Οικογενειακή υπόθεση η μουσική για τον Σάββα Ζαπουνίδη και τους δύο γιούς του Γιώργο και Κώστα, καλλιτέχνες και δημιουργούς ποντιακών τραγουδιών από την Κατερίνη. Το pontos-news.gr τους συνάντησε στο Παμποντιακό Ηρώο της Καλλιθέας με αφορμή το νέο τους CD με τίτλο Ευχήν ας σον πατέρα ’σουν που κυκλοφόρησε τα Χριστούγεννα από την εταιρία ΒΑΣΙΠΑΠ, αλλά και μια εμφάνισή τους στην Αθήνα, σε κέντρο ποντιακής διασκέδασης.
Γαλουχημένοι με την ποντιακή παράδοση όλοι, αφού –όπως δηλώνει ο Σάββας– παππούς, πατέρας και θείος έπαιζαν λύρα. Στην αντίπερα όχθη η μάνα του και η θεία του που τραγουδούσαν.
«Τα γονίδια από εκεί τα πήραμε», αναφέρει για το καλλιτεχνικό αίμα που ρέει στις φλέβες της οικογένειας. Γεννημένος στη Λιτσόφκα, στο Παχταράλ του Καζακστάν, ήρθε το 1965 σε ηλικία 9 ετών στην Ελλάδα, στην Κατερίνη, με το δεύτερο κύμα προσφύγων από τον Πόντο. Ασχολήθηκε σε νεαρή ηλικία με το τραγούδι και σήμερα μαζί με τους γιους του βάζουν το δικό τους λιθαράκι στην ποντιακή μουσική.
Η καταγωγή της οικογένειας είναι από τα Πλάτανα και τα Κοτύωρα του Πόντου.
Γαρουστάντ’ το προσωνύμιο της οικογένειας, μας λέει ο Σάββας γελώντας, διότι έκαναν πολλά αγόρια. «Ο τεχνίτης της γαρής», αναφέρει. Απέκτησε τρία παιδιά, τον Γιώργο, τον Κώστα και την Ειρήνη. Η Ειρήνη, όπως μας εκμυστηρεύεται, ήταν η μόνη που δεν την άφησε η μητέρα της, Δέσποινα, να αναμιχθεί στο καλλιτεχνικό κομμάτι, θεωρώντας πως δεν ταιριάζει σε κοπέλα να παίζει λύρα. Θυμάται ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο που συνέβη κάποτε, όταν έπιασε τη λύρα χωρίς να είναι κανένας στο σπίτι. Επέστρεψε όμως η μητέρα της και την αντιλήφθηκε, και της την άρπαξε από τα χέρια.
Τα αδέλφια Γιώργος (λύρα) και Κώστας (τραγούδι) Ζαπουνίδη από την Κατερίνη (φωτ. Β. Καρυοφυλλίδης)
Δεν είχε όμως την ίδια μοίρα ο πρωτότοκος γιος, ο Γιώργος, ο οποίος από τα 12 παίζει λύρα και τραγουδάει. Σε ηλικία 38 χρονών σήμερα, θυμάται τις πρώτες εκείνες στιγμές που ήρθε σε επαφή με τη λύρα. «Δεν με παρέσυρε κανένας, ούτε μου είπε κάποιος να μάθω γιατί πρέπει να μάθω», λέει. «Όλα από μόνος μου» συμπληρώνει, καθώς «ό,τι ακούω έχει περάσει μέσα το μυαλό μου και από κει τα βγάζω προς τα έξω». Σε αυτό βοήθησε το περιβάλλον του, καθώς μέχρι να πάει στο σχολείο, όλα γύρω του μύριζαν Πόντο.
Στις εμφανίσεις του πατέρα τους, τα αδέλφια έπαιρναν «κλεφτά» το μικρόφωνο και τραγουδούσαν.
Παρόμοια και η περίπτωση του Κώστα, που σε ηλικία 15 ετών τραγούδησε σε εκδήλωση στη Στουτγάρδη, όπου ζούσαν τότε. «Έχω ηχογραφημένο τον Κωστή, από δυόμισι χρονών, να παίζει λύρα ο πατέρας μου κι εκείνος να τραγουδάει. Το “ρ” δεν μπορούσε να το πει», αφηγείται ο Γιώργος. Ο πατέρας του αναφέρει ότι σε ηλικία 7-8 χρονών είχαν ήδη πάρει τα μυαλά του αέρα. Η επαγγελματική του πορεία ξεκίνησε όταν ήταν 18 ετών, ενώ λίγο μετά την απόλυσή του από το στρατό συνεργάστηκε με μεγάλα ονόματα του ποντιακού πενταγράμμου, όπως ο Στάθης Νικολαΐδης, ο Μιχάλης Καλιοντζίδης, ο Παναγιώτης Ασλανίδης, ο Γιωργούλης Κουγιουμτζίδης κ.ά. Από το 2001 μέχρι το 2003, και σε ηλικία 21 ετών, τραγουδούσε στο ποντιακό κέντρο «Μίθριο» στη Θεσσαλονίκη.
Το τραγούδι «Πάντα με τ’ αχ και με το βάχ»
Η πρώτη επίσημη δουλειά που έκανε με τον αδελφό του, ήταν το 2003: μια ζωντανή ηχογράφηση με τον τίτλο Ας τραγωδούμεν εντάμαν. Τότε έφεραν κάποια κομμάτια του Χρύσανθου Θεοδωρίδη στην επιφάνεια, μας αναφέρουν οι καλλιτέχνες, όπως το «Έρθεν πουλί μ’ η άνοιξη».
Σήμερα, σε ηλικία 37χρονών ο Κώστας, και παρασέρνοντας αυτή τη φορά και τον πατέρα τους, παρουσιάζουν την καλλιτεχνική τους δουλειά με τίτλο Ευχήν ας σον πατέρα ’σουν. Ένα CD κυρίως σεβνταλίδικο που «δουλεύτηκε πάνω από πέντε χρόνια για να βγει το αποτέλεσμα αυτό», όπως αναφέρει ο Κώστας. Το παραδοσιακό ηχόχρωμα κυριαρχεί, ενώ «έγινε με πολλή δουλειά, με πολλή αγάπη με πολύ μεράκι» και με πολύ καλούς μουσικούς, συμπληρώνει.
Τους στίχους υπογράφουν ο Βασίλης Μωυσιάδης, ο Μάκης Πετρίδης και οι Ζαπουνιδαίοι. Τη μουσική ο Γιώργος Ζαπουνίδης.
Το πρώτο τραγούδι –που χάρισε και τον τίτλο στο CD–, είναι σε στίχους του Βασίλη Μωυσιάδη και το τραγουδά αποκλειστικά ο πατέρας.
Ένα οικογενειακό συγκρότημα που πατάει στα χνάρια της παράδοσης (φωτ.: Β. Καρυοφυλλίδης)
Απέφυγαν το «έγκλημα» και τη «γενοκτονία» που υφίσταται η ποντιακή μουσική, όπως δήλωσαν, και επικεντρώθηκαν σε ποντιακά ηχοχρώματα. «Σε λίγα χρόνια θα τραγουδάνε εγγλέζικα με τη λύρα», λένε και οι δυο, προβληματισμένοι για την μουσική προσέγγιση κάποιον καλλιτεχνών. «Είναι στη μόδα να παίρνεις τη λύρα στα χέρια σου αλλά να την παίζεις σαν βιολί», λένε, μιλώντας για «ξένα πατήματα». Οι ίδιοι επέλεξαν παραδοσιακά ακούσματα στη δική τους καλλιτεχνική προσέγγιση. «Εξέλιξη όμως με εξέλιξη διαφέρει», κατέληξαν.
Καθήκον του καλλιτέχνη να βγάζει CD.
Το γεγονός ότι έχουν βγάλει ένα CD για να τους ακούσει και να διασκεδάσει ο κόσμος, μας έδωσε το ερέθισμα να τους ρωτήσουμε για τη διασκέδαση στα ποντιακά κέντρα που έχουν απομείνει. «Θεωρώ ότι ένας Πόντιος θα βρει να διασκεδάσει πάλι, όση κρίση και να υπάρχει», λέει ο Κώστας για τα μαγαζιά που έκλεισαν. «Η λύρα κάνει τις εμφανίσεις που πρέπει να κάνει», συμπληρώνει, «απλά σε διαφορετικούς χώρους». Θεωρεί δε τον εαυτό του τυχερό που έζησε στο «Μίθριο» ημέρες που στην ποντιακή διασκέδαση γινόταν το αδιαχώρητο.
Ο Σάββας ολοκληρώνει τη συνέντευξη με έναν προβληματισμό του τον οποίο αναφέρουμε αυτούσιο: «Η ένωση της ράτσας μας· πρέπει να βάλουμε κάτω το κεφάλι, να σκύψουμε και να δούμε τι φταίει, τι είναι αυτό που πάει να μας διαλύσει. […] Πολλοί δεν έπρεπε να είναι σε κάποιες θέσεις που είναι σήμερα», αναφέρει μιλώντας για προσωπικές φιλοδοξίες και την πολιτική που μπλέκουν μέσα στους ποντιακούς συλλόγους, τονίζοντας παράλληλα και την απογοήτευση του κόσμου.
Κείμενο, φωτογραφίες, βίντεο: Βασίλης Καρυοφυλλίδης.