να τραγουδά ποντιακά, ωστόσο μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα καμία ενασχόληση με τη μουσική. Μπορεί οι γονείς μου να μου είχαν πάρει κατά καιρούς τύμπανο, αρμόνιο, κιθάρα, αλλά ποτέ μου μέχρι τότε δεν είχα ασχοληθεί ενεργά με τη μουσική».
Ωστόσο προφανέστατα η ιδιοσυγκρασία του Δημήτρη Ξενιτόπουλου είχε από μικρότερη ηλικία εξωτερικεύσει την ιδιαίτερη κλίση της προς την κεμεντζέ, αφού, όπως λέει ο ίδιος με κρυφή περηφάνια, από τα έξι του χρόνια έπαιρνε από την κουζίνα τις… κουτάλες της μητέρας του κι έκανε πως έπαιζε λύρα μ’ αυτές, ψιλοτραγουδώντας ό,τι καταλάβαινε από τα ποντιακά τραγούδια.
Ίσως δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά, αφού στις φλέβες του κυκλοφορεί κατά 100% αίμα ποντιακό.
Η καταγωγή και των δύο γονέων του έλκεται από το χωριό Αλατσάχ, το οποίο βρίσκεται σε απόσταση 200 χλμ από την Αργυρούπολη.
Η Αργυρούπολη του Πόντου σε καρτ ποστάλ εποχής
Τα πρώτα του βήματα στον… κόσμο της κεμεντζέ
Δύο χρόνια μετά την εμπειρία του «Μίθριου», ο Δημήτρης Ξενιτόπουλος ξεκίνησε μαθήματα εκμάθησης λύρας αρχικά με τον Τάκη Ιωαννίδη και στη συνέχεια με τον Φίλιππο Κεσαπίδη. Και στους δύο έμεινε για μικρό χρονικό διάστημα, αφού ο κύριος δάσκαλός του στην κεμεντζέ ήταν ο Μιχάλης Καλιοντζίδης. Ο Δημήτρης για χρόνια παρακολουθούσε μαθήματα στο ωδείο του τελευταίου, αλλά και στη σχολή λύρας των «Ακριτών του Πόντου» Σταυρούπολης όπου δίδασκε ο Μιχάλης Καλιοντζίδης. Ταυτόχρονα, σε άλλο ωδείο μάθαινε θεωρητικά της μουσικής, ούτι και πιάνο.
Στην εφηβεία του, στα 14, ήρθε και η πρώτη δημόσια εμφάνιση με την κεμεντζέ του. Ήταν στον «Ακριτικό Κύκλο» του 2002, στον οποίο συμμετείχε με τη χορωδία των διοργανωτών, των «Ακριτών του Πόντου».
«Ένιωσα απίστευτα! Ήταν το καλύτεροι συναίσθημα που είχα ζήσει μέχρι τότε! Μέχρι να ανέβω στη σκηνή, είχα τρακ. Όταν όμως ανέβηκα και άναψαν τα φώτα, το τρακ εξαφανίστηκε. Το ίδιο συμβαίνει ακόμα και σήμερα. Έχω άγχος μέχρι να ανέβω στη σκηνή, αλλά, μόλις ανεβαίνω, μου φεύγει εντελώς. Αυτό το ονομάζω δημιουργικό άγχος».
Τρία χρόνια αργότερα, στα 17 του, ήρθε και η πρώτη του δισκογραφική δουλειά δίπλα στον τραγουδιστή Γιάννη Χριστοδουλίδη. Ο Δημήτρης παίζει μουσική σε ολόκληρο τον δίσκο, που είχε τίτλο Θεριάντ’ς και παρχαρέντ’ς.
Μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο ο Δημήτρης εισήχθη στο Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής του ΤΕΙ Ηπείρου, το οποίο εδρεύει στην Άρτα. Εκεί, πέρα από τη λύρα στην οποία ολοκλήρωσε τις σπουδές του, εξειδίκευση απέκτησε και στο βιολί, ένα όργανο που του άρεσε από παιδί.
Επαγγελματίας μουσικός
Οι σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση πάνω στη λύρα βοήθησαν τον Δημήτρη Ξενιτόπουλο να ανοίξουν περισσότερο οι πόρτες για επαγγελματική σταδιοδρομία. Έτσι, έχει γράψει τραγούδια για τον Στάθη Νικολαΐδη, την Πέλα Νικολαΐδη, τον Δημήτρη Καρασαββίδη, τον Στάθη Παυλίδη και άλλους νεότερους σε ηλικία καλλιτέχνες, ενώ μέχρι στιγμής έχει συμμετάσχει σε πέντε δισκογραφικές δουλειές με ποντιακή μουσική, σημαντικό μέρος των οποίων αποτελείται από δικές του συνθέσεις.
Κώστας Θεοδοσιάδης, Δημήτρης Καρασαββίδης, Δημήτρης Ξενιτόπουλος
Έχει γράψει τη μουσική για δέκα ποντιακά τραγούδια, τα οποία σύντομα θα γίνουν 25, αφού αυτή τη στιγμή ο Δημήτρης Ξενιτόπουλος βρίσκεται στο στούντιο και γράφει μουσική για δύο CD που θα κυκλοφορήσουν το επόμενο διάστημα. Στο ένα συνεργάζεται με τον Δημήτρη Καρασαββίδη (θα είναι του Δημήτρη όλη η μουσική της συγκεκριμένης δουλειάς) και στο άλλο με την Πέλα Νικολαΐδη (γράφει το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής του συγκεκριμένου CD). Και στις δύο δουλειές είναι αποκλειστικά δική του και η μουσική επιμέλεια.
Όπως λέει ο Δημήτρης στο pontos-news.gr, αγαπημένα του τραγούδια, από αυτά που έχει γράψει, είναι το «Ας τσιτσακών’» –στίχοι του Αλέξη Παρχαρίδη, ερμηνεία της Πέλας Νικολαΐδη–, το οποίο αποτέλεσε την πρώτη του συνθετική απόπειρα, και το «Ποίος εξέρ’», που κυκλοφόρησε το 2016 με τον Στάθη Νικολαΐδη. Βέβαια, ιδιαίτερα περήφανος –όπως λέει, πρόκειται για μεγάλη τιμή προς το πρόσωπό του– αισθάνεται που έγραψε τη μουσική για το τραγούδι-αφιέρωμα στον Πόντιο αντάρτη Κοτζά Αναστάς, στο οποίο συμμετείχαν σχεδόν όλα τα μεγάλα ονόματα στο χώρο της ποντιακής μουσικής σήμερα.
Σε ό,τι αφορά τις εμφανίσεις του Δημήτρη Ξενιτόπουλου με τη λύρα του, ξεχωρίζουν αυτή με τον Στάθη Νικολαΐδη στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, οι δύο στο Θέατρο Γης Θεσσαλονίκης –η μία σε συναυλία του Λάζου Ιωαννίδη και η άλλη μαζί με διάφορους καλλιτέχνες– στα Φεστιβάλ Ποντιακών Χορών της ΠΟΕ, στο ΟΑΚΑ και στο «Παλατάκι» (κλειστό γήπεδο ΠΑΟΚ) υπό την καλλιτεχνική επιμέλεια του Don Christo Kemanetzidis και πλάι στον Πέτρο Γαϊτάνο και τον Μιχάλη Καλιοντζίδη ως μέλος της χορωδίας του τελευταίου. Επίσης, πολλές φορές έπαιξε με τη λύρα του σε χοροεσπερίδες σε ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία, Ρωσία, Κύπρο, Γερμανία κ.α. Όπως λέει με χαμόγελο, από μικρός θυμάται τον εαυτό του με μια βαλίτσα στο χέρι, αλλά από τα ταξίδια αυτά αποκόμισε τεράστιες εμπειρίες. Παράλληλα, έχει παίξει στην κρατική τηλεόραση δίπλα στον Μιχάλη Καλιοντζίδη –στην εκπομπή «Αλάτι της γης»–, και στην κρατική τηλεόραση της Κύπρου με τον Στάθη Νικολαΐδη και την Πέλα Νικολαΐδη. Τέλος, έχει συνοδέψει μουσικά από μικρή ηλικία και άλλους γνωστούς καλλιτέχνες, όπως τους Κώστα Θεοδοσιάδη, Γιώργο Ιωαννίδη, Μπάμπη Ιορδανίδη, Γιώργο Σιδηρόπουλο, Χρήστο Παπαδόπουλο, Βασίλη Πασχαλίδη κ.ά.
Αυτό το διάστημα πραγματοποιεί εμφανίσεις κυρίως δίπλα στον Δημήτρη Καρασαββίδη, την Πέλα Νικολαΐδη και τον Στάθη Παυλίδη.
Ωστόσο, από όλες τις φορές που έπαιξε λύρα μαζί με άλλους Πόντιους καλλιτέχνες, ξεχωρίζει αυτήν στην αλησμόνητη πατρίδα και μάλιστα στο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά. Εκεί βρέθηκε με την ομάδα των Ποντίων καλλιτεχνών, τον Παλλαλιακό. «Ήταν μία μοναδική εμπειρία, ένα καταπληκτικό συναίσθημα. Αισθάνθηκα ρίγος και συγκίνηση που με αξίωσε ο Θεός να παίξω λύρα στην Παναγία Σουμελά, εκεί που βρίσκονται οι ρίζες μας. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Είναι από τα καλύτερα πράγματα που έκανα στη ζωή μου».
Στόχος η ανάδειξη της μουσικής παράδοσης
Η συνέχιση της ενασχόλησης με τη διδασκαλία της λύρας, και κυρίως η σύνθεση πάνω στην παραδοσιακή μουσική του Πόντου, την οποία επιθυμεί διακαώς να αναδείξει χωρίς να διστάζει να την μπολιάζει –με ιδιαίτερη προσοχή– και με κάποια άλλα μη ποντιακά όργανα, αποτελούν τους στόχους του Δημήτρη Ξενιτόπουλου.
«Περισσότερο απ’ όλα μ’ αρέσει να βρίσκομαι στο στούντιο. Να γράφω μουσική, να ενορχηστρώνω. Λατρεύω την παραδοσιακή ποντιακή μουσική, στην οποία βάζω και πιο καινούριες πινελιές όπως βιολοντσέλο ή ένα ισπανικό κρουστό, το καχόν, χωρίς όμως να την μειώνω, αλλά να την αναδεικνύω μέσα από τους καινούριους ήχους. Με τη μουσική του Πόντου νιώθω ότι μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα. Όσο κι αν πειραματιστείς, θα καταλήξεις πάλι στην παράδοση. Η παράδοση είναι χρυσός, και ακόμα κι αν θαφτεί, θα λάμψει. Πάνω σε αυτήν τη γραμμή προσπαθώ να πατάω μουσικά, χωρίς να σταματάω να κάνω τους πειραματισμούς μου και να εκφράζω τις ανησυχίες μου πάνω στο όργανο που παίζω, το οποίο έχει ασύλληπτες δυνατότητες», σημειώνει ο Δημήτρης Ξενιτόπουλος.
Ρωμανός Κοντογιαννίδης