Στις 16 Απριλίου στην Τουρκία θα διεξαχθεί δημοψήφισμα. Αυτό είναι γνωστό. Όπως περίπου γνωστές είναι και οι μεταρρυθμίσεις που δι’ αυτού θα θεσπισθούν και θα νομοθετηθούν. Αυτές, αν θέλουμε να τις αναφέρουμε σε δέσμες συνταγματικών τροποποιήσεων, αφορούν τη Δικαιοσύνη, την Δημόσια Διοίκηση, τις Ένοπλες Δυνάμεις, και κυρίως και πάνω απ’ όλα τη μετατροπή του πολιτεύματος της Τουρκίας από Προεδρευομένη σε Προεδρική Δημοκρατία.
Εν ολίγοις, ο πυρήνας των προτεινόμενων από τους νυν κρατούντες αλλαγών εντοπίζεται στη μετατροπή σε ένα μονοπρόσωπο καθεστώς. Σε αυτό συντελούν συγκεκριμένοι παράγοντες, όπως:
- η ψυχοσύνθεση και η νοοτροπία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν,
- η απουσία στην παρούσα χρονική συγκυρία ισχυρής και αποφασισμένης εσωκομματικής αντιπολίτευσης,
- η πλήρης ποδηγέτηση τόσο του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Χουλουσί Ακάρ –και συνεπώς του συνόλου των Ενόπλων Δυνάμεων– όσο και του διοικητή της ΜΙΤ Χακάν Φιντάν,
- η εξουδετέρωση των «αντιφρονούντων» δικαστών με σκληρές εικόνες σύλληψης εντός των δικαστικών αιθουσών,
- και, βεβαίως, η χειραγώγηση του τουρκικού λαού διά του θρησκευτικού του αισθήματος.
Οι ψηφισθείσες από την Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας μεταρρυθμίσεις δεν συγκέντρωσαν την απαιτούμενη πλειοψηφία, ώστε να εφαρμοστούν και να ισχύσουν αμέσως. Έτσι, η διενέργεια του δημοψηφίσματος κατέστη απαραίτητη. Αιτία ήταν η εκπεφρασμένη βούληση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να γίνει ο ίδιος νομοθέτης, δικαστής και κυβερνήτης, συγκεντρώνοντας όλες τις εξουσίες στο πρόσωπό του.
(Φωτ.: EPA / Paul Zinken)
Αφορμή για τη διενέργεια του δημοψηφίσματος σε αυτό τον χρόνο αποτέλεσε η απόπειρα του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου. Εκείνη τη νύχτα ο πρόεδρος της Τουρκίας ένιωσε να χάνει τα πάντα, αφού κινδύνευσε ακόμη και η ζωή του, και έτσι θα κάνει το παν ώστε να μην υπάρχουν οι συνθήκες για να την ξαναζήσει. Και για να συμβεί αυτό πρέπει να το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας να γίνει συγκεντρωτικό, σαν ένα αντεστραμμένο χωνί στην κλειστή κορυφή του οποίου θα στέκεται ο πρόεδρος από τον οποίο θα απορρέουν όλες οι εξουσίες. Άρα, η προσπάθεια αποκαθήλωσης του Ερντογάν από την προεδρία της Τουρκικής Δημοκρατίας επιτάχυνε τις εξελίξεις για την ισχυροποίησή του, αφού ο ίδιος άδραξε την ευκαιρία.
Όμως αυτά τα γεγονότα δεν συμβαίνουν για πρώτη φορά στη γειτονική μας χώρα.
Στις 14 Μαρτίου 2008 εισαγγελέας ζήτησε την απαγόρευση του και τότε κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Συγχρόνως διακυβεύθηκε η δυνατότητα παρουσίας του ίδιου του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, υπουργών της κυβέρνησής του, στελεχών του κόμματός του κ.λπ. στον πολιτικό στίβο. Η τουρκική δικαστική εξουσία ζήτησε τον αποκλεισμό τους από την πολιτική ζωή της χώρας. Αυτό ονομάστηκε «δικαστικό πραξικόπημα».
Σε αυτή την καθαρά επιθετική ενέργεια εις βάρος του, ο τότε πρωθυπουργός και νυν πρόεδρος της Τουρκίας αντέδρασε με ψυχραιμία που ματαίωσε τα σχέδια των αντιπάλων του –μέρος των οποίων ήταν η όξυνση, η κοινωνική πόλωση, οι διαδηλώσεις, και η καταστολή–, κάνοντας έτσι μια επιτυχή διαχείριση κρίσης. Εν συνεχεία, πρότεινε και τότε συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες επειδή ακριβώς δεν συγκέντρωσαν την προβλεπόμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία τέθηκαν στην κρίση του τουρκικού λαού, σε δημοψήφισμα.
Ψηφοδέλτια που χρησιμοποιήθηκαν στο δημοψήφισμα του 2010 (φωτ.: EPA / Tolga Bozoglu)
Το δημοψήφισμα προκηρύχθηκε για τις 12 Σεπτεμβρίου 2010, ανήμερα της επετείου του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1980. Το ερώτημά του περιείχε ένα πακέτο 26 τροποποιήσεων, μεταξύ άλλων για τα δικαιώματα των γυναικών, για την επέκταση της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων και σε στρατιωτικούς, και για τον συνδικαλισμό των δημοσίων υπαλλήλων.
Σε εκείνο το δημοψήφισμα νικητής αναδείχθηκε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και το κόμμα του. Πέτυχε να λάβει το 54,85% των ψήφων, και την έγκριση για τις αλλαγές που επιθυμούσε. Κατ’ ουσία με το «ναι» έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης και μια μεγάλη πολιτική ανάσα.
Ένα ιδιαιτέρως κρίσιμο στοιχείο που πρέπει να παρατηρήσουμε είναι ότι τότε στο Ντιγιάρμπακιρ, την άτυπη πρωτεύουσα των Κούρδων της Τουρκίας, οι συνταγματικές προτάσεις του ΑΚΡ επιδοκιμάσθηκαν σε ποσοστό περίπου 90%. Αυτό οφείλεται στις ειρηνευτικές συνομιλίες που διενεργούνταν μεταξύ του τουρκικού κράτους και του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (ΡΚΚ).
Σήμερα, ήδη από τον Ιούνιο του 2015 ο αιματηρός εμφύλιος στην Τουρκία έχει αναβιώσει, και αυτό κατά τα φαινόμενα εγγυάται την καταψήφιση από τους Κούρδους των αλλαγών που φέρνει το νέο δημοψήφισμα.
Κατόπιν των ανωτέρω, το συμπέρασμα που συνάγεται είναι το εξής: Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν χρησιμοποιεί δοκιμασμένες μεθόδους για να υπερβεί τα στρεφόμενα εναντίον του πραξικοπήματα, και στο παρελθόν και τώρα. Τη διαφορά μπορεί να την κάνει μόνο ο τουρκικός λαός, από τα χέρια του οποίου κρίνεται και αυτό καθ’ αυτό το μέλλον της Τουρκίας.
Επιστροφή στα χρόνια των μυστικών ισλαμιστικών ταγμάτων ή βήμα στον πολιτισμένο κόσμο; Αυτό είναι το πραγματικό ερώτημα για τους ψηφοφόρους στις 16 Απριλίου 2017.
Παναγιώτης Μπαλακτάρης, δικηγόρος.