Με κατάμεστη την αίθουσα εκδηλώσεων του Ιστιοπλοϊκού Ομίλου Χανίων-Νεώριο Μόρο, στο ενετικό λιμάνι, πραγματοποιήθηκαν το βράδυ της Τετάρτης τα εγκαίνια της έκθεσης φωτογραφίας από το συλλεκτικό λεύκωμα της Αγγελικής Κίτσου-Μαγαράκη με θέμα «Σπίτια της καρδιάς…», που οργάνωσε η Αδελφότητα Μικρασιατών Νομού Χανίων «Ο Άγιος Πολύκαρπος».
Στην εκδήλωση μίλησαν η πρόεδρος της Αδελφότητας Μικρασιατών Στέλλα Γκοτζάνη-Χαριτάκη και η ιστορικός Κλειώ Τσοντάκη, ενώ συντονίστρια της όμορφης, γεμάτη συγκίνηση, βραδιάς που πλαισιώθηκε μουσικά από μέλη της Χορωδίας της Αδελφότητας Μικρασιατών, ήταν η Αργυρώ Χανιωτάκη-Σμυρλάκη. Αποσπάσματα από το βιβλίο της συγγραφέως διάβασε η εκπαιδευτικός Ηλέκτρα Τσίκα-Μαράκη.
Όπως αναφέρει η ιστοσελίδα eparxiakofos.gr, με συγκίνηση μίλησε στο χαιρετισμό της η πρόεδρος της Αδελφότητας Μικρασιατών κα Στέλλα Γκοτζάνη-Χαριτάκη κάνοντας εκτενή αναφορά στις αλησμόνητες πατρίδες. Ξεκίνησε μάλιστα μ’ έναν στίχο από ποίημα που έχει γράψει ο ποιητής Κωστής Παλαμάς: «Βασιλοπούλα, ατίμητο ρουμπίνι της Ανατολής και στο Αιγαίο πρώτη, ποιο όνομα προσφιλέστερο απ’ το όνομά σου Σμύρνη, τόσο καλλίφθογγο και τόσο μοσχομυρισμένο…».
Η ίδια, ως κόρη Μικρασιάτη, αναφέρθηκε στη συνέχεια στον πατέρα της, τονίζοντας: «Ένας από τους πολλούς Μικρασιάτες που ήρθαν στα όμορφα Χανιά, με χίλια βάσανα και κακουχίες, με την καταστροφή της Σμύρνης, ήταν και ο πατέρας μου ο Κλέαρχος. Κυνηγημένοι φύγανε από τα όμορφα Βουρλά, αφήσανε το βιός τους, στοιβάχτηκαν στις βάρκες. Μικρό φοβισμένο παιδί ο πατέρας μου έφτασε με την οικογένειά του στο Δαράτσο. Όμως μέσα στην αντάρα του πολέμου, χάσανε τον Μήτσο, τον μεγάλο του αδελφό. Δυστυχία στην χιλιοταλαιπωρημένη οικογένεια. Τους λυπήθηκε όμως ο Θεός και μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού τον βρήκανε στη Μυτιλήνη και όλοι μαζί ζήσανε στο Δαράτσο σ’ ένα σπίτι που ακόμα και σήμερα υπάρχει στην πλατεία του χωριού. Σ’ αυτό το σπίτι της καρδιάς της προσφυγιάς, πολλά χρόνια μετά, γαλουχήθηκα με ιστορίες, παραμύθια και τραγούδια γεμάτα νοσταλγία…».
Καταλήγοντας η κα Χαριτάκη επεσήμανε: « Ήταν η ζωντανή ιστορία της Μ. Ασίας, της Ανατολικής Θράκης, του Πόντου, της Καππαδοκίας που υπήρξαν ελληνικές για 3.000 χρόνια, ερημώθηκαν από το λαό τους και σαβανώθηκαν με αποκαΐδια και στάχτες. Η ψυχή που πήραν μαζί με τους Αγίους και τους μπόγους τους, ήταν η μυστική πηγή που τους βοήθησε να μη χαθούν μέσα στη συμφορά και να επιβιώσουν στη νέα πατρίδα. Δημιούργησαν συλλόγους που σφυρηλατούσαν με πάθος την ιδέα των αλησμόνητων πατρίδων, σαν μια αδιάσπαστη συνέχεια τους, ιστορική, πολιτιστική, θρησκευτική. Αυτό κρατούσε ζωντανό το όραμα, ατόφια τη μνήμη και θέρμαινε τις καρδιές. Στον απόηχο της μνήμης, η νοσταλγία, η λαχτάρα, η γλυκιά πατρίδα. Την ανάμνησή τους δυνάμωνε το συναίσθημα. Η αγάπη, το πάθος, η πίκρα, η νοσταλγία που έφεραν μαζί τους για τους τόπους από όπου ξεριζώθηκαν».
Για την έκθεση και το βιβλίο αναφέρθηκε στην ομιλία της η συγγραφέας Αγγελική Κίτσου-Μαγαράκη, υπογραμμίζοντας, μεταξύ άλλων: «Τόσο η έκθεση της φωτογραφίας όσο και το λεύκωμα που τη συνοδεύει ήταν για μένα όνειρο ζωής. Ένα όνειρο ζωής απόψε πραγματοποιείται. Ένα όνειρο που ξεκίνησε νωρίς, υποσυνείδητα ίσως, από την παιδική μου ηλικία. Με το “Μια φορά κι έναν καιρό…” στη λαλιά της Ιωνίας. Τότε που, μέσα από τις αφηγήσεις των αγαπημένων μου, άρχισα να πλάθω με το νου εικόνες από μια πατρίδα που δεν είχα γνωρίσει. Τη ζωντάνευαν καθημερινά οι δικοί μου άνθρωποι ξετυλίγοντας το κουβάρι της μνήμης με ευλάβεια και αγάπη, ώστε να μη χαθεί τίποτε από εκείνα που είχαν αφήσει πίσω τους. Αυτή η αγάπη και η μνήμη ήταν όλα όσα πήραν μαζί τους. Μόνο αυτά!».